1. Υφιστάμενοι κατά την έκδοση του παρόντος κάτοχοι άδειας επαγγελματία πωλητή, καθώς και όσοι αποκτούν άδεια δραστηριοποίησης σε λαϊκές αγορές και στάσιμο εμπόριο, καθώς και πλανόδια δραστηριοποίηση επαγγελματία πωλητή, μέσω προκήρυξης, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος, μεταβιβάζουν την άδεια με τις αντίστοιχες θέσεις δραστηριοποίησης (λαϊκές αγορές, στάσιμο εμπόριο), καθώς και την πλανόδια δραστηριοποίηση (πλανόδιο εμπόριο), ως ακολούθως:
α. σε περίπτωση αναπηρίας του κατόχου της σε ποσοστό 67% τουλάχιστον, εφόσον το ποσοστό αυτό διαγνωστεί μετά την αρχική χορήγηση της θέσης δραστηριοποίησης ή του δικαιώματος για πλανόδια δραστηριοποίηση.
Τα πρόσωπα, στα οποία μπορούν να μεταβιβαστούν, κατά τα ανωτέρω, η θέση δραστηριοποίησης και το δικαίωμα για πλανόδια δραστηριοποίηση, είναι, κατά σειρά προτεραιότητας, τα ενήλικα τέκνα, ο σύζυγος και οι αδελφοί του κατόχου αυτής.
β. Στο τέκνο ή τον/την σύζυγο. Ειδικά για τη μεταβίβαση σε σύζυγο, απαιτείται ο γάμος να υφίσταται τουλάχιστον για πέντε (5) έτη.
2. Σε περίπτωση θανάτου του κατόχου της, τη θέση αποκτούν οι ενήλικοι νόμιμοι κληρονόμοι α’ και β’ βαθμού συγγένειας.
3. Για την απόκτηση της άδειας με τις αντίστοιχες θέσεις άσκησης δραστηριοποίησης και της άδειας για πλανόδια δραστηριοποίηση επαγγελματία πωλητή υπαίθριου εμπορίου λόγω αναπηρίας, ο κάτοχος τους, εντός προθεσμίας έξι (6) μηνών από την πιστοποίηση της αναπηρίας, υποβάλλει στις αρχές αίτηση με συνημμένα: α) βεβαίωση που εκδίδεται από τις Υγειονομικές Επιτροπές των Κέντρων Πιστοποίησης Αναπηρίας (Κ.Ε.Π.Α.), στην οποία αναγράφεται το ποσοστό της αναπηρίας, β) πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης και γ) έγγραφες παραιτήσεις από κάθε δικαίωμα απόκτησης θέσης στο μέλλον, των προσώπων που δεν επιθυμούν την απόκτησή της, με θεώρηση του γνησίου της υπογραφής από αρμόδια αρχή.
4. Για την απόκτηση της θέσης άσκησης δραστηριοποίησης και του δικαιώματος για πλανόδια δραστηριοποίηση λόγω θανάτου, το πρόσωπο που πρόκειται να αποκτήσει τη θέση και το δικαίωμα δραστηριοποίησης αντίστοιχα, υποβάλλει στις αρμόδιες αρχές εντός προθεσμίας έξι (6) μηνών από την ημερομηνία θανάτου του κατόχου της άδειας, αίτηση-υπεύθυνη δήλωση της παρ. 6, μαζί με τα εξής δικαιολογητικά: α) ληξιαρχική πράξη θανάτου του αδειούχου, β) πιστοποιητικό εγγύτερων συγγενών, και γ) έγγραφες παραιτήσεις από κάθε δικαίωμα απόκτησης θέσης στο μέλλον, κατά σειρά των βαθμών συγγένειας, των προσώπων (ενήλικων τέκνων, συζύγου ή/και αδελφών) που δεν επιθυμούν την απόκτησή της, με θεώρηση του γνησίου της υπογραφής από αρμόδια αρχή.
5. Αν η αίτηση μεταβίβασης της θέσης άσκησης δραστηριοποίησης και του δικαιώματος για πλανόδια δραστηριοποίηση δεν υποβληθεί εντός των προθεσμιών των παρ. 3 και 4, η ισχύς της άδειας παύει αυτοδικαίως.
6. Το πρόσωπο που πρόκειται να αποκτήσει την άδεια με τις αντίστοιχες θέσεις άσκησης δραστηριοποίησης και την άδεια για πλανόδια δραστηριοποίηση υποβάλλει στις αρμόδιες αρχές, για τις περ. α και γ της παρ. 1, εντός της ανωτέρω οριζόμενης προθεσμίας: αίτηση-υπεύθυνη δήλωση του ν. 1599/1986 (Α’ 75), στην οποία δηλώνει ότι δεν κατέχει οποιουδήποτε τύπου άδεια ή θέση-δραστηριοποίηση υπαίθριου εμπορίου. Επίσης, υποβάλλει τα δικαιολογητικά των περ. α’ (πλην της υποπερ. αδ), γ’, ε’, στ’ της παρ. 1 και των περ. α’ και β’ της παρ. 3 του άρθρου 30.
7. Ο προκάτοχος (πλην της μεταβίβασης λόγω θανάτου) πρέπει να έχει εξοφλήσει κάθε οφειλή του προς τις αρμόδιες αρχές που δραστηριοποιούνταν, ήτοι τους φορείς λειτουργίας των λαϊκών αγορών, τον δήμο χορήγησης θέσης στάσιμου εμπορίου και την περιφέρεια χορήγησης πλανόδιας δραστηριοποίησης, κατά περίπτωση.
Στο άρθρο 34 που είναι για τις μεταβιβάσεις των αδειών της λαϊκής αγοράς αναφέρεται ότι η άδεια μεταβιβάζεται σε συγγενικό πρόσωπο α και β βαθμό αν είναι δυνατόν να προστεθεί και η μεταβίβαση σε υπάλληλο που απασχολείται στην επιχείρηση πάνω από 10 χρόνια.
Σε περιπτωση συνταξιοδωτησης τι ισχιει ; Οτι και στο θανατο ; Η οτι στην αναπηρια;
Η μεταβίβαση βάση νόμου επιτρέπεται ΜΌΝΟ σε συγγενικά πρόσωπα ενώ στον υπάλληλο που δουλεύει χρόνια ΔΕΝ ΙΣΧΎΕΙ. Με το Σύνταγμα (Άρθρο 4) η οποία λέει
«Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου, ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις». Γιατί τέτοια διάκριση;