Οι παράγραφοι 1 και 2 του αρθρ. 6 του ν. 4554/2018, όπως ισχύουν, αντικαθίστανται από τις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος. Η παράγραφος 3 του άρθρ. 6 του ν. 4554/2018, όπως ισχύει, τροποποιείται. Η παράγραφος 6 του άρθρ. 6 του ν. 4554/2018, όπως ισχύει, τροποποιείται ως προς το δεύτερο εδάφιο της και το άρθρο 6 του ν. 4554/2018 διαμορφώνεται ως εξής:
1. Αν, εντός δέκα (10) εργάσιμων ημερών από την ημέρα του ελέγχου, ο εργοδότης προβεί στην πρόσληψη του εργαζομένου ή των εργαζομένων που διαπιστώθηκαν ως αδήλωτοι με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας πλήρους απασχόλησης, το πρόστιμο της παραγράφου 1 του άρθρου 5 μειώνεται στο ποσό των δύο χιλιάδων (2.000) ευρώ, σε περίπτωση πρόσληψης με σύμβαση εργασίας διάρκειας τουλάχιστον δώδεκα (12) μηνών.
2.Ειδικά στις περιπτώσεις εποχικών εργασιών, όπως αυτές ορίζονται στο τρίτο εδάφιο της περίπτωσης β της παρ. 2 του άρθρου 4 του ν. 1545/1985 (Α΄ 91), το πρόστιμο της παραγράφου 1 του άρθρου 5 μειώνεται στο ποσό των πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ, σε περίπτωση πρόσληψης πλήρους απασχόλησης με σύμβαση εργασίας διάρκειας τουλάχιστον τριών (3) μηνών. Εφόσον ο χρόνος λειτουργίας της εποχικής επιχείρησης ή εκμετάλλευσης δεν επαρκεί για τη συμπλήρωση του ελάχιστα απαιτούμενου χρόνου απασχόλησης (τρίμηνο) ο εργοδότης υποχρεούται να συμπληρώσει με κατάτμηση τον υπόλοιπο χρόνο του τριμήνου κατά την επόμενη περίοδο λειτουργίας. Διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας περί υποχρέωσης επαναπρόσληψης εργαζομένων εποχικών επιχειρήσεων εξακολουθούν να ισχύουν.
3. Ο εργοδότης δεν επιτρέπεται να προβεί σε μείωση του προσωπικού από την ημερομηνία και ώρα του ελέγχου και καθ’ όλη τη διάρκεια των ως άνω περιόδων της παραγράφου 1 και 2, κατά περίπτωση.
4. Ως μείωση του προσωπικού, κατά την έννοια της παραγράφου 3, θεωρείται:
α) η μείωση του αριθμού των εργαζομένων της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης σε αριθμό μικρότερο από τον αριθμό των εργαζομένων που απασχολούνταν κατά την ημερομηνία και ώρα του ελέγχου, προσαυξημένο κατά τον αριθμό των εργαζομένων που προσέλαβε ο εργοδότης, προκειμένου να τύχει της έκπτωσης,
β) η αλλαγή του καθεστώτος απασχόλησης των εργαζομένων από πλήρη σε μερική ή εκ περιτροπής απασχόληση,
γ) η θέση εργαζομένων σε διαθεσιμότητα, δ) η εθελουσία έξοδος που γίνεται με πρωτοβουλία του εργοδότη, μέσω προγραμμάτων παροχής κινήτρων εθελούσιας εξόδου, και
ε) η οικειοθελής αποχώρηση εργαζομένου. Αν μειωθεί το προσωπικό, σύμφωνα με τις περιπτώσεις α΄, δ΄ και ε΄, ο εργοδότης υποχρεούται, εντός δεκαπέντε (15) εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία που επήλθε η μείωση, να προβεί σε νέα πρόσληψη με τους ίδιους όρους εργασίας, ώστε να διατηρηθεί σταθερός ο αριθμός των εργαζομένων της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης. Το διάστημα που μεσολαβεί από την ημερομηνία μείωσης του προσωπικού έως αυτήν της νέας πρόσληψης, προσαυξάνει την ελάχιστη περίοδο κατά την οποία ο εργοδότης δεν επιτρέπεται να προβεί σε μείωση προσωπικού.
5. Στην έννοια της μείωσης του προσωπικού της παραγράφου 3 δεν περιλαμβάνονται:
α) η συνταξιοδότηση εργαζομένου,
β) η λήξη σύμβασης ορισμένου χρόνου που είχε συναφθεί πριν από την ημερομηνία του ελέγχου, λόγω παρόδου της συμφωνηθείσας διάρκειας,
γ) η καταγγελία της σύμβασης εργασίας ύστερα από την υποβολή μήνυσης του εργοδότη κατά εργαζομένου για αξιόποινη πράξη που τέλεσε κατά την άσκηση της εργασίας του,
δ) η φυλάκιση και ο θάνατος εργαζομένου, και
ε) η αδυναμία ανανέωσης της άδειας διαμονής και πρόσβασης στην αγορά εργασίας αλλοδαπού εργαζομένου.
6. Το δικαίωμα της έκπτωσης παρέχεται εφόσον ο εργοδότης αποδεχθεί το πρόστιμο και παραιτηθεί από την άσκηση των προβλεπόμενων ένδικων βοηθημάτων. Δικαίωμα έκπτωσης δεν παρέχεται όταν ο εργοδότης είναι υπότροπος, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 5.
7. Σε περίπτωση μείωσης του προσωπικού, κατά παράβαση των διατάξεων του παρόντος, βεβαιώνεται σε βάρος του εργοδότη για κάθε αδήλωτο εργαζόμενο, κατά δέσμια αρμοδιότητα, χωρίς προηγούμενη πρόσκλησή του για παροχή εξηγήσεων, το υπολειπόμενο του αρχικού προστίμου ποσό.
Στο σύνολο του το άρθ. 60 του υπό διαβούλευση νομοσχεδίου, ουσιαστικά «πνίγει» τον εργοδότη με τις διατάξεις του και δεν εξετάζει ούτε προβλέπει τα πραγματικά περιστατικά δήθεν αδήλωτης εργασίας, τα οποία οδηγούν στην επιβολή εξοντωτικών προστίμων. Θα πρέπει να εξετάζεται κατά πόσον ο εργαζόμενος σε βάρος του οποίου καταλογίζεται το πρόστιμο, διατηρεί και ποια ακριβώς, σχέση με τους ιδιοκτήτες / εργοδότες, διότι οι περισσότερες των βεβαιωμένων περιπτώσεων καταλογισμού προστίμων για αδήλωτη εργασία, αφορούν ΣΥΓΓΕΝΙΚΑ ή ΦΙΛΙΚΑ πρόσωπα των εργοδοτών, πράγμα που σημαίνει ότι η επιχείρηση κατά κανόνα με το ζόρι τα βγάζει πέρα και η σχετική «αδήλωτη» εργασία δεν γίνεται με δόλο σε βάρος του Κράτους αλλά βοηθάει στο να κρατηθεί η επιχείρηση στα πόδια της, συνεπώς θα πρέπει να εξεταστούν όσα προανέφερα, κατά την γνώμη μου δεν πρέπει να βεβαιώνονται πρόστιμα σε φιλικά ή συγγενικά πρόσωπα εργοδοτών, ειδικά αν ληφθεί υπόψη η προγενέστερη και γενική εικόνα του εν λόγω εργοδότη προς τις υποχρεώσεις του προς το Κράτος, δηλαδή ενήμερος ΦΠΑ, ασφαλιστικών εισφορών και λοιπά, αυτοί οι εργοδότες πρέπει να επιβραβεύονται κι όχι να τιμωρούνται.
Επίσης η παρ. 6 αποτελεί πρωτοφανές δείγμα αντισυνταγματικότητας και αντιδεοντολογίας, δεν είναι δυνατόν να πρέπει ο εργοδότης να αποδεχτεί το πρόστιμο για να έχει το δικαίωμα στην έκπτωση, δεν δικαιολογείται όπως θα έπρεπε αυτή η διάταξη και αποτελεί μη σύννομη αυθαιρεσία του νομοθέτη σε βάρος των εργοδοτών με σκοπό ΝΑ ΤΟΥΣ ΕΞΟΝΤΩΣΕΙ, κατά συνέπεια πρέπει να απαλειφθεί εντελώς αυτή η παράγραφος… Ο εργοδότης, αλλά και κάθε άλλος που εμπίπτει σε σχετικές διατάξεις, θα πρέπει να έχει εκ των ουκ άνευ το δικαίωμα σε κάθε έκπτωση εφόσον πληρεί τις κατάλληλες προϋποθέσεις…