Αρχική «ΕΞΩΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΡΥΘΜΙΣΗΣ ΟΦΕΙΛΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ»Άρθρο 01 – Σκοπός – ορισμοίΣχόλιο του χρήστη ΣΕΤΕ | 2 Μαρτίου 2017, 14:32
Υπουργείο Ανάπτυξης Νίκης 5-7, 10180, Αθήνα email: public@mnec.gr Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. |
Το υπό διαβούλευση σχέδιο νόμου του Υπουργείου Οικονομίας και Ανάπτυξης υπό τον τίτλο «Εξωδικαστικός Μηχανισμός Ρύθμισης Οφειλών Επιχειρήσεων» αποτελεί αναμφίβολα ένα πρώτο θετικό βήμα για την ενίσχυση της επιχειρηματικότητας που έχει πληγεί από την πολυετή οικονομική ύφεση, καθώς επίσης και για την προώθηση των εναλλακτικών μεθόδων διαχείρισης των διαφορών. Αποτελεί ένα νέο σύστημα διαχείρισης και διευθέτησης των διογκωμένων λόγω της κρίσης επιχειρηματικών οφειλών και συνιστά την πρώτη ολοκληρωμένη απόπειρα παροχής «δεύτερης ευκαιρίας» στους επιχειρηματίες που πλήττονται, δίνοντας τη δυνατότητα ολιστικής αντιμετώπισης του φαινομένου της «υπερχρέωσης» των επιχειρήσεων με βασικό κριτήριο τη βιωσιμότητα της επιχείρησης και την προοπτική συνέχισης της λειτουργίας της. Επιπλέον, θετική κρίνεται η προσφυγή σε εξωδικαστικό μηχανισμό με την αξιοποίηση διαπιστευμένων διαμεσολαβητών ως συντονιστών, ως του πλέον ενδεδειγμένου τρόπου εξωδικαστικής ρύθμισης των οφειλών, χωρίς την ανάγκη προσφυγής στα Δικαστήρια. Επί ειδικότερων διατάξεων και ρυθμίσεων του εν λόγω σχεδίου νόμου, προτείνονται τα ακόλουθα: Α. Ως προς το πεδίο εφαρμογής και τα κριτήρια επιλεξιμότητας: Με βάση τις διατάξεις του σχεδίου νόμου, δεν δύναται να υπαχθεί στις ρυθμίσεις πρόσωπο το οποίο έχει ήδη προβεί σε ρύθμιση κάποιων οφειλών του (λ.χ έναντι της φορολογικής διοίκησης). Κάτι τέτοιο οδηγεί σε «άνιση» μεταχείριση των επιχειρηματιών, δεδομένου ότι με τον τρόπο αυτό «ευεργετούνται» εκείνοι οι οποίοι έχουν μόνο αρρύθμιστες οφειλές, ενώ εκείνοι που τις εξοφλούν εν όλω ή εν μέρει, ή επέδειξαν σχετική βούληση να ρυθμίσουν τις οφειλές τους και να είναι κατά το δυνατόν συνεπείς έναντι φορολογικών/διοικητικών αρχών ή πιστωτικών ιδρυμάτων, αποκλείονται. Ως εκ τούτου, προτείνεται η δυνατότητα υπαγωγής στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του σχεδίου νόμου να επεκταθεί και στους επιχειρηματίες που έχουν προβεί σε ρύθμιση συγκεκριμένων οφειλών τους ακόμα και αν αυτή εξυπηρετείται, προκειμένου η φορολογική ή χρηματοπιστωτική «συνέπεια» του οφειλέτη να μην λειτουργεί ως κριτήριο «απένταξης» από τις ευεργετικές διατάξεις εξωδικαστικών μηχανισμών και να μην νοθεύεται ο ανταγωνισμός και η αρχή της ίσης μεταχείρισης αφού σκοπός της ρύθμισης αποτελεί η συνολική και όχι η μερική ρύθμιση των υποχρεώσεων και η εξυγίανση του οφειλέτη. Σύμφωνα με το άρ. 3 του σχεδίου νόμου, κριτήριο επιλεξιμότητας για την υπαγωγή του οφειλέτη στις διατάξεις της ρύθμισης, είναι: «I) αν τηρεί απλογραφικό σύστημα να έχει θετικό καθαρό αποτέλεσμα προ φόρων σε μία (1) τουλάχιστον από τις τελευταίες τρεις (3) χρήσεις πριν από την υποβολή της αίτησης ii) αν τηρεί διπλογραφικό σύστημα να πληροί μία από τις παρακάτω προϋποθέσεις σε μία (1) τουλάχιστον από τις τελευταίες τρεις (3) χρήσεις πριν από την υποβολή της αίτησης (α) έχει θετικά αποτελέσματα προ τόκων, φόρων και αποσβέσεων, ή (β) έχει θετική καθαρή θέση». Δεδομένου ότι σκοπός του σχεδίου νόμου είναι η εξασφάλιση της βιωσιμότητας του οφειλέτη, προτείνεται το εν λόγω κριτήριο να μην συνιστά on/off κριτήριο επιλεξιμότητας του οφειλέτη και άρα κριτήριο αποκλεισμού από τη διαδικασία, και αυτό διότι τα τελευταία τουλάχιστον τρία (3) χρόνια σχεδόν το σύνολο των επιχειρήσεων της χώρας έχει πληγεί βαρύτατα από την οικονομική και χρηματοπιστωτική κρίση και μεγάλη μερίδα των επιχειρήσεων είναι δεδομένο ότι δεν παρουσιάζει «θετικό» πρόσημο σε καμία των τελευταίων τριών (3) χρήσεων. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να αναχθεί σε κρίσιμο στοιχείο της επιλεξιμότητας υπαγωγής στη διαδικασία. Αντίθετα, θα μπορούσε το στοιχείο αυτό να εξετάζεται από τους συμμετέχοντες στη διαδικασία της εξωδικαστικής ρύθμισης και να συναξιολογείται κατά τη διαδικασία της διαπραγμάτευσης και της εκπόνησης της αξιολόγησης της βιωσιμότητας του άρ. 11. Εναλλακτικά, θα μπορούσε το εν λόγω κριτήριο επιλεξιμότητας να επεκταθεί στις πέντε (5) τελευταίες διαχειριστικές χρήσεις πριν την υποβολή της αίτησης, αντί για τις τρεις (3). Επιπλέον, θα μπορούσε η βιωσιμότητα της επιχείρησης να μην σχετίζεται μόνο με τον δείκτη των «θετικών αποτελεσμάτων» ή της «θετικής καθαρής θέσης» της επιχείρησης, αλλά να συναξιολογείται σε συνδυασμό και με άλλους οικονομικούς δείκτες, όπως είναι λ.χ. ο κύκλος εργασιών της επιχείρησης. Σύμφωνα με τις διατάξεις του σχεδίου νόμου, αποκλείονται από τη δυνατότητα υποβολής της αίτησης για την υπαγωγή στην εξωδικαστική ρύθμιση, τα πρόσωπα εκείνα που έχουν καταδικαστεί αμετάκλητα σε κάποιο/κάποια από τα ποινικά αδικήματα της περ. δ της παρ. 3 του άρ. 2 του σχεδίου νόμου, συμπεριλαμβανομένης και της φοροδιαφυγής. Εκτιμάται όμως, ότι η ποινική μεταχείριση και η απαξία της συμπεριφοράς ενός οφειλέτη δεν θα πρέπει να συνδέεται στο στάδιο αυτό με την αντίστοιχη διοικητική του δυνατότητα υπαγωγής σε ρυθμίσεις μετά φορολογικών, διοικητικών και άλλων αρχών. Η διαδικασία άλλωστε αναδιάρθρωσης και ρύθμισης οφειλών στόχο έχει να εξυγιάνει και όχι να αποκλείσει δυνάμενους να υπαχθούν σε αυτή. Ως εκ τούτου δεν μπορεί να αποτελεί κριτήριο «αποκλεισμού» από τη συμμετοχή του στη διαδικασία της εξωδικαστικής ρύθμισης της οφειλής, το ποινικό μητρώο του οφειλέτη, ενώ επουδενί δεν προτείνεται τυχόν υπαγωγή σε ρύθμιση να επηρεάζει με αυτοτελή τρόπο την ποινική του μεταχείριση. Ομοίως, κρίνεται ότι δεν χωρεί λόγος αποκλεισμού επί επιχειρήσεων που βρίσκονται σε στάδιο λύσης ή εκκαθάρισης ή πτώχευσης και οι οποίες λόγω της συγκεκριμένης κατάστασης θα μπορούσαν υπό τις προϋποθέσεις υπαγωγής στη ρύθμιση να αναβιώσουν. Με τον τρόπο αυτό αποκλείεται μια σειρά από επιχειρήσεις στις οποίες θεωρούμε ότι πρέπει να δοθεί η επί της αρχής «δεύτερη ευκαιρία» να διασώσουν την επιχείρησή τους, εφόσον λόγος ‘’αναστολής λειτουργίας’’ κατά τα ανωτέρω αποτέλεσε η αδυναμία ρύθμισης των οφειλών της, υπό το προηγούμενο καθεστώς. Σύμφωνα με την παρ. 5 του άρ. 2 του σχεδίου νόμου: «Δεν υποβάλλεται αίτηση υπαγωγής στη διαδικασία εξωδικαστικής ρύθμισης του παρόντος νόμου, σε περίπτωση που οι απαιτήσεις ενός πιστωτή υπερβαίνουν ποσοστό 85% των συνολικών απαιτήσεων κατά του οφειλέτη. Για την εφαρμογή του προηγούμενου εδαφίου το Ελληνικό Δημόσιο και οι Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης λογίζονται ως δύο πιστωτές». Με τον τρόπο αυτό αποκλείονται αυτομάτως από τη διαδικασία της εξωδικαστικής ρύθμισης, οι επιχειρήσεις των οποίων, οφειλές σε ποσοστό μεγαλύτερο του 85% αφορούν απαιτήσεις ενός πιστωτή, όπως λ.χ. μίας τράπεζας, ή της εφορίας, ή ενός ασφαλιστικού φορέα. Θεωρούμε ότι πρόκειται για μη δικαιολογημένη δικαιοπολιτικά ρύθμιση, που οδηγεί σε «άνιση» μεταχείριση των επιχειρήσεων και ως εκ τούτου, ο εν λόγω περιορισμός προτείνεται να απαλειφθεί. Γενικότερα, θεωρούμε ότι βασική στόχευση του σχεδίου νόμου πρέπει να είναι η όσο το δυνατόν μεγαλύτερη διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής του, προκειμένου να δύνανται επί της αρχής, να υπαχθούν όσο το δυνατόν περισσότερες επιχειρήσεις που πλήττονται από την οικονομική κρίση, προκειμένου να αξιολογηθεί και εξεταστεί για κάθε μία από αυτές ad hoc στη συνέχεια η εξασφάλιση της βιωσιμότητάς τους, που αποτελεί ούτως η άλλως κυρίαρχο σκοπό του νομοθετήματος. Β. Ως προς τις συνέπειες της εξωδικαστικής ρύθμισης για τον οφειλέτη: Προτείνεται, εφόσον η διαδικασία της διαπραγμάτευσης του άρ. 8 ολοκληρωθεί επιτυχώς και υπογραφεί η σύμβαση αναδιάρθρωσης, να παρέχεται η δυνατότητα στον οφειλέτη να απολαμβάνει χωρίς αποκλεισμό την παροχή τραπεζικών προϊόντων, όπως λχ. κεφάλαιο κίνησης, προεξόφληση επιταγών, κοκ, να συμμετέχει σε χρηματοδοτικά προγράμματα, να επιτραπεί η εφεξής συμμετοχή του σε προγράμματα χρηματοδότησης ΕΣΠΑ, ή άλλων κοινοτικών ή εθνικών πόρων, και εν γένει να εξασφαλιστεί νομοθετικά η αναστολή όλων των δυσμενών σε βάρος του μέτρων συνεπεία της προτέρας της σύμβασης αναδιάρθρωσης συμπεριφοράς του οφειλέτη. Με τον τρόπο αυτό, θα επέλθουν άμεσα αλλά κυρίως ουσιαστικά οι «ευεργετικές» συνέπειες της εξωδικαστικής ρύθμισης των οφειλών μια επιχείρησης, καθόσον η επαναφορά της επιχείρησης στην τραπεζική και χρηματοοικονομική αλυσίδα αποτελεί κρίσιμη συνισταμένη για την περαιτέρω ενίσχυση της βιωσιμότητας και της ρευστότητάς της. Στο πνεύμα αυτό, προτείνεται η ρητή πρόβλεψη της δυνατότητας λήψης ασφαλιστικής και φορολογικής ενημερότητας, μετά την υπογραφή της σύμβασης αναδιάρθρωσης, καθώς επίσης και η άμεση διαγραφή ή αναστολή των δυσμενών συνεπειών εγγραφής από τη λίστα οφειλετών του Τειρεσία, για τον οφειλέτη για τον οποίο υπογράφεται η σύμβαση αναδιάρθρωσης και για όσο χρόνο τηρείται η τελευταία. Γ. Ως προς τη διαδικασία της ρύθμισης: Προτείνεται η πρόβλεψη ειδικής εξειδικευμένης διαδικασίας διαμεσολάβησης προκειμένου για οφειλές μεγάλων ποσών. Η ρύθμιση των οφειλών μεγάλων ποσών απαιτεί εξειδικευμένη εμπειρία και κατάρτιση των συμμετεχόντων στη διαδικασία της εξωδικαστικής ρύθμισης, ως εκ τούτου προτείνουμε τη δημιουργία ειδικού μητρώου συντονιστών, με αυξημένη επαγγελματική και επιστημονική εμπειρία για τη διεξαγωγή των διαπραγματεύσεων σε αυτήν την ειδική κατηγορία υποθέσεων. Η συγκεκριμένη κατηγορία υποθέσεων πρέπει να τύχει ειδικής μεταχείρισης, καθώς αναμένεται να μεταβάλει σε καθοριστικό βαθμό κρίσιμα στοιχεία της όλης διαδικασίας, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται η ισορροπία δυνάμεων των διαπραγματευόμενων μερών, καθώς και ο βαθμός τεχνικής συνθετότητας των σχετικών δεδομένων. Αναφορικά με τη διαδικασία επικύρωσης από το δικαστήριο της σύμβασης αναδιάρθρωσης, και δεδομένου ότι η μέχρι σήμερα εμπειρία από το νόμο 3860/2010 (περί υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων) έχει καταδείξει ότι οι σχετικές αιτήσεις ενώπιον των δικαστηρίων προσδιορίζονται προς συζήτηση ακόμη και μετά από είκοσι (20) χρόνια μετά την κατάθεση της αίτησης, προτείνεται η απαλοιφή της πρόβλεψης περί επικύρωσης της σύμβασης ενώπιον του ακροατηρίου του οικείου Πολυμελούς Πρωτοδικείου, και είτε η επικύρωση της συμφωνίας – σύμβασης αναδιάρθρωσης με μόνη την υποβολή του οικείου Πρακτικού στη Γραμματεία του αρμοδίου Πρωτοδικείου σύμφωνα με το νόμο 3898/2010, είτε η επικύρωση της συμφωνίας με Πράξη- διάταξη του αρμοδίου Πρωτοδίκη.