Αρχική Νόμος Πλαίσιο για την Εποπτεία των Οικονομικών Δραστηριοτήτων και την Εποπτεία αγοράς προϊόντωνΆρθρο 07 – Διαχείριση καταγγελιώνΣχόλιο του χρήστη WWF Ελλάς | 9 Νοεμβρίου 2017, 12:33
Υπουργείο Ανάπτυξης Νίκης 5-7, 10180, Αθήνα email: public@mnec.gr Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. |
Το νομοσχέδιο δείχνει μία ακραία δυσπιστία προς τις καταγγελίες από πολίτες. Παρόμοια δυσπιστία δεν διαφαίνεται ως προς τις κάθε είδους πληροφορίες και αναφορές που υποβάλλουν οι εποπτευόμενοι φορείς. Για παράδειγμα, είναι γνωστό ότι υπάρχουν και εποπτευόμενοι φορείς που μπορεί να είναι αναξιόπιστοι, ή να υποβάλλουν καταχρηστικά αιτήματα ή αναφορές στις εποπτεύουσες αρχές. Θα έπρεπε, κατ΄ ελάχιστον, να προβλεφθεί ότι οι εποπτευόμενες αρχές αξιολογούν με τον ίδιο τρόπο όλες τις πληροφορίες που λαμβάνουν, ανεξάρτητα από την προέλευσή τους. β) Το νομοσχέδιο χάνει μία χρυσή ευκαιρία να καθιερώσει τον θεσμό των καταγγελιών δημοσίου συμφέροντος (whistle-blowing) και για τα θέματα που καλύπτει. Διεθνώς, οι whistle-blowers έχουν σημαντική συνεισφορά στη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις ασφάλειας και προστασίας του περιβάλλοντος και της δημόσιας υγείας. Εννοείται ότι και οι πληροφορίες αυτές θα πρέπει να αξιολογηθούν από τις εποπτεύουσες αρχές. γ) Σε κάθε περίπτωση, η εποπτεύουσα αρχή, όπως το σύνολο της διοίκησης, δεσμεύεται από τον ΚΔΔ (βλ. σχετική αναφορά στην 6η παράγραφο). Αυτό έχει σημασία, διότι ο ΚΔΔ (και η υπόλοιπη εφαρμοστέα νομοθεσία) προβλέπει προθεσμίες και άλλους όρους για τον χειρισμό αιτήσεων των πολιτών. Ειδικότερα: 1. Κατά την 3η παράγραφο, «η καταγγελία καταρχήν υποβάλλεται επώνυμα». Ως γενική αρχή, αυτή είναι σωστή. Ωστόσο, το νομοσχέδιο πρέπει να προστατεύσει και το δικαίωμα των πολιτών να απευθύνονται στις αρχές: στα θέματα που καλύπτει το νομοσχέδιο, μπορεί να ασκηθούν ποικιλότροπες πιέσεις, οι οποίες μπορεί να φθάσουν μέχρι την απόλυση ή την απειλή (ή την άσκηση) βίας, για την αποσιώπηση (ή αποτροπή) των καταγγελιών. Στις περιπτώσεις αυτές, η διευκόλυνση των καταγγελιών και η προστασία όσων τις υποβάλλουν, αποτελεί προτεραιότητα και εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον. Για τον λόγο αυτόν, θα πρέπει να προβλέπεται η δυνατότητα του καταγγέλλοντα να ζητά να μη δημοσιοποιηθεί το όνομά του, και ότι η εποπτεύουσα αρχή δεσμεύεται στην περίπτωση αυτή να τηρήσει των ανωνυμία. Εμπιστευτικές καταγγελίες (με την έννοια αυτή) θα πρέπει να αντιμετωπίζονται ισότιμα με τις επώνυμες. 2. Η 4η παράγραφος περιλαμβάνει τα κριτήρια που «δύνανται» να διέπουν την αξιολόγηση των καταγγελιών. Είναι σαφές ότι κακόβουλες και επαναλαμβανόμενες (πιεστικές) καταγγελίες πρέπει να αποτρέπονται. Είναι επίσης σαφές, ότι κάθε καταγγέλων πρέπει να συγκεντρώσει ορισμένα ελάχιστα αποδεικτικά στοιχεία, προκειμένου να θεμελιώσει την «εκ πρώτης όψεως» βασιμότητα της καταγγελίας. Για τους σκοπούς αυτούς, η θέσπιση οδηγών για τους πολίτες, και η παροχή υποδείξεων προς αυτούς είναι επιβεβλημένη. Ωστόσο: (α) Τα κριτήρια αξιολόγησης που υιοθετεί κάθε εποπτεύουσα αρχή πρέπει να δημοσιεύονται με πράξη που συνεπάγεται την «αυτοδέσμευσή» της. Αυτό μπορεί να γίνει στα πλαίσια της πληροφόρησης (άρθρο 9.1.3) ή του σχεδιασμού του ελέγχου (άρθρο 6). (β) Το κριτήριο 4.11 («αξιοπιστία» του καταγγέλοντα και «συγκεκριμένα… εάν έχει θιγεί από την φερόμενη παράβαση») πρέπει να διαγραφεί. Πρώτον, διότι αποτελεί «δίκη προθέσεων», και μάλιστα χωρίς εγγυήσεις για τον «κατηγορούμενο» πολίτη. Δεν είναι επιτρεπτό η εποπτεύουσα αρχή να αντιμετωπίζει τα θύματα (ακόμα και αν πλανώνται για τα δικαιώματά τους) ως θύτες. Αντίθετα, θα έπρεπε να στέκεται στο πλευρό όσων θίγονται από τις πολύ σημαντικές παραβάσεις που αφορά το νομοσχέδιο. Δεύτερον, και ίσως το σημαντικότερο: η μαρτυρία όσων «θίγονται» από τις παραβιάσεις είναι μία πολύτιμη πηγή πληροφοριών για την εποπτεύουσα αρχή. Εάν η εποπτεύουσα αρχή υποχρεώνεται να αγνοήσει τη μαρτυρία ενός παθόντα (σε θέματα υγείας ή ασφάλειας), ή τη μαρτυρία ενός περίοικου (σε θέματα περιβάλλοντος), τότε είναι απίθανο ότι θα στοιχειοθετηθεί ποτέ ικανοποιητικά έστω και μία παράβαση. (γ) Τα κριτήρια 4.5 και 4.6 είναι ασαφή. Πώς ακριβώς επιδρά ο χρόνος και η επαναληψιμότητα στην αξιολόγηση των καταγγελιών; (δ) Επειδή η «ολοκληρωμένη κατάθεση περιστατικού» είναι εξαιρετικά δύσκολη για τους πολίτες (και σε όλες τις περιστάσεις), προτείνεται η αναδιατύπωση του σημείου 4.3 ως εξής: «4.3 η κατάθεση των απαραίτητων στοιχείων που επιτρέπουν την διεξαγωγή επιτόπιας ή μη έρευνας…» 3. Η 6η παράγραφος (σε συνδυασμό με την 5η) σημαίνει, σε τελική ανάλυση, ότι η εποπτεύουσα αρχή έχει πάντοτε διακριτική ευχέρεια για την εκτέλεση επιτόπιων ελέγχων. Αυτό είναι λάθος από πολλές απόψεις. Πρώτον, κατά την διεθνή βέλτιστη πρακτική (βλ. άρθρο V Σύστασης 2001/331), οι εποπτεύουσες αρχές «θα πρέπει να εξασφαλίζουν ότι οι επιτόπιες επισκέψεις εκτελούνται τακτικά από τις αρχές επιθεώρησης ως µέρος των συνήθων περιβαλλοντικών τους επιθεωρήσεων». Δεύτερον, πάλι κατά την διεθνή πρακτική, και τουλάχιστον για τις πλέον επικίνδυνες δραστηριότητες, η υποχρέωση επιτόπιων ελέγχων προκύπτει σε πολλές περιπτώσεις από την ειδική νομοθεσία (π.χ., την οδηγία Seveso, νομοθεσία για τις βιομηχανικές εκπομπές). Τρίτον, διότι η αρχή οφείλει σε κάθε περίπτωση να διασφαλίσει την αποτελεσματικότητα της εποπτείας, οπότε η διακριτική της ευχέρεια δεν μπορεί να είναι απεριόριστη και ανέλεγκτη. Σε κάθε περίπτωση, η εποπτεύουσα αρχή είναι υποχρεωμένη να διεξαγάγει επιτόπιο έλεγχο, εκεί που το επιβάλλει η αποτελεσματικότητα του ελέγχου. 4. Όπως η εποπτεύουσα αρχή πληροφορεί τους εποπτευόμενους, έτσι πρέπει να απαντά και στις καταγγελίες των πολιτών, εξηγώντας (αν χρειάζεται) το πλαίσιο και τους περιορισμούς της εποπτείας.