Άρθρο 12 Πειθαρχική διαδικασία – Τροποποίηση παρ. 2 και 13 και κατάργηση παρ. 4 άρθρου 13Α ν. 3959/2011 (Άρθρο 4 παρ. 2, 3 Οδηγίας (ΕΕ) 2019/1)

 

Στο άρθρο 13Α του ν. 3959/2011 (Α’ 93), α) η περ. α) του πρώτου εδαφίου και το δεύτερο εδάφιο της παρ. 2 τροποποιούνται, β) η παρ. 4 καταργείται, γ) στην παρ. 10 προστίθεται συγκεκριμένη αναφορά στις διατάξεις του ν. 3528/2007 (Α’ 26), δ) στο τρίτο εδάφιο της παρ. 13 προστίθεται εξαίρεση για την περίπτωση διαφορετικής απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας ύστερα από άσκηση αίτησης αναστολής και το άρθρο 13Α διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 13Α
Πειθαρχική διαδικασία
1. Ο Πρόεδρος και τα μέλη του Πειθαρχικού Συμβουλίου απολαύουν πλήρους ανεξαρτησίας κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, δεν ζητούν ούτε δέχονται οδηγίες και υπέχουν υποχρέωση εμπιστευτικότητας και εχεμύθειας. Το Πειθαρχικό Συμβούλιο συνεδριάζει νομίμως με την παρουσία όλων των μελών του και αποφασίζει με απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων.
2. Ως πειθαρχικά παραπτώματα θεωρούνται: α) η σοβαρή παράβαση του παρόντος και της νομοθεσίας που διέπει τα καθήκοντα του μέλους, β) η απόκτηση ή η επιδίωξη απόκτησης αθέμιτου οικονομικού οφέλους ή ανταλλάγματος του ιδίου του μέλους ή τρίτου προσώπου κατά την άσκηση των καθηκόντων του ή εξ αφορμής αυτών και γ) η υπαίτια πρόκληση ζημίας σε βάρος του Δημοσίου ή της Επιτροπής Ανταγωνισμού. Για τα παραπάνω πειθαρχικά παραπτώματα επιβάλλονται πειθαρχικές ποινές, αν έχουν τελεστεί με δόλο ή βαριά αμέλεια.
3. Οι επιβαλλόμενες από το Πειθαρχικό Συμβούλιο ποινές είναι: α) πρόστιμο έως τις αποδοχές δώδεκα (12) μηνών και β) οριστική παύση.
4. Καταργείται.
5. Η ποινή της οριστικής παύσης μπορεί να επιβληθεί μόνο στις εξής περιπτώσεις:
α) αν το πειθαρχικό παράπτωμα συνιστά ταυτόχρονα και αξιόποινη πράξη,
β) αν το μέλος απέκτησε ή επιδίωξε να αποκτήσει αθέμιτο οικονομικό όφελος ή αντάλλαγμα προς όφελος του ιδίου ή τρίτου προσώπου κατά την άσκηση των καθηκόντων του ή εξ αφορμής αυτών,
γ) της εκ προθέσεως παράβασης της υποχρέωσης εμπιστευτικότητας και εχεμύθειας,
δ) της παράβασης της παρ. 5 του άρθρου 12,
ε) της πρόκλησης οικονομικής ζημίας σε βάρος του Δημοσίου ή της Επιτροπής Ανταγωνισμού με πρόθεση ή από βαριά αμέλεια.
6. Μετά την κίνηση της πειθαρχικής διαδικασίας κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 13, ο Πρόεδρος του Πειθαρχικού Συμβουλίου υποχρεούται να καλέσει το μέλος σε προηγούμενη ακρόαση και παροχή έγγραφων εξηγήσεων με κλήση, η οποία αναφέρει με ακρίβεια το αποδιδόμενο παράπτωμα και τα πραγματικά περιστατικά που το στοιχειοθετούν και επιδίδεται στο μέλος με δικαστικό επιμελητή ή άλλο δημόσιο όργανο. Στην κλήση αναφέρεται η ημερομηνία ακρόασης του μέλους ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου, η οποία δεν μπορεί να απέχει λιγότερο των δέκα (10) εργασίμων ημερών από την ημερομηνία επίδοσης της κλήσης. Προ της ακροάσεως και της παροχής έγγραφων εξηγήσεων, το μέλος έχει πρόσβαση στο φάκελο της υπόθεσης και δικαιούται να λάβει αντίγραφο αυτού. Το πειθαρχικά διωκόμενο μέλος δικαιούται να παρίσταται με δικηγόρο της επιλογής του.
7. Κατά την ακρόαση, το μέλος υποβάλλει ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου τις έγγραφες εξηγήσεις του, παρέχει τις απαιτούμενες διευκρινίσεις, απαντά σε ερωτήσεις και εν γένει διευκολύνει το έργο του Πειθαρχικού Συμβουλίου για τη διακρίβωση των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης. Μετά την ολοκλήρωση της ανωτέρω διαδικασίας, το Πειθαρχικό Συμβούλιο διασκέπτεται αυθημερόν και εκδίδει απόφαση, η οποία είτε:
α) κρίνει ικανοποιητικές και επαρκείς τις εξηγήσεις του μέλους και παύει την πειθαρχική διαδικασία,
β) δίδει εντολή στον Πρόεδρο του Συμβουλίου να συντάξει έκθεση πειθαρχικού παραπτώματος στην οποία περιγράφονται τα πραγματικά περιστατικά, το κατά την παράγραφο 2 πειθαρχικό παράπτωμα και ορίζεται ημέρα και ώρα συνεδριάσεως του Πειθαρχικού Συμβουλίου για τη συζήτηση της υποθέσεως, στην οποία καλείται να παραστεί το διωκόμενο μέλος, εφόσον το επιθυμεί και με πληρεξούσιο δικηγόρο.
Η ως άνω απόφαση και στις δύο περιπτώσεις επιδίδεται στο μέλος με δικαστικό επιμελητή ή άλλο δημόσιο όργανο.
8. Σε περίπτωση άσκησης πειθαρχικής δίωξης με απόφαση της περίπτωσης β` του εδαφίου β` της προηγούμενης παραγράφου, κατά την ορισθείσα ημέρα συνεδρίασης, το Πειθαρχικό Συμβούλιο δύναται κατά την κρίση του να εξετάσει μάρτυρες, μετά δε την προφορική ενώπιον του απολογία του διωκόμενου μέλους ή, σε περίπτωση μη εμφανίσεώς του, μετά τη διαπίστωση της νόμιμης κλήτευσής του, εκδίδει αμέσως την απόφασή του. Το Πειθαρχικό Συμβούλιο δύναται, αν το κρίνει αναγκαίο, να διατάξει τη συμπλήρωση της έκθεσης πειθαρχικού παραπτώματος και επανάληψη της συζητήσεως. Στην περίπτωση αυτή καλείται με νέα κλήση το διωκόμενο μέλος, στην οποία ορίζεται νέα ημέρα και ώρα συζητήσεως, η οποία επιδίδεται σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο. Η επίδοση αυτή μπορεί να παραλειφθεί, εφόσον το μέλος κατά την πρώτη συζήτηση ήταν παρόν και του γνωστοποιήθηκε η νέα ημερομηνία συζητήσεως. Το Πειθαρχικό Συμβούλιο δύναται επίσης άπαξ να αναβάλει τη λήψη αποφάσεως, προκειμένου να εξετάσει ή επανεξετάσει μάρτυρες, ορίζοντας για το λόγο αυτόν νέα ημερομηνία συζήτησης της υποθέσεως. Στην περίπτωση αυτή, κλήση του διωκόμενου μέλους απαιτείται μόνο εάν αυτό ήταν απόν. Οι μάρτυρες προσέρχονται με επιμέλεια των ενδιαφερομένων. Η μη προσέλευση των μαρτύρων δεν κωλύει τη λήψη αποφάσεως.
8α. Το Πειθαρχικό Συμβούλιο ενημερώνει εγγράφως την Επιτροπή Ανταγωνισμού για την πρόοδο της υπόθεσης, όποτε ερωτάται προς τούτο από την Επιτροπή Ανταγωνισμού, διαφυλασσόμενης σε κάθε περίπτωση της εμπιστευτικότητας της διαδικασίας. Η Επιτροπή Ανταγωνισμού παρέχει εγγράφως τις απόψεις της προς το Πειθαρχικό Συμβούλιο, συνοδευόμενες με όσα έγγραφα σχετίζονται με την υπόθεση.
9. Η απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου είναι ειδικώς αιτιολογημένη, συντάσσεται εγγράφως και τηρούνται συνοπτικά πρακτικά των συνεδριάσεων.
10. Η πειθαρχική διαδικασία είναι αυτοτελής και ανεξάρτητη από εκκρεμή ποινική διαδικασία. Η ποινική δίκη δεν αναστέλλει αυτοδίκαια την πειθαρχική διαδικασία. Το Πειθαρχικό Συμβούλιο δύναται να διατάξει την αναστολή της μέχρι την περάτωση της ποινικής δίκης. Σε περίπτωση αμετάκλητης απόφασης ποινικού δικαστηρίου για αδίκημα σχετιζόμενο με παραβάσεις των διατάξεων του παρόντος ή για αδίκημα που συνεπάγεται κώλυμα διορισμού ή έκπτωση δημοσίου υπαλλήλου, σύμφωνα με τα άρθρα 4 έως 10 και 149 έως 151 του ν. 3528/2007 (A’ 26), εκδίδεται απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου, με την οποία διαπιστώνεται η οριστική παύση του μέλους.
11. Τα πειθαρχικά παραπτώματα της παραγράφου 2 παραγράφονται μετά πενταετία από την τέλεση αυτών. Πειθαρχικό παράπτωμα, το οποίο αποτελεί και ποινικό αδίκημα δεν παραγράφεται πριν παραγραφεί το ποινικό αδίκημα. Η κατά την παράγραφο 6 κλήση για ακρόαση και για έγγραφες εξηγήσεις διακόπτει την ως άνω παραγραφή. Στην περίπτωση αυτή ο συνολικός χρόνος παραγραφής δεν μπορεί να υπερβεί τα επτά (7) έτη, με την επιφύλαξη του εδαφίου β` και της περίπτωσης της αναστολής της πειθαρχικής διαδικασίας κατά την παράγραφο 10, οπότε και ο χρόνος παραγραφής του πειθαρχικού παραπτώματος δεν συμπληρώνεται πριν την παρέλευση έτους από την ημερομηνία δημοσίευσης της αμετάκλητης απόφασης ποινικού δικαστηρίου.
12. Οι διατάξεις του Μέρους Ε` («Πειθαρχικό Δίκαιο») του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ., ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 3528/2007, όπως οι διατάξεις αυτές εκάστοτε ισχύουν, εφαρμόζονται αναλόγως, στο μέτρο που δεν αντίκεινται στις διατάξεις του παρόντος νόμου.
13. Οι αποφάσεις του Πειθαρχικού Συμβουλίου, καθώς και οι πράξεις του Υπουργού Ανάπτυξης και Επενδύσεων, που εκδίδονται σε εκτέλεση των αποφάσεων αυτών κατά την παρ. 4 του άρθρου 13, υπόκεινται σε αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας. Αν με την απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου επιβάλλεται η ποινή της οριστικής παύσης ή η απόφαση αυτή έχει ως συνέπεια την αυτοδίκαιη έκπτωση του μέλους κατά την παρ. 4, τότε η απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου υπόκειται σε προσφυγή ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, κατά τα άρθρα 41 έως 44 του π.δ. 18/1989 (Α` 8). Από την κοινοποίηση της πειθαρχικής απόφασης που επιβάλλει την ποινή της οριστικής παύσης ή συνεπάγεται την αυτοδίκαιη έκπτωση και έως τη λήξη της προθεσμίας προσφυγής ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας ή, σε περίπτωση εμπρόθεσμης άσκησης προσφυγής, έως τη με οποιονδήποτε τρόπο περάτωση της δίκης, το μέλος της Επιτροπής Ανταγωνισμού τίθεται αυτοδίκαια σε αργία, εκτός αν άλλως αποφασίσει το Συμβούλιο της Επικρατείας ύστερα από άσκηση αίτησης αναστολής. Η παρ. 3 του άρθρου 103 και οι παρ. 1 έως 3 του άρθρου 105 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων ν.π.δ.δ. εφαρμόζονται και σε αυτήν την περίπτωση. Κατά τη διάρκεια της αργίας τα μέλη εξακολουθούν να βαρύνονται με τους περιορισμούς, τις υποχρεώσεις και τα ασυμβίβαστα του άρθρου 12 του παρόντος. Σε περίπτωση θέσης μέλους σε αργία διορίζεται αναπληρωματικό μέλος, η θητεία του οποίου διαρκεί όσο διαρκεί η αργία.».