Αρχική Νόμος Πλαίσιο για την Εποπτεία των Οικονομικών Δραστηριοτήτων και την Εποπτεία αγοράς προϊόντωνΆρθρο 01 – ΣκοπόςΣχόλιο του χρήστη ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΡΙΟ ΠΟΛΙΤΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΕΙΦΟΡΟ ΑΝΑΠΤΥΞΗ-CISD | 10 Νοεμβρίου 2017, 03:34
Υπουργείο Ανάπτυξης Νίκης 5-7, 10180, Αθήνα email: public@mnec.gr Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. |
Η ύπαρξη συστημάτων επιθεώρησης και η αποτελεσματική εκτέλεση των επιθεωρήσεων αποτελούν αποτρεπτικό παράγοντα περιβαλλοντικών και άλλων παραβιάσεων, αφού δίνουν την εξουσία στις αρχές να εντοπίζουν τις παραβάσεις της νοµοθεσίας και να επιβάλλουν αποτρεπτικές ποινές και κυρώσεις. Αυτό έχει περίτρανα αποδειχθεί σε όλα τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και στη χώρα μας ιδιαίτερα κατά τις περιόδους που οι υφιστάμενοι μηχανισμοί ελέγχου βρίσκονται σε πλήρη λειτουργία. Οι επιθεωρήσεις αποτελούν τον απαραίτητο κρίκο της κανονιστικής αλυσίδας και ένα κατεξοχήν αποτελεσματικό εργαλείο για τη συμμόρφωση στην υφιστάμενη κοινοτική και εθνική νομοθεσία σε όλη την Κοινότητα και για την αποφυγή στρεβλώσεων του ανταγωνισµού. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, με τις κατά καιρούς Εκθέσεις αξιολόγησης της εφαρμογής των κοινοτικών οδηγιών, έχει επισημάνει τις μεγάλες διαφορές που παρατηρούνται στα συστήµατα και τους µηχανισµούς επιθεώρησης των κρατών µελών, όχι µόνο σε ότι αφορά στις δυνατότητες που έχουν για την εκτέλεση εργασιών επιθεώρησης αλλά επίσης σε ότι αφορά στην εµβέλεια και το περιεχόµενο των αναλαµβανοµένων εργασιών επιθεώρησης. Ακόμη δε και στην ίδια την ύπαρξη των εργασιών επιθεώρησης σε ορισµένα κράτη µέλη, κατάσταση η οποία δεν µπορεί να θεωρηθεί ως ικανοποιητική, σε σχέση µε το στόχο της αποτελεσµατικής και συνεπέστερης υλοποίησης, πρακτικής εφαρµογής και επιβολής της κοινοτικής νοµοθεσίας, ιδιαίτερα σε θέματα που αφορούν στην περιβαλλοντική προστασία. Ο εντοπισμός και η πάταξη φαινομένων διαφθοράς και κακοδιοίκησης, η διασφάλιση της εύρυθμης και αποτελεσματικής λειτουργίας του δημόσιου τομέα και η παρακολούθηση, ο συντονισμός και η αξιολόγηση των μηχανισμών επιθεώρησης και ελέγχου συνιστούν απαραίτητες προϋποθέσεις προκειμένου να εξέλθει η Χώρα μας από την κρίση, να καλλιεργηθεί αίσθημα εμπιστοσύνης στη διοικητική λειτουργία και να ανακτήσει το κράτος την αξιοπιστία του προς τους πολίτες του αλλά και προς το εξωτερικό. Ωστόσο, η παραβατικότητα δεν είναι μόνο θέμα ελέγχων. Ακόμα και όταν αποκαλύπτεται σοβαρές παραβάσεις, οι ποινές περιορίζονται σε «πρόστιμα» αντί της απονομής δικαιοσύνης ή/και της παύσης λειτουργίας των παραβατικών δραστηριοτήτων – επιχειρήσεων. Ακόμα και τα «πρόστιμα» αποφεύγονται καθώς δεν αποτελούν ωφέλεια των πολιτών να διεκδικηθούν και ως πρόστιμα που αποτελούν ρυθμίσεις, χαρίζονται!! Συμπερασματικά πρέπει να επισημανθεί ότι στη χώρα μας ο θεσμός των ελέγχων και η λειτουργία των ελεγκτικών μηχανισμών βρίσκεται στη χαμηλότερη βαθμίδα της αποτελεσματικότητας. Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω, το CISD παρεμβαίνει στο πλαίσιο της ανοικτής διαβούλευσης σχετικά με το Νόμο – Πλαίσιο που φέρει τον τίτλο: «για την Εποπτεία των Οικονομικών Δραστηριοτήτων και την Εποπτεία αγοράς προϊόντων». Με το εν λόγω σχέδιο νόμου επιχειρείται μία εκ βάθρων αλλαγή με σκοπό τη δημιουργία ενιαίων αρχών ελέγχου, αλλά και νέων αρχών και διαδικασιών που θα διέπουν τους ελέγχους, μέσω της εισαγωγής κοινών μεθόδων και εργαλείων, αποδίδοντας έμφαση στη συμμόρφωση έναντι του αναποτελεσματικού μοντέλου της επιβολής εξαντλητικών και μη αναλογικών πολλές φορές κυρώσεων, οι οποίες οδηγούν συνήθως τους ελεγχόμενους σε προδικαστικές προσφυγές και δικαστικές ενέργειες, που επιβαρύνουν τη δημόσια διοίκηση και τη Δικαιοσύνη, στόχος καταρχήν απολύτως ορθός και αναγκαίος. Θεμιτός ο στόχος και αναγκαίος, εκ πρώτης όψης, αν ο τίτλος του ως άνω νόμου δεν προκαλούσε εύλογες απορίες: Πρόκειται για τίτλο που είτε μεταφέρθηκε λανθασμένα λόγω της μετάφρασης ξενόγλωσσων αντίστοιχων κειμένων είτε αποκαλύπτει τις πραγματικές προθέσεις του νομοθέτη. Ατυχώς η λέξη «εποπτεία» που αντικαθιστά τη λέξη «έλεγχος», καθώς και οι όροι «οικονομικές δραστηριότητες» και «αγορά προϊόντων» μεταφέρουν λάθος μήνυμα και κυρίως αδυνατίζουν το περιεχόμενο και συσκοτίζουν το αντικείμενο, σηματοδοτώντας μια άλλη αντίληψη ελέγχου. Ενός ελέγχου που περιορίζεται στην εποπτεία δραστηριοτήτων, στις οποίες μάλιστα αποδίδεται αποκλειστικά οικονομικός χαρακτήρας, έναντι του παραγωγικού και των επιπτώσεων της λειτουργίας τους σε όλους τους τομείς (ακόμη και σε περιπτώσεις που λειτουργούν σε πλήρη ευθυγράμμιση με το γράμμα του νόμου). Η εποπτεία ασκείται µε διοικητικές πράξεις του εποπτεύοντος οργάνου και µπορεί να περιλαµβάνει επεµβάσεις σχετικές είτε µε τα όργανα είτε µε τις πράξεις των οργάνων του εποπτευόµενου δηµόσιου ή ιδιωτικού φορέα. Ο έλεγχος συνίσταται αφενός στην αρµοδιότητα του οργάνου να ασκεί έλεγχο στις πράξεις του ελεγχόμενου και να δίνει οδηγίες και διαταγές σχετικές µε την εφαρμογή της νομοθεσίας και την αντίστοιχη υποχρέωση του ελεγχόμενου να εκτελεί τις διαταγές. Ο έλεγχος διακρίνεται σε προληπτικό, που ασκείται πριν από την εμφάνιση προβλημάτων, είτε µε τη µορφή συγκεκριµένων οδηγιών ή γενικών µε τις οποίες καθορίζεται ο τρόπος ενέργειας των ελεγχόμενων και κατασταλτικό, που ασκείται µετά την εκδήλωση ενός προβλήματος είτε αυτεπαγγέλτως είτε µετά από σχετική διοικητική προσφυγή, από εισαγγελική παραγγελία ή και από καταγγελία πολιτών που έχουν έννοµο συµφέρον. Η εποπτεία δεν εμπεριέχει τίποτε από τα ανωτέρω. Οι απαραίτητοι μηχανισμοί έμμεσου ελέγχου πρέπει να λειτουργούν σε ένα αποτελεσματικό και πολιτικά ανεπηρέαστο πλαίσιο που θα περιλαμβάνουν εθελοντικές αρχές και πρότυπα υπεύθυνης επιχειρηματικής συμπεριφοράς, σύμφωνης με την εφαρμοστέα νομοθεσία (έκδοση κατευθυντηρίων οδηγιών και συστάσεων, επεξεργασία κωδίκων τηρητέας στάσης και καλών πρακτικών κλπ) ή και μέσα επιβράβευσης και δημοσιοποίησης των καλών επιδόσεων και απαξίωσης αντίστοιχα των κακών πρακτικών. Και δεν φτάνει μόνο ο τίτλος για να αποπροσανατολίσει. Ακολουθεί και το περιεχόμενο με διατάξεις οι οποίες αντί να ενισχύουν και να βελτιώνουν το σημερινό ισχύον πλαίσιο, αντίθετα περιέχουν πλήθος εξαιρέσεων και συνθηκών, άλλοτε υπό τον τύπο «γενικών αρχών» και άλλοτε ως λεπτομέρειες των διαδικασιών ελέγχου, που μπορεί να τελικά να οδηγήσουν στην γενική ατιμωρησία ακόμη και των σοβαρών περιπτώσεων ρύπανσης ή υποβάθμισης του περιβάλλοντος. Το πλέον εντυπωσιακό στοιχείο είναι η διαμόρφωση ενός συστήματος εποπτείας που αντιμετωπίζει με εμφανές ισοπεδωτικό τρόπο ανόμοια αντικείμενα ελέγχου, επισύροντας έτσι μια αρνητική ομογενοποίηση η οποία όχι μόνο αδυνατίζει το στόχο, αλλά και τον αναιρεί σε αρκετές περιπτώσεις. Ειδικότερα: 1. Το νομοσχέδιο στηρίζει την εφαρμογή του σε ένα νέο μοντέλο διοίκησης για κάθε πεδίο εποπτείας (Αρχή Οργάνωσης Εποπτείας και Συντονισμού και Αρχές Εφαρμογής Εποπτείας και Διαχείρισης/ελεγκτικές αρχές) με την υποστήριξη του συντονισμού του νέου συστήματος από αρμόδια Δ/νση της Γενικής Γραμματείας Βιομηχανίας. 2. Διαμορφώνει δηλαδή μια νέα γραφειοκρατική και ασαφή δομή, τη στιγμή που αποδεδειγμένα, από την πρακτική λειτουργίας τόσων χρόνων των ελεγκτικών μηχανισμών της χώρας, η δημιουργία Αυτόνομων και παντελώς Ανεξάρτητων Ελεγκτικών Αρχών ήταν πλέον μια επιβεβαιωμένη ανάγκη. Ειδικότερα, η ίδρυση Ανεξάρτητης Αρχής περιβαλλοντικών επιθεωρήσεων, με αναφορά στη Βουλή έχει κατά καιρούς υποδειχθεί από πολιτικούς, βουλευτές, από περιβαλλοντικές οργανώσεις και από το CISD, ώστε οι περιβαλλοντικοί έλεγχοι να μην εξαρτώνται από υπουργικές υποδείξεις και κομματικές παρεμβάσεις. 3. Οι πλέον κρίσιμοι μηχανισμοί ελέγχου υποβαθμίζονται ακόμη περισσότερο χάνοντας παντελώς την αυτοτέλειά τους και τον συντονιστικό τους ρόλο προς κάθε υπηρεσία που πραγματοποιεί ελέγχους σε περιφερειακό επίπεδο. 4. Ο νομοθέτης φαίνεται να αγνοεί παντελώς όχι μόνο την ελληνική πραγματικότητα, αλλά και τη νομοθεσία και την πορεία και εξέλιξη των υφιστάμενων ελεγκτικών μηχανισμών, αφήνοντας ανοικτά τα πλέον σημαντικά ζητήματα λειτουργίας του προτεινόμενου συστήματος, εξουσιοδοτώντας την έκδοση σειράς Προεδρικών Διαταγμάτων για την εξειδίκευση των αρχών και διαδικασιών που τίθενται με το νόμο – πλαίσιο για κάθε ένα από τα πεδία εποπτείας. Προεδρικά Διατάγματα που απαιτούν μεγάλο χρονικό διάστημα έκδοσης, αν ποτέ συνταχθούν. 5. Δεν έχει ληφθεί υπόψη ότι ήδη υφίσταται σαφές νομικό πλαίσιο που καλύπτει όλες τις απαιτήσεις που θέτουν οι προτεινόμενες διατάξεις όσον αφορά τον περιβαλλοντικό & μεταλλευτικό έλεγχο καθώς οι διαδικασίες έχουν βελτιωθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια και λειτουργούν αποτελεσματικά, παρ’ όλες τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει η δημόσια διοίκηση. 6. Στο δια ταύτα μια νέα Αρχή δημιουργείται, αντί να ενδυναμώνονται οι υφιστάμενες που υπολειτουργούν, μια αρμόδια Αρχή Οργάνωσης Εποπτείας και Συντονισμού με τις αντίστοιχες Αρχές Εφαρμογής Εποπτείας και Διαχείρισης (ελεγκτικές αρχές). 7. Όσο για την υλοποίηση του νέου θεσμικού πλαισίου μέσω ενός Ολοκληρωμένου Πληροφοριακού Συστήματος Άσκησης Δραστηριοτήτων και Ελέγχων (όπως ονομάζεται ή απλά ΟΠΣ-ΑΔΕ), που προφανώς αποτελεί μια ορθή επιλογή, ο νομοθέτης παραγνωρίζει το γεγονός ότι ανάλογες πλατφόρμες έχουν ήδη προβλεφθεί από προγενέστερους νόμους και ενώ ολοκληρώθηκαν δεν τέθηκαν ποτέ σε ισχύ σε γενικευμένο πλαίσιο, αλλά μόνον για κάποιες από τις ελεγκτικές αρχές. Σε συνέχεια των προηγούμενων γενικών παρατηρήσεων και λαμβάνοντας υπόψη τον υψηλό βαθμό παραβατικής συμπεριφοράς των επιχειρήσεων (δραστηριοτήτων) του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα σε κάθε τομέα το CISD εκτιμά ότι ο υπόψη νόμος – πλαίσιο δεν ανταποκρίνεται ουδόλως στις απαιτήσεις της ελληνικής πραγματικότητας, καθώς: Διαμορφώνει ένα στρεβλό σύστημα που αποδυναμώνει, αντί να ενισχύει τον έλεγχο, αγνοώντας παντελώς τις όποιες πρόσφατες, θετικές, νομοθετικές ρυθμίσεις ιδιαίτερα στον τομέα των περιβαλλοντικών επιθεωρήσεων όπου η νομοθεσία που τις διέπει βασίζονται πάνω σε κατευθύνσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (υπό τη μορφή ελάχιστων κριτηρίων που πρέπει να εφαρμόζονται σε κοινή βάση για την πραγματοποίηση εργασιών περιβαλλοντικής επιθεώρησης στα κράτη µέλη). Με τον προτεινόμενο νόμο ακυρώνεται το περιβαλλοντικό κεκτημένο της χώρας, παρόλο που σκοπός του νόμου παρουσιάζεται ότι είναι η «βελτίωση της ευημερίας των πολιτών με την πρόληψη και τον μετριασμό των υφιστάμενων ή δυνητικών κινδύνων για την ανθρώπινη υγεία και ασφάλεια, για το περιβάλλον, το οικιστικό και πολιτιστικό περιβάλλον». Το CISD επισημαίνει ότι: Μόνο ένας ουσιαστικός, αξιόπιστος έλεγχος και σαφείς διαφανείς διαδικασίες μπορούν να εγγυηθούν το σεβασμό στη νομοθεσία και τη συμμόρφωση και όχι μια απλή εποπτεία από όργανα που θα ελέγχονται από σειρά συντονιστικών και άλλων επιτροπών, αλλά και από την εκάστοτε πολιτική ηγεσία. Για να περάσουμε σε μια κοινωνία νομιμότητας έχουμε ανάγκη από συστηματικό έλεγχο από Ανεξάρτητες και αυτοδύναμες αρχές με πλήρεις αρμοδιότητες παράλληλα με την εγκαθίδρυση ενός ικανού συστήματος έκθεσης των παρανομούντων, αλλά και επιβράβευσης των καλών πρακτικών. Ειδικότερα μάλιστα σε ότι αφορά στα θέματα περιβάλλοντος, λαμβάνοντας υπόψη τα περιβαλλοντικά εγκλήματα που συντελούνται εδώ και χρόνια στον τόπο μας που έχει οδηγήσει σε μια ανεξέλεγκτη και εκτεταμένη ρύπανση εδάφους, υπόγειων και επιφανειακών νερών, βιοποικιλότητας και σε μεγάλη περιβαλλοντική ζημιά. Κράτος δικαίου χωρίς μηχανισμούς ελέγχου και προαγωγής της νομιμότητας δεν μπορεί να υπάρξει, είναι κράτος αδειανό. Ο έλεγχος της τήρησης της περιβαλλοντικής νομοθεσίας δεν ανταγωνίζεται ούτε εμποδίζει την οικονομική ανάπτυξη, αλλά αντίθετα την ευνοεί, διαφυλάσσοντας το φυσικό και τον πολιτιστικό πλούτο της χώρας μας επάνω στον οποίο βασίζεται η ανάπτυξή της. Οι νόμιμα λειτουργούσες δραστηριότητες δεν επιβαρύνονται από τους ελέγχους αυτούς, αντίθετα, προβάλλεται η ορθή πρακτική των επιχειρήσεων που λειτουργούν νόμιμα και με σεβασμό στο περιβάλλον.