Αρχική Νόμος Πλαίσιο για την Εποπτεία των Οικονομικών Δραστηριοτήτων και την Εποπτεία αγοράς προϊόντωνΆρθρο 01 – ΣκοπόςΣχόλιο του χρήστη WWF Ελλάς | 9 Νοεμβρίου 2017, 11:40
Υπουργείο Ανάπτυξης Νίκης 5-7, 10180, Αθήνα email: public@mnec.gr Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. |
Το υπό διαβούλευση νομοσχέδιο δημιουργεί έντονη ανησυχία σε σχέση με τις ρυθμίσεις που επηρεάζουν ειδικά τις επιθεωρήσεις και τους ελέγχους για την τήρηση της περιβαλλοντικής νομοθεσίας. Συμπίπτει δε χρονικά με την έκδοση του π.δ. 132/2017 (ΦΕΚ Α’ 160/30.10.2017) «Οργανισμός Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας (ΥΠΕΝ), με το οποίο υποβαθμίζεται εμφανώς η κρίσιμη λειτουργία της περιβαλλοντικής επιθεώρησης, καθώς συγχωνεύεται με τους ελέγχους για τη διακίνηση και το λαθρεμπόριο καυσίμων. Ορισμένα σημεία του υπό διαβούλευση νομοσχεδίου όχι μόνο δεν προστατεύουν, αλλά υπονομεύουν σημαντικά την προστασία των αγαθών που αυτό δηλώνει πως επιδιώκει να προστατεύσει - την ασφάλεια των εργαζόμενων και των καταναλωτών, την δημόσια υγεία και το περιβάλλον. Το νομοσχέδιο ανακοινώνεται σε μία περίοδο που χαρακτηρίζεται από συνεχή υποβάθμιση των εποπτικών αρχών. Ορισμένες από αυτές στερούνται ακόμα και το ελάχιστο απαραίτητο προσωπικό για μία επιτόπια έρευνα. Θα περίμενε κανείς ότι βασική πολιτική προτεραιότητα θα ήταν η ενίσχυσή τους, ώστε να μπορούν να επιτελούν στοιχειωδώς το έργο τους. Είναι ζήτημα δημοκρατίας, ισότητας και κράτους δικαίου. 2. Όσοι συμπολίτες μας έχουν πληγεί από προβλήματα που αφορούν την δημόσια υγεία, το περιβάλλον, ή την εργασιακή ασφάλεια γνωρίζουν πόσο δύσκολη είναι η αναγνώριση των πιο βασικών τους δικαιωμάτων. Οι πολίτες αυτοί, οι οποίοι κατά κύριο λόγο ανήκουν σε ευάλωτες κατηγορίες, στις περισσότερες περιπτώσεις δυσκολεύονται να βρουν ποια ακριβώς είναι η αρμόδια εποπτική αρχή. Όταν η αρχή αυτή ανευρεθεί, τότε υπάρχει συχνά μία ακραία απροθυμία ή αδυναμία να αναληφθούν ακόμα και οι πιο επιβεβλημένες ελεγκτικές δράσεις. Συνεπώς, θα περίμενε κανείς ότι το νομοσχέδιο, το οποίο επικαλείται και την αρχή της ισότητας (άρθρο…), θα ισχυροποιούσε την θέση των πολιτών αυτών. Ορισμένα σημεία του νομοσχεδίου διαπνέονται από την παράξενη αντίληψη ότι η τήρηση της νομιμότητας – και μάλιστα σε απολύτως κρίσιμα πεδία, όπως η ασφάλεια, η υγεία και το περιβάλλον- έχει αρνητικές επιπτώσεις στην «ανάπτυξη των δραστηριοτήτων». Δεν υπάρχει η παραμικρή ένδειξη για αυτό: αντίθετα, η διεθνής βιβλιογραφία δείχνει, χωρίς καμία αμφιβολία, ότι τα ισχυρά εποπτικά πλαίσια συμβαδίζουν απόλυτα με την ανταγωνιστικότητα, την καινοτομία και την ανάπτυξη των οικονομικών δραστηριοτήτων. Δεν υπάρχει τίποτα πιο βλαπτικό για την οικονομική δραστηριότητα και τον ανταγωνισμό από την ανοχή στην παρανομία. Το νομοσχέδιο ανακοινώνεται σε μία περίοδο που χαρακτηρίζεται από συνεχή υποβάθμιση των εποπτικών αρχών. Ορισμένες από αυτές στερούνται ακόμα και το ελάχιστο απαραίτητο προσωπικό για μία επιτόπια έρευνα. Θα περίμενε κανείς ότι βασική πολιτική προτεραιότητα θα ήταν η ενίσχυσή τους, ώστε να μπορούν να επιτελούν στοιχειωδώς το έργο τους. Είναι ζήτημα δημοκρατίας, ισότητας και κράτους δικαίου. Όσοι πολίτες έχουν πληγεί από προβλήματα που αφορούν την δημόσια υγεία, το περιβάλλον, ή την εργασιακή ασφάλεια γνωρίζουν πόσο δύσκολη είναι η αναγνώριση των πιο βασικών τους δικαιωμάτων. Οι πολίτες αυτοί, οι οποίοι κατά κύριο λόγο ανήκουν σε ευάλωτες κατηγορίες, στις περισσότερες περιπτώσεις δυσκολεύονται να βρουν ποια ακριβώς είναι η αρμόδια εποπτική αρχή. Όταν η αρχή αυτή ανευρεθεί, τότε υπάρχει συχνά μία ακραία απροθυμία ή αδυναμία να αναληφθούν ακόμα και οι πιο επιβεβλημένες ελεγκτικές δράσεις. Συνεπώς, θα περίμενε κανείς ότι το νομοσχέδιο, το οποίο επικαλείται και την αρχή της ισότητας, θα ισχυροποιούσε τη θέση των πολιτών αυτών. Ορισμένα σημεία του νομοσχεδίου διαπνέονται από την παράξενη αντίληψη ότι η τήρηση της νομιμότητας – και μάλιστα σε απολύτως κρίσιμα πεδία, όπως η ασφάλεια, η υγεία και το περιβάλλον- έχει αρνητικές επιπτώσεις στην «ανάπτυξη των δραστηριοτήτων». Δεν υπάρχει η παραμικρή ένδειξη για αυτό: αντίθετα, η διεθνής βιβλιογραφία δείχνει, χωρίς καμία αμφιβολία, ότι τα ισχυρά εποπτικά πλαίσια συμβαδίζουν απόλυτα με την ανταγωνιστικότητα, την καινοτομία και την ανάπτυξη των οικονομικών δραστηριοτήτων. Δεν υπάρχει τίποτα πιο βλαπτικό για την οικονομική δραστηριότητα και τον ανταγωνισμό από την ανοχή στην παρανομία. Το νομοσχέδιο περιστρέφεται γύρω από δυο βασικές έννοιες: την έννοια της αξιολόγησης κινδύνου των οικονομικών δραστηριοτήτων και την έννοια της «υποστήριξης της συμμόρφωσης». Με βάση την αξιολόγηση κινδύνου των παραβάσεων, σχεδιάζεται όλο το σύστημα ελέγχου και εποπτείας, το οποίο δίνει έμφαση στην πληροφόρηση του εποπτευόμενου φορέα και τη συμφωνία με αυτόν. Σε ορισμένα σημεία του νομοσχεδίου, έχει λησμονηθεί ότι οι νομικές υποχρεώσεις είναι δεσμευτικές για όλους, χωρίς να χρειάζεται ούτε προηγούμενη αξιολόγηση του κινδύνου από την παράβαση, ούτε «διαπραγμάτευση» με τον παραβάτη. Με τη λογική αυτή, οι «μικρές» παραβάσεις δεν θα έπρεπε να ελέγχονται καθόλου. Πόσο μάλλον, όταν τα κριτήρια κινδύνου είναι γενικόλογα, αυτό-αναφορικά, και σε πολλές περιπτώσεις μεροληπτικά ή ακατάληπτα. Ειδικά σε περιβαλλοντικά θέματα, το άρθρο 24 επιβάλλει (και μάλιστα κατά δέσμια αρμοδιότητα) τη λήψη όλων των απαραίτητων προληπτικών και κατασταλτικών μέτρων, χωρίς προηγούμενες αξιολογήσεις κινδύνου. Φυσικά, οι πόροι των εποπτευουσών αρχών δεν είναι απεριόριστοι και χρειάζονται κανόνες για την εσωτερική οργάνωση και την ιεράρχηση των απαιτήσεων. Ωστόσο, οι κανόνες αυτοί πρέπει να υπηρετούν την αποτελεσματική συμμόρφωση, και όχι να τροποποιούν «σιωπηρά» τις ισχύουσες διατάξεις, ούτε να υποδεικνύουν έμμεσα σε κάποιους εποπτευόμενους ότι μπορούν να παραβιάζουν τον νόμο με σχετική ασφάλεια. Σε νομοτεχνικό επίπεδο, το νομοσχέδιο χαρακτηρίζεται από επαναλήψεις, και δυσνόητες ή αδόκιμες εκφράσεις. Παραγνωρίζεται η καθόλου ευκαταφρόνητη εμπειρία των εποπτευουσών αρχών. Τέλος, αν ληφθεί υπόψη η τεράστια σημασία του νομοσχεδίου, η διαβούλευση είναι ασφυκτικά περιορισμένη. Δεν επιθυμεί το αρμόδιο υπουργείο μία ουσιαστική ανταλλαγή απόψεων;