Αρχική Αναμόρφωση, τροποποίηση και συμπλήρωση των διατάξεων του ν. 2251/1994 για την «Προστασία των καταναλωτών»Άρθρο 01Σχόλιο του χρήστη ΕΚΠΟΙΖΩ & ΠΟΜΕΚ "Η Παρέμβαση" | 29 Ιουνίου 2017, 14:45
Υπουργείο Ανάπτυξης Νίκης 5-7, 10180, Αθήνα email: public@mnec.gr Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. |
Να προστεθεί στην περίπτωση 1) εδάφιο β ως εξής: Καταναλωτής είναι και: αα) κάθε αποδέκτης διαφημιστικού μηνύματος, ββ) κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που εγγυάται υπέρ καταναλωτή ή εφόσον κατά την παροχή εγγύησης δεν ενεργεί στο πλαίσιο της επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητάς του. Αιτιολόγηση Ο περιορισμός της έννοιας του καταναλωτή, για όλο το πλέγμα διατάξεων του Ν.2251/1994, με εξαίρεση τους ΓΟΣ (βλ. σχόλιο στο σχετικό άρθρο 2), μόνο στα φυσικά πρόσωπα (και όχι νομικά, όπως προβλεπόταν) που ενεργούν για λόγους οι οποίοι δεν εμπίπτουν στην εμπορική, επιχειρηματική, βιοτεχνική ή ελευθέρια επαγγελματική του δραστηριότητα αποτελεί ένα βήμα πίσω για την προστασία του καταναλωτή στην Ελλάδα. Ο Έλληνας νομοθέτης είχε επιλέξει τον ευρύ ορισμό του καταναλωτή ως του τελικού αποδέκτη προϊόντων και υπηρεσιών, με την επιφύλαξη ειδικότερων διατάξεων του Ν.2251/1994 που υιοθετούσαν το στενό ορισμό, λόγω ενσωμάτωσης μέγιστης εναρμόνισης Οδηγιών. Με την παρούσα τροποποίηση, υιοθετείται καταρχήν ο στενός ορισμός, με την εξαίρεση του άρθρου 2, η οποία εφαρμόζεται (κατόπιν σχετικής τροποποίησης) και σε μη καταναλωτές. Παράλληλα, απαλείφεται τελείως η πρόβλεψη ένταξης και των εγγυητών στην έννοια του καταναλωτή. Ο παραπάνω περιορισμός καταρχάς έρχεται σε αντίθεση με την τάση διεύρυνσης του ορισμού τόσο από τον ενωσιακό νομοθέτη όσο και από ορισμένες εθνικές έννομες τάξεις. Έτσι, στα προοίμια πρόσφατων Οδηγιών, παρέχεται η ευχέρεια στα κράτη μέλη να διευρύνουν την έννοια στις συμβάσεις διττού σκοπού, όπου η σύμβαση συνάπτεται για σκοπούς ευρισκόμενους εν μέρει εντός και εν μέρει εκτός των εμπορικών δραστηριοτήτων του, η δε εμπορική σκοπιμότητα είναι τόσο περιορισμένη ώστε να μην έχει εξέχουσα θέση στο γενικό πλαίσιο της σύμβασης, το εν λόγω πρόσωπο θα πρέπει επίσης να θεωρείται καταναλωτής. Παράλληλα, στην Ισπανία έχει ακολουθηθεί επίσης ο ορισμός του “τελικού αποδέκτη”, ενώ και στην Ολλανδία προστατεύονται ως καταναλωτές απέναντι σε καταχρηστικούς ΓΟΣ επιχειρήσεις που απασχολούν μέχρι 49 υπαλλήλους. Επιπλέον, διεύρυνση της έννοιας στις μικτές συμβάσεις γίνεται σε Γερμανία, Ηνωμένο Βασίλειο, Σουηδία, Φινλανδία και Δανία, ενώ ένα παρόμοιο μοντέλο ακολουθείται και στη Γαλλία. Εξάλλου, η κατάτμηση της έννοιας σε επιμέρους νομοθετήματα προστασίας του καταναλωτή δε δημιουργούσε ερμηνευτικά προβλήματα, αφού είναι απόλυτα διακριτό το πεδίο εφαρμογής κάθε επιμέρους κεφαλαίου διατάξεων και δεν υφίστανται επικαλύψεις. Ταυτόχρονα, η εφαρμογή της ευρείας έννοιας φαίνεται να έχει δικαιοπολιτικό προβάδισμα έναντι της στενής, στα πεδία συναλλαγών όπου συναντώνται στοιχεία διαπραγματευτικής ανισορροπίας και ασύμμετρης πληροφόρησης ανάμεσα στον καταναλωτή και τον προμηθευτή. Κατά κύριο λόγο όμως η κριτική εντοπίστηκε στο ότι όσοι ενεργούν για επαγγελματικούς σκοπούς δεν έχουν ανάγκη προστασίας, καθώς επιδιώκουν οικονομικό όφελος και επειδή δε συντρέχει η προϋπόθεση της διαπραγματευτικής μειονεξίας σε σχέση με τους προμηθευτές. Η άποψη όμως αυτή προφανώς δεν είναι ορθή. Αφενός, η επιδίωξη κέρδους δεν μπορεί να αφαιρέσει την ιδιότητα του καταναλωτή, καθώς η προσδοκία οφέλους υπάρχει σε κάθε οικονομική συναλλαγή, ανεξάρτητα από το πλαίσιο στο οποίο παρατηρείται. Αφετέρου, η εντός επαγγελματικού πλαισίου δραστηριότητα δεν αρκεί από μόνη της να αποτελέσει τεκμήριο έλλειψης διαπραγματευτικής μειονεξίας, αφού πολύ συχνά παρατηρούνται στοιχεία δικαιοπρακτικού ετεροκαθορισμού και έλλειψης εναλλακτικών σε συναλλαγές επαγγελματιών με προμηθευτές (πχ. με τράπεζες). Έτσι, στις τραπεζικές συναλλαγές, η προστασία ως καταναλωτή του παρέχοντος εγγύηση υπέρ επιχείρησης σε δάνειο επαγγελματικό έχει γίνει αποδεκτή ήδη από σημαντικό μέρος της νομολογίας, ενώ η ΟλΑΠ 13/2015 αποκρυσταλλώνει, πάλι με αφορμή την προστασία του εγγυητή, τις παραπάνω απόψεις, επισημαίνοντας ότι περιπτώσεις όπου δε δικαιολογείται η προστασία θα αντιμετωπιστούν ως καταχρηστικές κατ' άρθρο ΑΚ 281. Ως προς το ζήτημα του εγγυητή, θα πρέπει να σημειωθούν τα εξής. Σύμφωνα με την ισχύουσα διάταξη του άρθρου 1 παρ. 4 εδ. β περ. ββ, καταναλωτής είναι και “κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που εγγυάται υπέρ καταναλωτή, εφόσον δεν ενεργεί στο πλαίσιο της επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητάς του”. Δεδομένου μάλιστα ότι και στο παρόν σχέδιο νόμου υιοθετείται η εφαρμογή του άρθρου 2 και σε πρόσωπα που ενεργούν για επαγγελματικούς σκοπούς (άρθρο 2 παρ. 9 εδ. α σχεδίου νόμου), ελλοχεύει ο κίνδυνος ο έμπορος πρωτοφειλέτης τελικά να προστατεύεται από καταχρηστικούς ΓΟΣ ενώ ο εγγυητής που δρα εκτός του πλαισίου της επαγγελματικής του δραστηριότητας, όχι. Για το λόγο αυτό, είναι απαραίτητη η τροποποίηση του άρθρου 1 παρ. 4 εδ. β περ. ββ πάνω στη βάση της ευρείας έννοιας του ορισμού του καταναλωτή, ώστε η δεύτερη προϋπόθεση, δηλαδή η δράση εκτός επαγγελματικής δραστηριότητας, να αφορά μόνο στην περίπτωση όπου ο πρωτοφειλέτης δεν είναι ή δε θεωρείται καταναλωτής σύμφωνα με την 281 ΑΚ. Κατόπιν των παραπάνω, αν υιοθετηθεί η στενή έννοια του καταναλωτή ως καταρχήν ορισμός για το Ν.2251/1994, θα πρέπει : α) να προβλεφθεί η ευρεία έννοια σε επιμέρους κεφάλαια διατάξεων του νόμου και ειδικότερα, πέραν του άρθρου 2, στα άρθρα 5-8 και β) να παραμείνει η συμπερίληψη στον ορισμό και του εγγυητή, με την παραπάνω περιγραφόμενη τροποποίηση σε σχέση με την ισχύουσα διάταξη.