Αρχική Ανάθεση και Εκτέλεση Συμβάσεων Έργων, Μελετών, Προμήθειας Αγαθών και Υπηρεσιών - Βιβλίο ΙΆρθρο 189 – Δικαστική επίλυση διαφορώνΣχόλιο του χρήστη ΣΔ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ | 28 Μαρτίου 2016, 11:37
Υπουργείο Ανάπτυξης Νίκης 5-7, 10180, Αθήνα email: public@mnec.gr Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. |
• Επιβάλλεται η νομοθετική επίλυση του ζητήματος που έχει προκύψει στην πρόσφατη νομολογία των πολιτικών δικαστηρίων ( Πενταμελών Εφετείων) σύμφωνα με την οποία: (α) δεν προσβάλλονται παραδεκτώς ενώπιον των εν λόγω δικαστηρίων ορισμένες πράξεις των οργάνων του εργοδότη ή του φορέα του έργου (όπως η διόρθωση των επιμετρήσεων, η περικοπή εργασιών κλπ) διότι οι πράξεις αυτές συνιστούν μονομερείς απευθυντέες δηλώσεις βουλήσεως των ως άνω οργάνων, οι οποίες ΔΕΝ ΠΑΡΑΓΟΥΝ ΈΝΝΟΜΕΣ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ για τον ανάδοχο, εφόσον δεν γίνονται δεκτές από τον ίδιο και δεν μπορούν να τύχουν ακυρώσεως ή αναγνώρισης της ακυρότητός τους εκτός εάν συντρέχει λόγος ακυρότητας ή ακυρωσίας κατά τον Αστικό Κώδικα. Υπενθυμίζεται ότι οι παραπάνω ενδεικτικά απαριθμούμενες πράξεις συνιστούν κατ’ εξοχήν βλαπτικές πράξεις του εργοδότη κατά των οποίων η νομοθεσία δημοσίων έργων προβλέπει υποχρεωτικά την άσκηση ενστάσεων και την τήρηση της ενδικοφανούς εν γένει διαδικασίας/προδικασία και οι οποίες επιβάλλεται να κρίνονται βεβαίως ως προς την νομιμότητα τους από τα αρμόδια δικαστήρια. (β) το ένδικο βοήθημα που ασκείται ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων είναι πάντοτε «αγωγή» με αίτημα καταψηφιστικό ή αναγνωριστικό οφειλής. (γ) Στην περίπτωση ασκήσεως αγωγής δεν απαιτείται η τήρηση της ενδικοφανούς διαδικασίας/ προδικασίας , δοθέντος ότι η αγωγή ασκείται σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 3α του Ν. 3481/06, στις περιπτώσεις που δεν σωρεύεται και αίτημα ακύρωσης ή τροποποίησης διοικητικής πράξης δηλ. αίτημα προσφυγής. • Η παραπάνω προφανώς άνιση νομολογιακά μεταχείριση όμοιων διαφορών που αναφύονται κατά την εκτέλεση των συμβάσεων στις οποίες εφαρμόζεται η νομοθεσία δημοσίων έργων, ανάλογα με το αν υπάγονται στην δικαιοδοσία των πολιτικών ή διοικητικών δικαστηρίων, χρήζει άμεσης νομοθετικής αντιμετώπισης με ρύθμιση η οποία πρέπει ΝΑ ΚΑΤΑΛΑΜΒΑΝΕΙ ΚΑΙ ΤΙΣ ΕΚΚΡΕΜΕΙΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ και μάλιστα και τις πρωτοδίκως κριθείσες υποθέσεις εφόσον δεν έχουν καταστεί αμετάκλητες. • Στο πλαίσιο αυτό θα μπορούσαν να εξετασθούν οι ακόλουθες λύσεις : 1) Να προβλεφθεί ρητά ότι: (i) με το ΕΝΔΙΚΟ ΒΟΗΘΗΜΑ ΤΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΗΣ εισάγονται ενώπιον τόσο των πολιτικών όσο και διοικητικών δικαστηρίων όλες οι διαφορές που αναφύονται κατά την διαδικασία εκτέλεσης των δημοσίων έργων από βλαπτικές πράξεις των οργάνων του ΚτΕ για τις οποίες προβλέπεται η τήρηση της ενδικοφανούς διαδικασίας /προδικασίας και (ii) τα παραπάνω δικαστήρια έχουν την εξουσία να διαμορφώνουν πλήρως το περιεχόμενο της εριζόμενης έννομης σχέσης (πχ με καταδίκη των οργάνων του ΚτΕ σε δήλωση βουλήσεως ώστε η προσβληθείσα βλαπτική πράξη να μεταρρυθμίζεται σύμφωνα με όσα ορίζει ο νόμος) 2) Άλλη λύση θα ήταν να υπαχθούν όλες οι διαφορές από την εκτέλεση των δημοσίων έργων στην δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων, ενέργεια που είναι πλέον θεμιτή μετά την τελευταία αναθεώρηση του Συντάγματος (άρθρο 94 παρ.3), ανεξάρτητα από την αναθέτουσα αρχή, δυνατότητα η οποία εφόσον υλοποιηθεί θα συμβάλλει στην ομοιόμορφη εφαρμογή του δικαίου και κατά συνέπεια στην μεγαλύτερη ασφάλεια δικαίου και για τις δύο πλευρές (εργοδότη και ανάδοχο) στις εργοληπτικές συμβάσεις που διέπονται από την νομοθεσία δημοσίων έργων. • Εάν επιλεγεί η υπαγωγή εφεξής όλων των διαφορών από συμβάσεις δημοσίων έργων σε ενιαία δικαιοδοσία, θα πρέπει να υπάρξει μεταβατική ρύθμιση σύμφωνα με την προαναφερθείσα 1η λύση για τις εκκρεμείς ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων υποθέσεις ακόμη και ενώπιον του Αρείου Πάγου, ώστε να μην υπάρξουν ανεπιεική αποτελέσματα στην μεταχείριση των αναδόχων.