Η περ. Ε της παραγράφου 2 του άρθρου 10 του νόμου 3299/2004 (Α΄ 261), αντικαθίσταται ως εξής :
«Ε. 1. Στην απόφαση υπαγωγής στις ενισχύσεις του παρόντος καθορίζονται οι όροι και οι προϋποθέσεις κάλυψης της ίδιας συμμετοχής, καθώς και οι όροι που κρίνονται αναγκαίοι για την εξασφάλιση της υλοποίησης της επένδυσης και του δημοσίου συμφέροντος. Αν διαπιστωθεί ότι υποβλήθηκαν στην υπηρεσία ψευδή ή παραπλανητικά στοιχεία ή ότι αποσιωπήθηκαν τέτοια στοιχεία, η γνώση των οποίων θα οδηγούσε στον αποκλεισμό της υπαγωγής του επενδυτικού σχεδίου στις διατάξεις του παρόντος ή στη με διαφορετικούς όρους υπαγωγή του ή σε μη πιστοποίηση της ολοκλήρωσής του: α) εάν δεν έχει ολοκληρωθεί το επενδυτικό σχέδιο, ανακαλείται η απόφαση υπαγωγής και επιστρέφεται τυχόν χορηγηθείσα ενίσχυση ή καταπίπτει η εγγυητική επιστολή σύμφωνα με την υποπερίπτ. iii της περίπτ. α΄ της παρ. 1 του άρθρου 8, β) εάν έχει ολοκληρωθεί το επενδυτικό σχέδιο, επιστρέφεται το σύνολο της χορηγηθείσας ενίσχυσης.
2. Οι ανωτέρω κυρώσεις δεν εφαρμόζονται:
α. αν υποβλήθηκαν στην Υπηρεσία μη νόμιμα παραστατικά δαπανών, των οποίων η μη νόμιμη αξία δεν υπερβαίνει το ένα εκατομμύριο (1.000.000) ευρώ και η ενίσχυση που αφορά στη μη νόμιμη αξία αυτών δεν υπερβαίνει ποσοστό 10% επί της συνολικής ενίσχυσης που αφορά στο επενδυτικό σχέδιο. Τα παραστατικά αυτά, κατά το μέρος της μη νόμιμης αξίας τους, δεν πιστοποιούνται για την ολοκλήρωση του επενδυτικού σχεδίου. Το επενδυτικό σχέδιο ολοκληρώνεται με επιβολή κύρωσης ίσης με το διπλάσιο ποσό της ενίσχυσης που αντιστοιχεί στη μη νόμιμη αξία των παραστατικών. Η ρύθμιση αυτή δεν καταλαμβάνει περιπτώσεις πλαστών παραστατικών ή στοιχείων. Αν κατά το χρόνο διαπίστωσης των παραβάσεων η ενίσχυση έχει καταβληθεί, το ποσό ενίσχυσης που αντιστοιχεί στο διπλάσιο της μη νόμιμης αξίας των σχετικών παραστατικών ανακτάται. Η παρούσα διάταξη έχει εφαρμογή για τις διαπιστώσεις που λαμβάνουν χώρα από όργανα που είναι κατά Νόμο αρμόδια για τον έλεγχο των κατά περίπτωση στοιχείων, μετά την πρώτη εφαρμογή της.
β. αν κατά την περίοδο υλοποίησης της επένδυσης καλύφθηκε νόμιμα η ιδία συμμετοχή και τεκμηριώνεται η δυνατότητα ολοκλήρωσης της επένδυσης. Στην περίπτωση αυτή επιβάλλεται είτε η μερική παρακράτηση, είτε η μερική επιστροφή της ενίσχυσης, το ύψος της οποίας δεν μπορεί να είναι χαμηλότερο από το 10% της εγκριθείσας ενίσχυσης. Για την εκτίμηση του τελικού ύψους της μερικής παρακράτησης ή επιστροφής της ενίσχυσης λαμβάνονται υπόψη οι ειδικότερες περιστάσεις στη βάση κριτηρίων όπως ο βαθμός ολοκλήρωσης της επένδυσης σύμφωνα με τους όρους της απόφασης υπαγωγής και ο χρόνος διαπίστωσης των παραβάσεων.
3. Οι ρυθμίσεις των παραγράφων 1 και 2 εφαρμόζονται αναλόγως και για τις ρυθμίσεις των παραγράφων 4 και 7 του άρθρου 14 του Ν. 3908/2011 (Α’ 8).»