1. Με την επιφύλαξη του δεύτερου εδαφίου, για την έκδοση οποιασδήποτε απαιτούμενης άδειας ή έγκρισης για την εκτέλεση των έργων, την εγκατάσταση ή λειτουργία στρατηγικής επένδυσης, συμπεριλαμβανομένων των χωροταξικών αδειών, ορίζεται προθεσμία σαράντα πέντε (45) ημερολογιακών ημερών. Για την έκδοση Απόφασης Έγκρισης Περιβαλλοντικών Όρων (Α.Ε.Π.Ο.) Στρατηγικής Επένδυσης, εφαρμόζονται αναλογικά η προθεσμία της υποπερ. δδ) της περ. β) της παρ. 2 του άρθρου 3 του ν. 4014/2011 (Α’ 209) και η προθεσμία της περ. δ) της παρ. 3 του άρθρου 4 του ν. 4014/2011. Οι προθεσμίες αυτές εκκινούν από την υποβολή από τον φορέα της επένδυσης στη Γενική Διεύθυνση Στρατηγικών Επενδύσεων (Γ.Δ.Σ.Ε.) του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων του σχετικού φακέλου για εκάστη απαιτούμενη άδεια ή έγκριση με όλα τα απαραίτητα δικαιολογητικά. Στην ως άνω προθεσμία δεν συνυπολογίζεται ο χρόνος προσκόμισης των ζητούμενων από τη Διοίκηση συμπληρωματικών στοιχείων.
2. Η Γ.Δ.Σ.Ε. του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων εξετάζει την τυπική πληρότητα και τη συμβατότητα των στοιχείων του φακέλου με την απόφαση της Δ.Ε.Σ.Ε. και μέσα σε προθεσμία επτά (7) ημερολογιακών ημερών από την υποβολή μπορεί να ζητήσει μία φορά απαραίτητα συμπληρωματικά στοιχεία για την ολοκλήρωση του φακέλου. Κατόπιν διαβιβάζει στην αρμόδια αδειοδοτούσα αρχή αίτηση και τον οικείο φάκελο για την έκδοση της άδειας, έγκρισης ή γνωμοδότησης.
3. Η αρμόδια αδειοδοτούσα αρχή ολοκληρώνει κατά προτεραιότητα τη διοικητική διαδικασία και εκδίδει την απαραίτητη άδεια, έγκριση ή γνωμοδότηση μέσα στην προθεσμία της παρ. 1. Η αδειοδοτούσα αρχή εξετάζει την τυπική και ουσιαστική πληρότητα του φακέλου και μπορεί, εντός δεκαπέντε (15) ημερολογιακών ημερών, να αιτηθεί μία φορά απαραίτητα συμπληρωματικά στοιχεία, οπότε η προθεσμία αναστέλλεται και αρχίζει και πάλι από την κατάθεσή τους. Σε κάθε περίπτωση, η προθεσμία της παρ. 1 δεν παρεκτείνεται.
4. Αν, στο πλαίσιο της σχετικής διοικητικής διαδικασίας της παρ. 3, απαιτείται η αποστολή προς την αρμόδια αδειοδοτούσα αρχή εγκρίσεων, εισηγήσεων ή γνωμοδοτήσεων περιφερειακών ή άλλων υπηρεσιών, αυτές ολοκληρώνονται σε τέτοιο χρόνο, ώστε να διασφαλίζεται ότι η τελική άδεια έγκρισης ή η γνωμοδότηση εκδίδεται εντός της προθεσμίας της παρ. 1.
5. Σε περίπτωση άπρακτης παρέλευσης της προθεσμίας της παρ. 1, η αρμοδιότητα έκδοσης κάθε άδειας μεταφέρεται στον Υπουργό Ανάπτυξης και Επενδύσεων, ο οποίος, μετά από εισήγηση της Γενικής Διεύθυνσης Στρατηγικών Επενδύσεων του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων, βεβαιώνει την παρέλευση της ανωτέρω προθεσμίας, και είτε αιτιολογημένα εκδίδει τη σχετική άδεια λαμβάνοντας υπόψη την αίτηση και τα στοιχεία του φακέλου είτε αιτιολογημένα την απορρίπτει εντός προθεσμίας ενός (1) μηνός.
6. Για τις άδειες ή εγκρίσεις εγκατάστασης ή λειτουργίας Στρατηγικών Επενδύσεων, στις αρμόδιες αδειοδοτούσες αρχές, οι οποίες προβλέπονται από τις διατάξεις που ορίζουν την έκδοση των εν λόγω αδειών ή εγκρίσεων για κάθε δραστηριότητα, περιλαμβάνεται και η Γενική Διεύθυνση Στρατηγικών Επενδύσεων της Γενικής Γραμματείας Ιδιωτικών Επενδύσεων και Συμπράξεων Δημόσιου και Ιδιωτικού Τομέα του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων. Εφόσον η δραστηριότητα της Στρατηγικής Επένδυσης υπάγεται στο καθεστώς της γνωστοποίησης του άρθρου 5 του ν. 4442/2016 (Α` 230), στις αρμόδιες αδειοδοτούσες αρχές περιλαμβάνεται και η Γενική Διεύθυνση Στρατηγικών Επενδύσεων. Προκειμένου να εκδοθούν οι ανωτέρω άδειες ή εγκρίσεις, ο φορέας της επένδυσης υποβάλλει τα απαραίτητα δικαιολογητικά, κατ` επιλογήν του, είτε στην αρμόδια αρχή ή αρχές που προβλέπονται από τις κείμενες διατάξεις, οι οποίες ορίζουν την έκδοση των εν λόγω αδειών ή εγκρίσεων είτε στη Γενική Διεύθυνση Στρατηγικών Επενδύσεων. Η διοικητική πράξη ολοκληρώνεται υποχρεωτικά εντός της ίδιας αδειοδοτούσας αρχής και δεν είναι δυνατή η κατάθεση ίδιας αίτησης σε άλλη αδειοδοτούσα αρχή. Αναφορικά με τη διοικητική διαδικασία και τα απαραίτητα δικαιολογητικά για την έκδοση των ανωτέρω αδειών ή εγκρίσεων εφαρμόζονται οι διατάξεις που προβλέπουν την έκδοση των εν λόγω αδειών ή εγκρίσεων.
7. Εάν διαπιστωθούν ανυπέρβλητα νομικά ή πραγματικά κωλύματα στη διαδικασία αδειοδότησης επενδυτικών σχεδίων παραγωγής ενέργειας από Α.Π.Ε., καθώς και των συνοδών αυτών έργων, που αποτελούν μέρος επενδυτικού σχεδίου, το οποίο έχει ενταχθεί στις Στρατηγικές Επενδύσεις, επιτρέπεται η εγκατάστασή τους σε άλλη, ανάλογη ή ομοειδή έκταση, τηρουμένων των οικείων περί αδειοδοτήσεως διατάξεων. Η κατά τα ανωτέρω τροποποίηση του επενδυτικού σχεδίου εγκρίνεται με απόφαση του αρμοδίου οργάνου του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων, κατόπιν αίτησης του φορέα της επένδυσης στην «Ελληνική Εταιρεία Επενδύσεων και Εξωτερικού Εμπορίου Α.Ε.», η οποία προωθεί το αίτημα στη Γενική Γραμματεία Ιδιωτικών Επενδύσεων και Συμπράξεων Δημοσίου και Ιδιωτικού Τομέα. Προς τον σκοπό αυτό, ο φορέας της επένδυσης αιτείται την έγκριση της οικείας αναμόρφωσης του εγκεκριμένου επενδυτικού του σχεδίου, ως προς το μέρος αυτό στην «Ελληνική Εταιρεία Επενδύσεων και Εξωτερικού Εμπορίου Α.Ε.», χωρίς αυτό να συνιστά ανεπίτρεπτη μεταβολή του επενδυτικού του σχεδίου ή μεταβολή, που απαιτεί την προηγούμενη έγκριση της Δ.Ε.Σ.Ε..
8. Το άρθρο 16 του ν. 4014/2011 περί Μητρώου πιστοποιημένων αξιολογητών ΜΠΕ εφαρμόζεται, κατόπιν αίτησης του φορέα της επένδυσης για την έκδοση από τις αρμόδιες περιβαλλοντικές αρχές των περιβαλλοντικών αδειών και εγκρίσεων, οι οποίες απαιτούνται για την υλοποίηση των επενδυτικών σχεδίων που έχουν ενταχθεί στις Στρατηγικές Επενδύσεις του άρθρου 2.
9. Η άπρακτη παρέλευση της προθεσμίας της παρ. 1 ή η μη εμπρόθεσμη αποστολή από τις περιφερειακές ή άλλες υπηρεσίες προς την αρμόδια αδειοδοτούσα αρχή εγκρίσεων, εισηγήσεων ή γνωμοδοτήσεων σύμφωνα με την παρ. 4 συνιστά, σε περίπτωση πειθαρχικής διώξεως, επιβαρυντική περίσταση κατά την επιμέτρηση της πειθαρχικής ποινής στον αρμόδιο υπάλληλο και στον προϊστάμενο της αδειοδοτικής ή γνωμοδοτικής υπηρεσίας, ο οποίος ορίζεται εκ του νόμου ως το καθ` ύλην αρμόδιο όργανο για την υλοποίηση των υποχρεώσεων που απορρέουν από τον παρόντα νόμο.
Θα πρέπει ο Νόμος να διασφαλίζει την αυστηρή τήρηση της προθεσμίας των 45 ημερών, προβλέποντας α) ρήτρες συνέπειες για τα διοικητικά στελέχη και τις υπηρεσίες που ευθύνονται για την καθυστέρηση πέραν της προβλεπόμενης προθεσμίας, β) τη διαδικασία αυτόματης έγκρισης των αδειών στην περίπτωση υπέρβασης της προβλεπόμενης περιόδου των 45 ημερών, γ) πιθανή αποζημίωση των επενδυτών με τη μορφή μείωσης της διαχειριστικής αμοιβής.
Επειδή στο παρελθόν κι ειδικά στις ΑΠΕ ο Νόμος όριζε αυστηρές ημερομηνίες εφαρμογής αλλά πχ ο ΔΕΔΔΗΕ δεν τις εφάρμοζε ποτέ, παρακαλούμε όπως συμπεριληφθούν οι δύο προτάσεις μας. Καταρχήν να δίνεται αυτοδίκαια η άδεια – έγκριση με το πέρας της προβλεπόμενης ημερομηνίας στις περιπτώσεις που αυτό γίνεται. Στισ περιπτώσεις όμως που δεν γίνεται αυτό , τότε να υπάρχει ποινή στην υπηρεσία για την μη τήρηση της προθεσμίας, είτε διοικητική είτε χρηματική είτε με τη μορφή αρνητικών σχολίων στον εσωτερικό έλεγχο.
Σε όλα τα άρθρα του Νόμου που προβλέπεται αυστηρή προθεσμία απάντησης από την υπηρεσία θα πρέπει να ακολουθείται από κάποια ποινή -ρήτρα για να μην μένει κενό το γράμμα του Νόμου. Μία σκέψη είναι μετά το πέρας της ημερομηνίας να θεωρείται αυτοδίκαια ότι συναίνει η υπηρεσία.
Οι προθεσμίες απάντησης των επιμέρους υπηρεσιών που αναφέρονται στα διάφορα άρθρα του νόμου και ειδικά στο άρθρο 12 , θα πρέπει να ενισχυθούν με την μορφή κάποιας ρήτρας προσωπικής ευθύνης του προϊσταμένου της Υπηρεσίας όπως σε άλλους Νόμους , ώστε να τηρούνται αυστηρά και με συνέπειες και να μην άπτεται η εφαρμογή τους στη διακριτική ευχέρεια των αρμοδίων.
Η προτεινόμενη διάταξη βασίζεται, σε γενικές γραμμές, σε ισχύουσες διατάξεις.
Επιγραμματικά, το «κίνητρο» που παρέχεται είναι ένας τρόπος για να αποδυναμωθεί η περιβαλλοντική αδειοδότηση, και κατ’ επέκταση η λήψη μέτρων προστασίας του περιβάλλοντος.
Πρώτον, η προθεσμία των 45 ημερολογιακών ημερών, μέσα στην οποία πρέπει να ολοκληρωθεί η «έκδοση οποιασδήποτε απαιτούμενης άδειας ή έγκρισης» είναι αδύνατο να τηρηθεί. Έχει λησμονηθεί ότι, μετά τον αρχικό νόμο για τις στρατηγικές επενδύσεις, παρεμβλήθηκε η οδηγία 2014/52, η οποία εγγυάται (για έργα κατηγορίας Α) δημόσια διαβούλευση τουλάχιστον 30 ημερών (6 παρ. 7 οδηγίας 2011/92, όπως προστέθηκε από την οδηγία 2014/52: κατά συνέπεια, αν αφαιρεθούν οι 7 ημερολογιακές ημέρες, μέσα στις οποίες η ΓΔΣΕ θα ελέγξει την πληρότητα του φακέλου (παρ. 2), το νομοσχέδιο καταλείπει μόνο 8 ημερολογιακές ημέρες για την έκδοση των αδειών (Α.Ε.Π.Ο, οικοδομικές άδειες, άδειες εγκατάστασης και λειτουργίας, άδειες Seveso, και πολλές ακόμα).
Τέτοιες ασφυκτικές προθεσμίες δεν είναι απλώς εξωπραγματικές – είναι εικονικές, και ισοδυναμούν με κατάργηση όλων των άλλων απαιτήσεων. Πόσο μάλλον που στο πλαίσιο της περιβαλλοντικής αδειοδότησης πρέπει να διεκπεραιωθούν και άλλες διαδικασίες – όπως η ειδική οικολογική αξιολόγηση [με συμμετοχή του ΟΦΥΠΕΚΑ, πρβλ. 27 παρ. 5 περ. ιστ) ν. 4685/2020], οι ενέργειες των υπηρεσιών που εμπλέκονται στα συνοδά έργα ( άρθρο 6 νομοσχεδίου) και οι γνωμοδοτήσεις αρχαιολογικών και δασικών υπηρεσιών.
Σημειώνεται, επίσης, ότι τα ΕΣΧΑΣΕ απαιτούν κατά κανόνα και Στρατηγική Περιβαλλοντική Εκτίμηση και συμπεριλαμβάνουν τους περιβαλλοντικούς όρους της στρατηγικής επένδυσης [12 παρ. 1 στ) ν. 3986/2011, που εφαρμόζεται αναλόγως κατά την παρ. 2], αποτελώντας «άδεια ή έγκριση» που εμπίπτει στην προθεσμία των 45 ημερών. Μάλιστα, σε άλλο άρθρο (53, το οποίο αντικαθιστά το άρθρο 64 ν. 4399/2016), το νομοσχέδιο επεκτείνει το «κίνητρο ταχείας αδειοδότησης» και στα «ολοκληρωμένα χωρικά και κλαδικά σχέδια» («συνολικό πλαίσιο δράσεων με ολοκληρωμένη χωρική ή/και κλαδική πρόταση ανάπτυξης με πολλαπλασιαστικά οφέλη») του κεφ. ΙΒ’ του ν. 4399/2016 – μολονότι τα σχέδια αυτά διακρίνονται από γεωγραφική έκταση και ασαφές περιεχόμενο (χαρακτηριστικά που μπορεί να επιδεινώνουν το περιβαλλοντικό αποτύπωμα). Για λόγους σύγκρισης, σημειώνεται επίσης ότι η ΔΕΣΕ χρειάζεται 30 ημερολογιακές ημέρες για να λάβει μία πολύ απλούστερη απόφαση – αν μία συγκεκριμένη επένδυση πρέπει να χαρακτηριστεί στρατηγική (18 παρ. 1 νομοσχεδίου). Με την ευκαιρία αυτή, θα πρέπει να ειπωθεί ότι ξενίζει η πρακτική του επισπεύδοντος υπουργείου Ανάπτυξης, το οποίο αφενός διασφάλισε στη «δική του» ΓΔΣΕ μία ικανή προθεσμία για μία απλή ενέργεια (έλεγχο πληρότητας), και αφετέρου «επιβάλλει» ασφυκτικές προθεσμίες σε όλες τις υπόλοιπες συναρμόδιες υπηρεσίες, οι οποίες έχουν πολύ πιο σύνθετες και απαιτητικές αρμοδιότητες.
Τέλος, σημειώνεται ότι η ισχύουσα ρύθμιση προβλέπει την ίδια προθεσμία, αλλά μόνο εφόσον «δεν ορίζεται διαφορετικά σε ειδική διάταξη» (22 παρ. 1 ν. 3894/2010) – μία εύλογη επιφύλαξη, που δεν επαναλαμβάνεται στο νομοσχέδιο.
Επιπλέον, όσον αφορά τη μεταφορά της αρμοδιότητας στο Υπουργείο Ανάπτυξης (όταν, αναπόφευκτα, δεν τηρηθούν οι προθεσμίες), θα πρέπει να σημειωθεί ότι το Υπουργείο Ανάπτυξης δεν έχει καταρχήν αρμοδιότητες σχετικές με το φυσικό περιβάλλον (πρβλ. π.δ. 147/2017, όπως ισχύει). Μολονότι ο νόμος προβλέπει τη στελέχωση της ΓΔΣΕ με σχετικούς επιστήμονες (πρβλ. 12 ν. 4146/2013), αυτό δεν σημαίνει ότι η ΓΔΣΕ μπορεί να υποκαταστήσει τις αρμόδιες υπηρεσίες. Η μεταφορά της αρμοδιότητας έκδοσης των ΑΕΠΟ στον Υπουργό Ανάπτυξης παραγνωρίζει το γεγονός ότι οι ΑΕΠΟ ενσωματώνουν, με βάση το μεταγενέστερο ενωσιακό δίκαιο, «αιτιολογημένο συμπέρασμα» (reasoned opinion), που βασίζεται σε «αξιολόγηση» των πληροφοριών που παρέχει ο φορέας της επένδυσης: ούτε από νομική, ούτε από διοικητική άποψη ευσταθεί ο παραμερισμός άλλων Υπουργείων και φορέων (π.χ., ΟΦΥΠΕΚΑ) με σαφείς περιβαλλοντικές αρμοδιότητες, και φυσικά του κατεξοχήν αρμόδιου Υπουργείου Περιβάλλοντος. Συνεπώς, δεν είναι σαφές με ποια βάση, και με ποια τεχνογνωσία ο Υπουργός Ανάπτυξης θα εγκρίνει έργα, και ιδίως όσα που έχουν πολύπλοκες αδειοδοτικές απαιτήσεις (εντός προστατευόμενων περιοχών, πλησίον αρχαιολογικών χώρων, με επικίνδυνα απόβλητα ή λύματα, κοκ.). Τελικά, αποστολή του νομοσχεδίου ήταν να θεσπίσει μία διαδικασία που θα συντονίζει αποτελεσματικά τις συναρμόδιες υπηρεσίες, και σε αυτό φαίνεται να αποτυγχάνει.
Τέλος, σημειώνεται η προφανής σύγκρουση συμφερόντων που προκαλεί η μεταφορά αρμοδιοτήτων, αφού ο φορέας της επένδυσης υποβάλλει στον υπηρεσία που θα εγκρίνει τους περιβαλλοντικούς όρους «διαχειριστική αμοιβή», που μπορεί να φτάνει τις 250.000 ευρώ (15 παρ. 2 νομοσχεδίου, πρβλ. και άρθρο 9α της τροποποιημένης οδηγίας 2011/92).