1. Η παράγραφος 10 του άρθρου 128 του ν. 4512/2018 τροποποιείται ως εξής:
«10. Ελεγκτής: α) ο δημόσιος υπάλληλος της εποπτεύουσας αρχής με αρμοδιότητα την άσκηση εποπτείας, β) κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο στο οποίο ανατίθεται, κατά παραχώρηση αρμοδιότητας από την εποπτεύουσα ή άλλη δημόσια αρχή, αρμοδιότητα άσκησης ελέγχων.»
2. Η παράγραφος 1 του άρθρου 139 του ν. 4512/2018 αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Οι έλεγχοι διεξάγονται σύμφωνα με το πρόγραμμα ελέγχων που καταρτίζεται από την εποπτεύουσα αρχή και βασίζεται στην αξιολόγηση του κινδύνου και τη συχνότητα των ελέγχων των άρθρων 137 και 138.»
3. Μετά την παράγραφο 7 του άρθρου 140 του ν. 4512/2018, προστίθεται παράγραφος 7α ως εξής:
«7α. Η εποπτεύουσα αρχή καταχωρίζει τις καταγγελίες υποχρεωτικά σε ηλεκτρονική μορφή και μεριμνά ώστε ο καταγγέλλων να δύναται να προβεί ο ίδιος απευθείας σε ηλεκτρονική καταγγελία. Εάν η καταγγελία λαμβάνεται με άλλο μέσο, η εποπτεύουσα αρχή προβαίνει στην ηλεκτρονική καταχώριση αυτής.»
4. Η παράγραφος 8 του άρθρου 140 του ν. 4512/2018 τροποποιείται ως εξής:
«8. Με απόφαση του προϊσταμένου της αρμόδιας εποπτεύουσας αρχής καθορίζονται οι διαδικασίες και τα ειδικότερα κριτήρια, πλέον αυτών της παρ. 2, και ο συνδυασμός αυτών για την αξιολόγηση της καταγγελίας και για την παραπομπή της, εφ΄ όσον αυτό κρίνεται απαραίτητο, στο επόμενο στάδιο διαχείρισης, η προτυποποιημένη μορφή της ηλεκτρονικής καταχώρισης της καταγγελίας και κάθε άλλο σχετικό θέμα.»
5. Μετά το άρθρο 130 του ν. 4512/2018 προστίθεται νέο άρθρο 130α ως εξής:
«Άρθρο 130α – Πρωτόκολλα Συνεργασίας
1. Εφόσον σε κάποιο πεδίο εποπτείας υφίσταται κεντρική ή κεντρικές αρμόδιες αρχές οι οποίες μεταβιβάζουν το σύνολο ή μέρος των αρμοδιοτήτων τους σε άλλη υπηρεσία ή φορέα, συντάσσονται υποχρεωτικά πρωτόκολλα συνεργασίας μεταξύ τους τα οποία δημοσιεύονται στον διαδικτυακό τόπο και των δύο αρχών και μνημονεύονται στην εντολή ελέγχου που επιδεικνύει ο ελεγκτής σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 148. Τα πρωτόκολλα συνεργασίας συντάσσονται με τέτοιο τρόπο ώστε μία δραστηριότητα ελέγχεται για το ίδιο ζήτημα από μία κάθε φορά αρχή.»
2. Τα πρωτόκολλα συνεργασίας του άρθρου 130α του ν. 4512/2018 εκδίδονται εντός 12 μηνών από τη δημοσίευση του παρόντος. Σε περίπτωση άπρακτης παρέλευσης της ως άνω προθεσμίας, και ελλείψει πρωτοκόλλου συνεργασίας, ο ελεγχόμενος έχει δικαίωμα να αρνηθεί τον έλεγχο ελλείψει νόμιμης εντολής ελέγχου και αρμοδιότητας κατά τα οριζόμενα στην περίπτωση της περ. β’ του άρθρου 155.»
6. Στο τέλος του άρθρου 134 του ν. 4512/2018, προστίθενται τρεις νέες περιπτώσεις κε’, κστ’ και νέο εδάφιο ως εξής:
«κε’. Εκπρόσωπο του Εθνικού Συστήματος Διαπίσευσης.
κστ . ΄Εκπρόσωπος του Εθνικού Οργανισμού Φαρμάκων.
Στις συνεδριάσεις προσκαλούνται και εκπρόσωποι των Κοινωνικών Εταίρων κατά περίπτωση. »
7. Στο άρθρο 152 προστίθεται νέες παράγραφοι 8 και 9 ως εξής:
«8. Σε κάθε εποπτεύουσα αρχή συντάσσεται μητρώο ελεγκτών το οποίο κοινοποιείται ετησίως στο αρμόδιο Υπουργείο και στην Διεύθυνση του άρθρου 133, η οποία συντάσσει ενιαίο μητρώο ελεγκτών. Στο μητρώο εντάσσεται κάθε πρόσωπο που εμπίπτει στον ορισμό του ελεγκτή όπως ορίζεται στο άρ. 128.
9. Οι ελεγκτικές αρμοδιότητες μπορούν να ασκούνται και από φυσικά ή νομικά πρόσωπα στα οποία παραχωρείται η σχετική αρμοδιότητα από την εποπτεύουσα αρχή για την υποβοήθηση του έργου τους. Τα φυσικά πρόσωπα πιστοποιούνται για το σκοπό αυτό από διαπιστευμένο φορέα και τα νομικά πρόσωπα διαπιστεύονται για την άσκηση των εκάστοτε κατά παραχώρηση αρμοδιοτήτων. Με απόφαση του καθ’ ύλην αρμόδιου Υπουργού ορίζονται οι κατά παραχώρηση αρμοδιότητες, ο τρόπος παραχώρησης, η διαπίστευση των προσώπων που αναλαμβάνουν τις σχετικές αρμοδιότητες, ο τρόπος άσκησης αυτών και κάθε άλλο σχετικό θέμα.»
8. Η περίπτωση β) του άρθρου 155 του ν. 4512/2018 τροποποιείται ως εξής:
«β. να αρνείται την υποβολή του σε έλεγχο ή σε τμήμα του ελέγχου, αν ο ελεγκτής υπερβαίνει το πεδίο εποπτείας ή το πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του.»
1. Προτείνουμε να προστεθεί ως μέλος της ομάδας διαχείρισης έργου (ΟΔΕ) για την εποπτεία, η Ελληνική Ένωση Εργαστηρίων η οποία ήταν μέλος του Συντονιστικού Συμβουλίου Εποπτείας της Αγοράς που είχε θεσμοθετηθεί με το Άρθρο 26 του ν.4072/2012 και αφαιρέθηκε από την αντίστοιχη διάταξη του άρθρου 134 του ν. 4512/2018.
Η Ελληνική Ένωση Εργαστηρίων, η οποία ιδρύθηκε το 1997, αποτελεί την επίσημη ένωση εργαστηριακών φορέων της χώρας μας και εθνικό μέλος του ευρωπαϊκού συνδέσμου εργαστηρίων – EUROLAB. Κυρίαρχος Καταστατικός σκοπός της Ελληνικής Ένωσης Εργαστηρίων είναι η προώθηση της ποιότητας των υπηρεσιών που παρέχουν τα εργαστήρια δοκιμών και διακριβώσεων, μέσω αξιόπιστων, αμερόληπτων, συγκρίσιμων και ιχνηλατήσιμων διαδικασιών μετρήσεων. Ο κύριος όγκος των ενεργών μελών της αποτελείται από εργαστήρια των δημόσιου και ιδιωτικού τομέα καθώς και πανεπιστημιακά και ερευνητικά, που είναι διαπιστευμένα από το Ε.ΣΥ.Δ. ή τηρούν σύστημα διαχείρισης της ποιότητας.
Στα πλαίσια των καταστατικών σκοπών της η Ελληνική Ένωση Εργαστηρίων ως αυτοτελής συνιστώσα της ποιότητας, προωθεί δράσεις για την υποστήριξη της υγιούς και βιώσιμης ανάπτυξης της χώρας μας, μέσω της βελτίωσης των υποδομών ποιότητας, την αποτελεσματική εποπτεία της αγοράς για την καταπολέμηση του αθέμιτου ανταγωνισμού και την προστασία του καταναλωτή ως και τις διαδικασίες για την ανάδειξη των προϊόντων και υπηρεσιών της χώρας μας. Κατά συνέπεια η Ελληνική Ένωση Εργαστηρίων έχει μεγάλη εμπειρία ώστε να συμβάλλει αποτελεσματικά στο έργο της ΟΔΕ.
2. Προτείνουμε την τροποποίηση των παραγράφων (δ) και (ε) του άρθρου 153 ως εξής:
» δ. λαμβάνουν δείγματα των ελεγχόμενων προϊόντων και άλλων υλικών της συγκεκριμένης παραγωγής, της υπηρεσίας ή του εμπορίου για ανάλυση, πραγματοποίηση δοκιμών και διεξαγωγή μετρήσεων σε διαπιστευμένα εργαστήρια, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην κείμενη νομοθεσία. Οι αρμόδιες εποπτεύουσες Αρχές μπορούν, για τις ανάγκες των εργαστηριακών ελέγχων, να συνάπτουν διμερείς συμβάσεις συνεργασίας με διαπιστευμένα εργαστήρια, στις οποίες θα καθορίζονται τα πεδία και οι κατηγορίες των δοκιμών, το αναλυτικό κόστος των αναλαμβανομένων δοκιμών, οι χρόνοι παράδοσης των αποτελεσμάτων και κάθε σχετική λεπτομέρεια.
ε. λαμβάνουν φωτογραφίες για την τεκμηρίωση του ελέγχου ή και των παραβάσεων που διαπιστώνουν, με την προϋπόθεση ότι είναι σε γνώση του ελεγχόμενου και καταγράφεται στην έκθεση ελέγχου.»
Αιτιολογία της προτεινόμενης τροποποίησης είναι η ενίσχυση της αξιοπιστίας των μετρήσεων των ελεγχόμενων προϊόντων, σε εφαρμογή του Κανονισμού (ΕΚ) 765/2008.
Οι έλεγχοι διευκολύνονται όταν προσδιορίζονται με σαφήνεια και ακρίβεια τα δικαιολογητικά που πρέπει να υποβάλλονται από τους φορείς των δραστηριοτήτων.
Κ. Κρεμαλής
Όπως και με τις ισχύουσες διατάξεις, δεν είναι καθόλου σαφές πώς επιλύονται διαφωνίες σχετικά με τα όρια του πεδίου εποπτείας ή πλαισίου αρμοδιοτήτων ελέγχου (βλ. ιδίως την 8η παράγραφο). Είναι πολύν εύκολο για τον ελεγχόμενο να αρνείται κάθε έλεγχο ελλείψει πρωτοκόλλου συνεργασίας – κάτι που, σύντομα, θα είναι ο κανόνας (πρβλ. την προτεινόμενη διάταξη του άρθ.130Α παρ. 2, όπως προστίθεται με την 5η παράγραφο). Σε τελική ανάλυση, δεν υπάρχει κανένα εχέγγυο κατά καταχρηστικών και παρελκυστικών αρνήσεων ελέγχου εκ μέρους των ελεγχόμενων, οι οποίοι μπορούν στην ουσία να ματαιώνουν κάθε εποπτική ενέργεια. Για τους λόγους αυτούς, αν θεσπιστούν οι προτεινόμενες ρυθμίσεις, κάθε δυνατότητα αιφνιδιαστικού ελέγχου χάνεται, με αποτέλεσμα την απόλυτη ατιμωρησία.
Η ευρύτατη θεσμοθέτηση των ιδιωτών ελεγκτών [βλ. παρ. 5 και 8 του άρθ. 16, καθώς και άρθ. 14, παρ. 11 έως 13, και ειδικά για ιδιώτες ελεγκτές ΜΠΕ, βλ. άρθ. 15 παρ. 5 του νομοσχεδίου], θα αποδυναμώσει περαιτέρω τις δυνατότητες ελέγχου, με ανυπολόγιστες συνέπειες για το φυσικό και πολιτιστικό περιβάλλον, την ασφάλεια, την ποιότητα των υπηρεσιών και την δημόσια υγεία. Είναι σαφές ότι το status των ιδιωτών ελεγκτών είναι αμφίβολης συνταγματικότητας, και δεν είναι σαφές ποιες είναι οι αρμοδιότητές τους. Ακόμα όμως και αν επιλυθούν οι νομικές ασάφειες, ιδιώτες που στερούνται τις στοιχειώδεις διασφαλίσεις που συνδέονται με την άσκηση δημόσιας εξουσίας θα είναι εξαιρετικά απρόθυμοι να προβούν σε αποτελεσματικούς ελέγχους. Τέλος, θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι κανόνες κατά της σύγκρουσης συμφερόντων που προτείνει το νομοσχέδιο για τους ιδιώτες ελεγκτές (ιδίως 14 παρ. 11) είναι τελείως ανεπαρκείς, και δεν αποτρέπουν την σύγκρουση συμφερόντων (κυρίως λόγω του 3ετούς περιορισμού, και της απαίτησης του «κοινού ελέγχου», η οποία δεν απαγορεύει την παροχή υπηρεσιών σε επιχειρήσεις που συμπράττουν με τους ελεγχόμενους με άλλους τρόπους).
Άρθρο 16 έλεγχος και εποπτεία
Η διαδικασία πραγματοποίησης ελέγχων για περιπτώσεις παρατυπίας από επιχειρήσεις και επιβολή προστίμων λειτουργεί ανορθόδοξα και είναι ανάγκη να αλλάξει ριζικά. Η εποπτεία να ασκείται κανονικά αλλά να δίδεται χρόνος διόρθωσης και προσαρμογής των επιχειρήσεων προς την κανονικότητα χωρίς να επιβάλλονται πρόστιμα κατά την πρώτη διαδικασία ελέγχων. Το πρόστιμο να επιβάλλεται μετά από εύλογο διάστημα και μόνο εφόσον διαπιστωθεί ότι δεν προσαρμόστηκε η επιχείρηση σύμφωνα με τις υποδείξεις του εποπτικού οργάνου. Την διαδικασία που συνιστούμε την προέβλεπαν διατάξεις της ειδικής προς τούτο νομοθεσίας η οποία δυστυχώς ουδέποτε εφαρμόστηκε.
Θεωρούμε αναγκαία για την δίκαια λειτουργία των επιχειρήσεων την αποκατάσταση της κανονικότητας που σας προτείνουμε.
Ταυτόχρονα, εστιάζοντας στα ζητήματα της περιβαλλοντικής νομοθεσίας θα πρέπει να τονιστεί και πάλι ότι αυτή δεν αποτελεί έναν απομονωμένο τομέα, αλλά αντίθετα είναι απόλυτα συνδεδεμένη με τις πολιτικές προτεραιότητες αλλά και την διοικητική ικανότητα του κράτους να προσαρμοστεί στις σύγχρονες και πιεστικές προκλήσεις.
Η σύγχρονη επιχειρηματικότητα επιδιώκει την τήρηση της περιβαλλοντικής νομοθεσίας καθώς αποτελεί εγγύηση για την ανταγωνιστική λειτουργία των κλάδων και αγορών, και την αναπτυξιακή δυναμική της οικονομίας και της κοινωνίας και για το λόγο αυτό τάσσεται υπέρ ενός αξιόπιστου συστήματος ελέγχου που θα την προάγει και θα την πιστοποιεί.
Οι σύγχρονες προκλήσεις πολλές και δεν είναι τυχαίο ότι η συμμόρφωση με την περιβαλλοντική νομοθεσία αποτελεί κυρίαρχο σημείο κάθε επενδυτικού προγραμματισμού και δέσμευση την οποία οι κοινωνικά υπεύθυνες επιχειρήσεις αναλαμβάνουν και τηρούν.
Ωστόσο, τόσο η πολυπλοκότητα, η ασάφεια της νομοθεσίας και η επικάλυψη αρμοδιοτήτων μεταξύ των φορέων, όσο και τα δραματικά ελλείμματα στελέχωσης ή και γνώσης των υπηρεσιών, επιδρούν ανασταλτικά στην αποτελεσματικότητα του κρατικού ελεγκτικού μηχανισμού. Έτσι, μεγαλώνει το έλλειμμα συμμόρφωσης με την ισχύουσα νομοθεσία, ενώ ταυτόχρονα καλλιεργείται και για τις επιχειρήσεις η αίσθηση «ανασφάλειας δικαίου», ειδικά για όσες επιδιώκουν και επενδύουν στην τήρηση των απαιτήσεων της νομοθεσίας και των δεσμεύσεων που απορρέουν από αυτή.
Αξίζει να τονιστεί ότι «το ρυθμιστικό έλλειμμα που αντιμετωπίζει η χώρα μας δεν είναι μόνο μια ποσοτική αναφορά σε ένα σημαντικό πλήθος εμποδίων, αλλά είναι πάνω από όλα μια ποιοτική αναφορά σε ένα συγκεκριμένο σύστημα παραγωγής ρυθμίσεων, σε μία συγκεκριμένη κουλτούρα του διοικείν και του συμπράττειν με την επιχειρηματική κοινότητα και την κοινωνία των πολιτών» (ΣΕΒ 2011, Έκθεση με θέμα: «Νέα Προσέγγιση για τη δημιουργία ευνοϊκού επιχειρηματικού περιβάλλοντος»).
Ως εκ τούτου είναι σαφές ότι ο τομέας του ελέγχου και της εποπτείας, ιδιαίτερα σε θέματα τήρησης της περιβαλλοντικής νομοθεσίας χρήζει ενδυνάμωσης και ουσιαστικής μέριμνας σε κάθε λεπτομέρεια προκειμένου να ενισχυθεί ο ρόλος των αρμόδιων υπηρεσιών και υπαλλήλων. Οι επιθεωρητές στον τομέα του περιβάλλοντος και άλλοι επαγγελματίες χρειάζονται τεχνογνωσία και κατάρτιση προκειμένου να είναι αποτελεσματικοί μέσα από μέτρα που θα συμβάλλουν στην αποσαφήνιση ρόλων και αρμοδιοτήτων, στην υιοθέτηση ενιαίων διαδικασιών ελέγχου και επιβολής προστίμων, κλπ., αλλά και βελτίωση της διαχείρισης των καταγγελιών από τους πολίτες ώστε να ανταποκρίνονται με τον καλύτερο τρόπο (π.χ. χρήση δορυφορικών εικόνων και άλλων πηγών γεωχωρικών δεδομένων για να εντοπίζει την παράνομη απόρριψη αποβλήτων, την παράνομη χρήση γης και άλλες παραβάσεις).
Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να υπάρξει για την καταπολέμηση του περιβαλλοντικού εγκλήματος με έμφαση στα εγκλήματα που αφορούν σε απόβλητα, τα οποία δεν καταστρέφουν μόνο το περιβάλλον (έδαφος, επιφανειακά και υπόγεια νερά, βιοποικιλότητα) αλλά υπονομεύουν και την κυκλική οικονομία, ενώ τα εγκλήματα κατά των άγριων ειδών θέτουν σε κίνδυνο τα απειλούμενα είδη.
Και όλα τα παραπάνω λαμβάνοντας υπόψη ότι οι ελλείψεις των εποπτικών και ελεγκτικών μηχανισμών έχουν ως αποτέλεσμα τη δημιουργία σημαντικών ανταγωνιστικών πλεονεκτημάτων για τους παραβάτες έναντι των επιχειρήσεων που συμμορφώνονται με τους περιβαλλοντικούς όρους, με προφανείς αρνητικές συνέπειες για το περιβάλλον και το κοινωνικό σύνολο.
Εάν συνυπολογίσομε μάλιστα και τη χρονοβόρα διαδικασία ενστάσεων κατά πιθανών προστίμων, ή σε ακραίες περιπτώσεις αναστολών αδειών, τα οποία επιβάλλονται από τους εκάστοτε επιθεωρητές και ειδικότερα λόγω των καθυστερήσεων και αναβολών που παρουσιάζονται στις διαδικασίες προσφυγών στα αρμόδια διοικητικά δικαστήρια, τότε αντιλαμβανόμαστε καλύτερα και τα σημαντικά διοικητικά και χρηματοοικονομικά κόστη.