• Σχόλιο του χρήστη 'JEDI' | 31 Οκτωβρίου 2009, 17:24

    Επειδή βλέπω ότι αρκετοί , θέλουν να μάθουν τι συμβαίνει , παραθέτω άρθρο του Οικονομολόγου Κου Βιλιάρδου Β. , γραμμένο στις 10/7/09. Ας ελπίσουμε ότι οι κυβερνώντες θα αντιληφθούν τον κίνδυνο που έρχεται. (αν δεν έχει ήδη έρθει)... Ο ΚΥΚΛΟΣ ΤΟΥ ΔΙΑΒΟΛΟΥ : Η «πιστωτική παγίδα» είναι μία βαριά οικονομική ασθένεια, η οποία εμφανίζεται όταν μία υφιστάμενη κρίση ρευστότητας, προερχόμενη συνήθως από μία ευρύτερη οικονομική κρίση, δεν μπορεί να θεραπευτεί βραχυπρόθεσμα Η «πιστωτική παγίδα» (Credit Crunch) είναι ουσιαστικά το χειρότερο στάδιο μίας ασθένειας, η οποία ξεκινάει με την απώλεια της εμπορικής πίστης, σαν αποτέλεσμα μίας πολύ μεγάλης χρηματοπιστωτικής κρίσης, όπως η πρόσφατη που βιώνουν κυρίως οι Η.Π.Α. – λιγότερο, μέχρι στιγμής, η Ευρώπη και πολύ λιγότερο, επίσης μέχρι στιγμής, η χώρα μας. Η «πιστωτική παγίδα», ευρισκόμενη προφανώς στον αντίποδα της πιστωτικής επέκτασης, «υπεισέρχεται» όταν οι τράπεζες αναγκάζονται να μειώσουν ή ακόμη και να σταματήσουν το δανεισμό, εν μέσω ευρύτερων πιστωτικών αναταράξεων, αρνητικής οικονομικής ανάπτυξης και αυξημένων απωλειών του κυκλοφορούντος ενεργητικού τους (δάνεια, πιστωτικές κάρτες, «τοξικές» επενδύσεις κλπ). Όπως είναι γνωστό, η πολιτική που ακολουθούν οι τράπεζες, σε σχέση με τα δάνεια που προσφέρουν, επηρεάζει αποφασιστικά την πραγματική οικονομία. Όταν οι τιμές των αξιών (μετοχές, ακίνητα, εμπορεύματα κλπ) ακριβαίνουν, αυξάνεται παράλληλα η ζήτηση για παροχή πιστώσεων, ενώ οι τράπεζες διευκολύνουν την έγκρισή τους χωρίς εμπεριστατωμένους ελέγχους, θεωρώντας ότι είναι εγγυημένες από τις αυξανόμενες αξίες. Με δεδομένο το ότι η αγορά κινείται ανέκαθεν μακράν του σημείου ισορροπίας της, αλλά επιστρέφει περιοδικά, κάποια στιγμή η «υπερβολή» (φούσκα) γίνεται αντιληπτή και υποχωρεί άτακτα (σπάσιμο της φούσκας), ακολουθούμενη από την συρρίκνωση των εγγυήσεων, με βάση τις οποίες οι τράπεζες χορηγούσαν πιστώσεις. Κατ επακόλουθο οι τράπεζες, έχοντας στη διάθεση τους τόσο χαμηλότερες, όσο και λιγότερο ποιοτικές εγγυήσεις για τα υφιστάμενα δάνεια τους, αφενός μεν περιορίζουν την παροχή νέων πιστώσεων, αφετέρου δε αυξάνουν τους ελέγχους προς τις επιχειρήσεις-οφειλέτες τους. Το αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας είναι η μείωση των νέων επενδύσεων εκ μέρους των εταιρειών, καθώς επίσης η αύξηση του ρυθμού των χρεοκοπιών, γεγονός που με τη σειρά του επιδεινώνει συνολικά την πιστοληπτική ικανότητα των δανειζομένων και αυξάνει τον αριθμό των μη εξυπηρετουμένων δανείων στις τράπεζες. Ο «καθοδικός σπειροειδής κύκλος του δανεισμού» συνεχίζεται με την, ως άνω ανατροφοδοτούμενη, περαιτέρω μείωση της παροχής δανείων προς τις επιχειρήσεις, γεγονός που περιορίζει ακόμη περισσότερο την παραγωγικότητα του συνόλου της Οικονομίας, οδηγώντας την σε μεγαλύτερη αρνητική οικονομική ανάπτυξη. Έτσι, η «πιστωτική παγίδα» εισέρχεται στη δεύτερη, αρκετά επικίνδυνη φάση, κατά την οποία οι ίδιες οι τράπεζες δυσκολεύονται να αναχρηματοδοτήσουν τα δάνεια τους. Συνήθως οι τράπεζες αυξάνουν τη ρευστότητα τους μέσω βραχυπρόθεσμων δανείων από τη διατραπεζική αγορά, επειδή τα δικά τους χρήματα είναι δεσμευμένα σε μακροπρόθεσμες τοποθετήσεις. Στην περίπτωση όμως που κάτι τέτοιο δεν είναι εφικτό, ενδεχομένως επειδή οι ίδιες οι χρηματαγορές υποφέρουν από έλλειψη ρευστότητας, τότε οι τράπεζες δυσκολεύονται να ανταπεξέλθουν με τις υποχρεώσεις τους. Αυτό οδηγεί στην μείωση της πιστοληπτικής ικανότητας τους από τις διεθνείς εταιρείες αξιολόγησης, κάτι που δυσκολεύει ακόμη περισσότερο την απόκτηση ρευστότητας εκ μέρους τους (η σχετικά πρόσφατη «λύση» της τιτλοποίησης, της πώλησης δηλαδή των δανείων των πελατών τους με στόχο την αύξηση της ρευστότητας τους, δυστυχώς συνεχίζεται). Ο «κύκλος του διαβόλου», όπως συνήθως αποκαλείται, επηρεάζει κυρίως εκείνες τις τράπεζες που δεν έχουν καταθέσεις πελατών - για παράδειγμα τις επενδυτικές. Η διαδικασία αυτή είναι πολύ δύσκολα ανατρέψιμη, ακόμη και όταν οι κεντρικές τράπεζες εξασφαλίζουν τη ρευστότητα των εμπορικών τραπεζών, έστω με μειωμένη επιβάρυνση (χαμηλό επιτόκιο, quantitative easing – δηλαδή αγορά αξιόγραφων από τις εμπορικές τράπεζες κλπ). Έτσι, παρά το ότι σήμερα η ενίσχυση των τραπεζών από τις κεντρικές (ΕΚΤ, Fed κλπ) είναι άνευ προηγουμένου, οι ζημιογόνες τοποθετήσεις στα αμερικανικά «τοξικά ομόλογα», σε συνδυασμό με την αρνητική οικονομική ανάπτυξη διεθνώς, την έλλειψη εμπιστοσύνης των ιδρυμάτων μεταξύ τους και τους νέους κανόνες λειτουργίας του χρηματοπιστωτικού συστήματος (Βασιλεία ΙΙ), έχουν οδηγήσει τις τράπεζες στην (σχετικά αιτιολογημένη) «άρνηση» παροχής δανείων προς τις επιχειρήσεις της πραγματικής Οικονομίας. Ειδικά όσον αφορά τους κανόνες της «Βασιλείας ΙΙ», οι οποίοι ακολούθησαν τη «Βασιλεία Ι», οι τράπεζες δεν είναι μόνο υποχρεωμένες να συνεχίσουν να διατηρούν Ίδια Κεφάλαια ίσα με το 8% των δανείων που παρέχουν, αλλά και να διαμορφώνουν τόσο αυτό το μέγεθος, όσο και τα επιτόκια που προσφέρουν, ανάλογα με την ποιότητα των πελατών τους (μέγεθος, τζίρος, πιστοληπτική ικανότητα, αξιολόγηση κλπ). Οι ζημιογόνες όμως τοποθετήσεις τους στα αμερικανικά τοξικά ομόλογα επιδρούν αρνητικά στο ύψος των Ιδίων Κεφαλαίων τους, οπότε είναι αναγκασμένες να μειώνουν τα παρεχόμενα δάνεια για να διατηρήσουν το 8%. Όταν δε η ποιότητα του πελάτη τους απαιτεί άνω του 8% Ίδια Κεφάλαια (επιχειρήσεις με αυξημένους πιστωτικούς κινδύνους), τότε προτιμούν να αποσυρθούν από τη συνεργασία μαζί του, έτσι ώστε να μην επιβαρυνθεί η κεφαλαιακή τους επάρκεια. Στο συγκεκριμένο σημείο δεν τις βοηθούν καθόλου τα δάνεια των κεντρικών τραπεζών, αλλά μόνο ενδεχόμενες διαφοροποιήσεις της «Βασιλείας ΙΙ», τις οποίες ζήτησε η Γερμανία, χωρίς να το επιτύχει – ο λόγος ήταν ο φόβος ότι θα επανέφεραν την αδιαφάνεια στο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Επίσης τις βοηθούν κάποιες «παραχωρήσεις» στην κατάρτιση των Ισολογισμών τους, όπως για παράδειγμα, η ουδέτερη αντιμετώπιση μίας συγκεκριμένης «θέσης», η οποία ενσωματώνει τα περιουσιακά στοιχεία τους που είναι «διαθέσιμα για πώληση». Στις μισές χώρες της Ε.Ε. (μεταξύ αυτών και στη Γερμανία), εφ’ όσον αυτά τα περιουσιακά στοιχεία (ομόλογα κλπ) χάνουν σε τρέχουσα αξία, οι τράπεζες είναι υποχρεωμένες να μειώνουν αντίστοιχα τα Ίδια Κεφάλαια τους. Στην περίπτωση δε που η μείωση αποδεικνύεται διαρκής, τότε είναι υποχρεωμένες να τα εγγράφουν σαν ζημίες στους Ισολογισμούς τους, με αντίστοιχα δυσμενή αποτελέσματα για τα Ίδια Κεφάλαια τους. Για παράδειγμα, η θέση «διαθέσιμα για πώληση» στη γερμανική Commerzbank είναι -2,9 δις € και στη Deutsche Bank -921 εκ. €. Αυτό σημαίνει ότι, η μεν πρώτη είναι υποχρεωμένη «θεσμικά» από τη συγκεκριμένη «ζημία» να περιορίσει τα δάνεια που προσφέρει κατά περίπου 12 φορές (100 ./. 8, ήτοι 35 δις €), για να παραμείνει στο 8% των Ιδίων Κεφαλαίων της, ενώ η δεύτερη κατά 11 περίπου δις €. Οι υπόλοιπες όμως ευρωπαϊκές χώρες (μεταξύ των οποίων η Μ. Βρετανία και η Γαλλία), δεν υπολογίζουν τη θέση «διαθέσιμα για πώληση» στα Ίδια Κεφάλαια τους – οπότε δεν μειώνονται από τις διαφορές των τρεχουσών αξιών και παραμένουν (θεωρητικά φυσικά) υψηλά. Κατά συνέπεια, μπορούν να δανείσουν περισσότερα «διαδικτυακά» χρήματα (μόνο το 7% είναι πραγματικά) στους πελάτες τους - δηλαδή 35 δις € περισσότερα, σε σχέση με την Commerzbank, εφ’ όσον φυσικά είχαν αντίστοιχες «ζημίες». Ανεξάρτητα λοιπόν από τις συνεχείς και υψηλές «ενέσεις ρευστότητας» των κεντρικών τραπεζών προς τις εμπορικές τράπεζες, οι οποίες («ενέσεις») είναι δυνατόν να χρηματοδοτηθούν είτε από α) το δανεισμό των κρατών (ομολογιακά δάνεια του δημοσίου – «έκρηξη» ελλειμμάτων & χρεών - ενδεχόμενη δημοσιονομική κρίση), β) την υψηλότερη φορολογία επιχειρήσεων και πολιτών (έξαρση της ύφεσης – αποπληθωρισμός – χρεοκοπίες μεγάλων εταιριών) γ) την εκτύπωση χρημάτων (υπερπληθωρισμός), η πιθανότητα εισόδου μας σε μία «πιστωτική παγίδα» τεραστίων διαστάσεων, με ανυπολόγιστες συνέπειες για την οικονομική μας ανάπτυξη, είναι αρκετά μεγάλη. Με δεδομένο δε ότι ο καπιταλισμός μπορεί να υπάρξει μόνο μέσα σε συνθήκες θετικής οικονομικής ανάπτυξης (διαφορετικά δεν μπορεί να εξασφαλίσει την «ψευδαισθησιακή» αναδιανομή αυξανομένων εισοδημάτων, με αποτέλεσμα τις κοινωνικές αναταραχές που τον «καταλύουν»), ο κίνδυνος της «χρεοκοπίας» του στη «δύση» (οι Ασιατικές κλπ οικονομίες έχουν τεράστια περιθώρια ανάπτυξης) δεν είναι πλέον τόσο ουτοπικός, όσο ίσως νομίζουμε. Για να το καταλάβουμε καλύτερα, αρκεί να παρομοιάσουμε τον καπιταλισμό με ένα αεροπλάνο που πετάει στα 20.000 πόδια, χωρίς να αντιμετωπίζει κανένα απολύτως πρόβλημα – για όσο διάστημα βέβαια λειτουργούν οι «προωθητικές» μηχανές του, αφού με ή χωρίς αυτές είναι αδύνατον να σταθεί ακίνητο, όσο ψηλά και αν έχει φτάσει (δυστυχώς ο καπιταλισμός-ελικόπτερο, αυτός δηλαδή όπου η λειτουργία των «μηχανών» θα του επέτρεπε τουλάχιστον να μένει ακίνητος, δεν έχει ακόμη εφευρεθεί). Όσον αφορά τώρα τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και τα προβλήματα που καλούνται να αντιμετωπίσουν, εν μέσω κλίματος «πιστωτικής παγίδας», οι νέοι κανόνες κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών δυσχεραίνουν κατά πολύ τη θέση τους. Όταν ήταν ακόμη σε ισχύ η πρώτη «συνθήκη», οι τράπεζες ήταν υποχρεωμένες να διατηρούν Ίδια Κεφάλαια ύψους 8% των παρεχομένων δανείων τους, ανεξάρτητα από το μέγεθος των επιχειρήσεων που δάνειζαν, ενώ οι συνθήκες παροχής αυτών των δανείων (επιτόκιο κλπ) ήταν κοινές για όλες. Δηλαδή, είτε δάνειζαν τη Folli- Follie, είτε μία πολύ μικρή επιχείρηση, οι συνθήκες παρέμεναν ταυτόσημες. Ο κανόνας αυτός ανατράπηκε από τη δεύτερη «συνθήκη», η οποία αφενός μεν απαιτεί τη διατήρηση Ίδιων Κεφαλαίων, ανάλογων με την πιστοληπτική ικανότητα των δανειζομένων επιχειρήσεων, αφετέρου διαφοροποιεί αντίστοιχα τις συνθήκες παροχής των δανείων. Έτσι, οι μικρότερες επιχειρήσεις όχι μόνο είναι υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις (εάν τυχόν ο δανεισμός τους απαιτεί τη διατήρηση υψηλότερου ποσοστού Ιδίων Κεφαλαίων) λιγότερο επιθυμητές από τις τράπεζες, αλλά και σε δυσμενέστερη θέση από τις μεγάλες, αφού πληρώνουν συνήθως υψηλότερα επιτόκια (ανταγωνιστικό μειονέκτημα – η «στατιστική» αντιμετώπιση των δανείων από τη «Βασιλεια ΙΙ» δημιουργεί επί πλέον προβλήματα). Εκτός αυτού, δεν είναι σε θέση να χρησιμοποιήσουν τόσο εύκολα άλλες μορφές χρηματοδότησης, όπως οι μεγάλες επιχειρήσεις. Για παράδειγμα, δεν έχουν υψηλό cash flow για τις επενδύσεις τους, δεν μπορούν να εκδώσουν ομόλογα, δεν είναι εύκολη η εύρεση επενδυτών για αύξηση των ιδίων κεφαλαίων τους, η εισαγωγή μετοχών στο χρηματιστήριο κοστίζει δυσανάλογα, η χρήση του Leasing δεν καλύπτει όλες τις ανάγκες τους κλπ. Επομένως η κρίση, τόσο μέσω των νέων τραπεζικών κανόνων, όσο και της αρνητικής οικονομικής ανάπτυξης, «συνεισφέρει» τα μέγιστα στη δημιουργία ακόμη μεγαλύτερων πολυεθνικών επιχειρήσεων, με κατεύθυνση την πλήρη επικράτηση των μονοπωλίων (ένας δεύτερος, εξ ίσου μεγάλος κίνδυνος αυτό-κατάλυσης του καπιταλισμού). Κατά την άποψη μας, η έλευση της «πιστωτικής παγίδας» μπορεί να εμποδιστεί μόνο εάν η Πολιτεία, μέσω της κεντρικής τράπεζας της ή των κρατικών εμπορικών, χρηματοδοτήσει απ’ ευθείας τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις (μέχρι 500 άτομα προσωπικό – μέχρι 50 εκ. € ετήσιο τζίρο), με όρους που θα διευκολύνουν τις επενδύσεις και την ανάπτυξη εκ μέρους τους. Εάν κάτι τέτοιο επιτευχθεί, σε συνδυασμό με την ορθολογική αύξηση των δημοσίων επενδύσεων (Keynes) και τη λογική καταναλωτική «συγκράτηση» των πολιτών, τότε είναι δυνατόν να αποφευχθεί ο δεύτερος και απειλητικότερος γύρος της κρίσης. Ο δεύτερος αυτός «γύρος» περιμένει προφανώς στη «στροφή του διαβόλου» - στο χρονικό σημείο εκείνο δηλαδή που ενδεχομένως θα διαπιστώσουν οι τράπεζες τις επόμενες ζημίες τους: όχι αυτές από τα τοξικά ομόλογα, αν και έχει «αποσβεσθεί» μόνο ένα μέρος τους, αλλά από την τρέχουσα λειτουργία τους. Σύμφωνα με τα μέχρι σήμερα δεδομένα, αυτό θα συμβεί μετά το Σεπτέμβρη του 2009, ενώ θα είναι φυσικά διαφορετικής «ποιότητας» σε κάθε χώρα. Ο πιθανός συνδυασμός του γεγονότος αυτού με τη λήξη ομολογιακών και λοιπών δανείων κάποιων μεγάλων αλλά προβληματικών επιχειρήσεων (επί πλέον στη χώρα μας με τις μεταχρονολογημένες επιταγές), θα μπορούσε να είναι αρκετά επώδυνος για την ευρύτερη Οικονομία. Παρέμβαση Για όσους θεωρούν ότι η κρίση που μας εξήγαγαν οι αμερικανοί βρίσκεται στο τέλος της και ότι η αύξηση της «επί πιστώσει υπερκατανάλωσης» είναι η λύση, ενώ μπορεί να διαρκέσει αιώνια, καθώς επίσης για να τεκμηριώσουμε το από πότε ήταν γνωστή στις Η.Π.Α., αναφέρουμε μέρος από το τελευταίο βιβλίο του προέδρου Ομπάμα, το οποίο εκδόθηκε το 2006: «Από τις φοροαπαλλαγές της κυβέρνησης των Η.Π.Α., το 47,4% δόθηκε στο ανώτατο 5% της εισοδηματικής κλίμακας (σ.σ. στο πλουσιότερο 5% δηλαδή και καθόλου στο υπόλοιπο 95% το οποίο, παρ’ όλα αυτά, καλείται σήμερα να πληρώσει φορολογούμενο τις ζημίες της κρίσης), το 36,7% στο ανώτατο 1% και το 15% στο ανώτατο 0,2%.......Με άλλα λόγια, η εθνική πιστωτική κάρτα χτύπησε κόκκινο, προκειμένου οι μεγαλύτεροι καρπωτές της παγκόσμιας οικονομίας να εισπράξουν ακόμη μεγαλύτερο κομμάτι της πίτας (σ.σ. εννοεί τα μονοπώλια και το πολύ μεγάλο κεφάλαιο). Μέχρι στιγμής, καταφέραμε να αποφύγουμε τις συνέπειες του δυσθεώρητου δημοσίου χρέους, επειδή οι ξένες κεντρικές τράπεζες – ιδίως η τράπεζα της Κίνας – επιθυμούν να εξακολουθούμε να αγοράζουμε τα εξαγόμενα προϊόντα τους. Όμως, η εύκολη αυτή “πίστη” δεν θα διαρκέσει για πάντα. Κάποια στιγμή οι ξένοι θα σταματήσουν να μας δανείζουν, τα επιτόκια θα ανέβουν και θα διαθέσουμε σχεδόν όλο το ΑΕΠ της χώρας μας για την αποπληρωμή τους». Βασίλης Βιλιάρδος (10.07.09)