1. Στην παρ. 5 του άρθρου 44 του ν. 2717/1999 προστίθεται τρίτο εδάφιο ως εξής:
«Τέτοια υπογραφή δεν απαιτείται στις περιπτώσεις του τελευταίου εδαφίου της παρ. 6 και του δευτέρου εδαφίου της παρ. 7 του άρθρου 48 του παρόντος.»
2. Η παράγραφος 6 του άρθρου 48 του ν. 2717/1999 που είχε προτεθεί με το άρθρο 49 παρε. 1 του ν. 4055/2012 (Α’ 51) αντικαθίσταται ως εξής:
«6. Οι προβλεπόμενες από τις ανωτέρω παραγράφους επιδόσεις του δικαστηρίου προς τους διαδίκους μπορούν να γίνονται και με ηλεκτρονικά μέσα και είναι έγκυρες εφόσον τα προς επίδοση έγγραφα φέρουν προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή, κατά την έννοια του άρθρου 3 παρ. 1 του π.δ. 150/2001 και σύμφωνα με τις απαιτήσεις των άρθρων 25 έως 27 του Κανονισμού (ΕΕ) 910/2014. Τα προς επίδοση έγγραφα που έχουν διαβιβαστεί από το δικαστήριο με ηλεκτρονικά μέσα στη δηλωθείσα με το δικόγραφο ηλεκτρονική διεύθυνση, θεωρείται ότι επιδόθηκαν μετά την παρέλευση τριών εργάσιμων ημερών από την ηλεκτρονική αποστολή τους. Από την 1.1.2021, όλες οι επιδόσεις του δικαστηρίου προς τους διαδίκους γίνονται αποκλειστικά με ηλεκτρονικά μέσα σύμφωνα με τα προηγούμενα εδάφια. Εάν η χρήση ηλεκτρονικών μέσων είναι τεχνικά αδύνατη και εφόσον τούτο επιβάλλεται για λόγους επείγοντος, οι επιδόσεις μπορεί να διενεργούνται κατά τις διατάξεις των παρ. 3 και 5 του παρόντος άρθρου. Αμέσως μόλις καταστεί εκ νέου τεχνικά δυνατή η χρήση των ηλεκτρονικών μέσων, την κατά το προηγούμενο εδάφιο επίδοση ακολουθεί η επίδοση με τα μέσα αυτά.»
3. Στο άρθρο 126 του ν. 2717/1999 προστίθεται παράγραφοι 8 έως 12 ως εξής:
«8. Με την επιφύλαξη των άρθρων 26, 27 παρ. 2 και 3, 29 παρ. 2, 30 παρ. 2 περ. β΄, 32 παρ. 2, 58 παρ. 2, 126Β, 276 παρ. 4 εδάφιο α΄, καθώς και των στοιχείων της εκλογής στις ειδικές διαδικασίες των εκλογικών διαφορών, τα δικόγραφα αλλά και τα λοιπά διαδικαστικά έγγραφα κάθε είδους υποβάλλονται αποκλειστικώς με ηλεκτρονικά μέσα από 1.1.2021 και είναι έγκυρα εφόσον φέρουν προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή, κατά την έννοια του άρθρου 3 παρ. 1 του π.δ. 150/2001 και σύμφωνα με τις απαιτήσεις των άρθρων 25 έως 27 του Κανονισμού (ΕΕ) 910/2014. Τα εν λόγω δικόγραφα και έγγραφα που έχουν υποβληθεί με ηλεκτρονικά μέσα θεωρείται ότι κατατέθηκαν, εφόσον επιστραφεί στον αποστολέα του δικογράφου ή εγγράφου από το δικαστήριο ηλεκτρονική απόδειξη που φέρει προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή, κατά την ως άνω έννοια, και περιέχει και την έκθεση κατάθεσης.
9. Στα κατατιθέμενα με ηλεκτρονικά μέσα δικόγραφα ή έγγραφα επισυνάπτονται ως παραρτήματα τα στοιχεία των οποίων γίνεται επίκληση και κατάλογος των στοιχείων αυτών. Αν παράρτημα δικογράφου ή εγγράφου δεν μπορεί, λόγω της φύσεώς του, να κατατεθεί με ηλεκτρονικά μέσα, διαβιβάζεται χωριστά ταχυδρομικώς ή παραδίδεται στη γραμματεία. Το παράρτημα κατατίθεται σε ένα αντίτυπο για το δικαστήριο και σε ισάριθμα των διαδίκων αντίτυπα. Ο διάδικος που καταθέτει τα αντίτυπα αυτά βεβαιώνει ότι είναι πανομοιότυπα. Αν, λόγω του όγκου ενός στοιχείου, στο δικόγραφο ή έγγραφο που κατατίθεται με ηλεκτρονικά μέσα επισυνάπτονται μόνον αποσπάσματα, κατατίθεται στη γραμματεία το στοιχείο αυτούσιο ή πλήρες αντίγραφό του.
10. Επί ηλεκτρονικής καταθέσεως κάθε είδους δικογράφου ή εγγράφου στο δικαστήριο εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του π.δ. 40/2013 (Α΄ 75).
11. Εάν η κατάθεση δικογράφου ή εγγράφου με ηλεκτρονικά μέσα είναι τεχνικά αδύνατη, ο χρήστης ενημερώνει αμέσως για την αδυναμία αυτή τη γραμματεία με κάθε πρόσφορο μέσο, σημειώνοντας: α) το είδος του δικογράφου ή εγγράφου που επιθυμεί να καταθέσει· β) κατά περίπτωση, την προθεσμία που προβλέπεται ή έχει ταχθεί για την κατάθεση του δικογράφου ή εγγράφου· γ) τη φύση της διαπιστωθείσας τεχνικής αδυναμίας, προκειμένου οι υπηρεσίες του δικαστηρίου να εξακριβώσουν αν αυτή οφείλεται σε μη διαθεσιμότητα του ηλεκτρονικού συστήματος που χρησιμοποιεί το δικαστήριο. Σε περίπτωση επείγοντος, ο ενδιαφερόμενος καταθέτει αντίγραφο του δικογράφου ή άλλου διαδικαστικού ή σχετικού εγγράφου στη γραμματεία ή το διαβιβάζει με κάθε πρόσφορο μέσο (μέσω ταχυδρομείου, ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ή φαξ). Αμέσως μόλις καταστεί εκ νέου τεχνικά δυνατή η χρήση του ηλεκτρονικού συστήματος που χρησιμοποιεί το δικαστήριο, τη διαβίβαση αυτή ακολουθεί η κατάθεση μέσω του ηλεκτρονικού συστήματος. Το δικαστήριο ή ο πρόεδρος του οικείου δικαστικού σχηματισμού, κατά τον λόγο της αρμοδιότητάς τους, αποφαίνονται επί της αποδοχής του δικογράφου ή εγγράφου που κατατέθηκε με ηλεκτρονικά μέσα μετά τη λήξη της ταχθείσας προς τούτο προθεσμίας, λαμβάνοντας υπόψη τα στοιχεία που επικαλείται ο καταθέτων για να αποδείξει ότι ήταν τεχνικά αδύνατη η εμπρόθεσμη κατάθεση του εγγράφου αυτού με ηλεκτρονικά μέσα για λόγους που αφορούσαν στο ηλεκτρονικό σύστημα του δικαστηρίου.
12. Η επιβεβαίωση της καταθέσεως δικογράφου ή εγγράφου την οποία παρέχει το δικαστήριο δεν προδικάζει το από δικονομικής απόψεως παραδεκτό των διαβιβαζομένων εγγράφων.»
4. Στο άρθρο 129 του ν. 2717/1999 προστίθεται παρ. 7 ως εξής:
«7. Η έκθεση των απόψεων της Διοίκησης και ο φάκελος που τη συνοδεύει υποβάλλονται αποκλειστικώς με ηλεκτρονικά μέσα από 1.1.2021, και λαμβάνονται υπόψη μόνο εφόσον τα σχετικά έγγραφα φέρουν προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή, κατά την έννοια του άρθρου 3 παρ. 1 του π.δ. 150/2001 και σύμφωνα με τις απαιτήσεις των άρθρων 25 έως 27 του Κανονισμού (ΕΕ) 910/2014. Στην έκθεση απόψεων πρέπει να επισημαίνονται διακριτά τα έγγραφα που αποτελούν περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου που αποστέλλεται και περιέχουν στοιχεία στα οποία η Διοίκηση ζητά να μην επιτραπεί η πρόσβαση των λοιπών διαδίκων, για τον λόγο ότι παραβλάπτεται απόρρητο το οποίο προβλέπεται από ειδικές διατάξεις.»
5. Στο άρθρο 130 του ν. 2717/1999 προστίθεται παρ. 3 ως εξής:
«3. Από 1.1.2021, το δικαστήριο παρέχει στους διαδίκους, με τη χρήση ειδικού κωδικού, τη δυνατότητα εξ αποστάσεως πρόσβασης στα δικόγραφα ή έγγραφα που έχουν υποβληθεί ή που έχουν επιδοθεί με ηλεκτρονικά μέσα. Εξαίρεση αποτελούν τα δικόγραφα ή έγγραφα στα οποία έχει κριθεί από το δικαστήριο ότι δεν επιτρέπεται η πρόσβαση, διότι παραβλάπτεται απόρρητο το οποίο προβλέπεται από ειδικές διατάξεις. Η πρόσβαση στα δικόγραφα και στα έγγραφα κάθε υποθέσεως που έχουν υποβληθεί ή επιδοθεί με ηλεκτρονικά μέσα είναι δυνατή μέχρι της συμπληρώσεως τριμήνου από την ημερομηνία της απόφασης ή πράξης με την οποία περατώνεται η υπόθεση αυτή ενώπιον του οικείου δικαστικού σχηματισμού.»
6. Η παρ. 3 του άρθρου 195 του ν. 2717/1999 τροποποιείται ως εξής:
«3. Η κοινοποίηση γίνεται με ηλεκτρονικά μέσα σύμφωνα με τα οριζόμενα στις παρ. 6 και 7 του άρθρου 48».