ΚΕΦΑΛΑΙΟ B’ ΕΙΔΙΚΕΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΩΝ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ Άρθρο 3 Περιβαλλοντικές ρυθμίσεις

1. Για την πραγματοποίηση των Στρατηγικών Επενδύσεων απαιτείται η προηγούμενη έγκριση περιβαλλοντικών όρων, που χορηγείται με απόφαση του αρμοδίου οργάνου του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, κατά παρέκκλιση κάθε άλλης διάταξης που αφορά στην αρμοδιότητα έγκρισης των περιβαλλοντικών όρων. Για τον σκοπό αυτόν, υποβάλλεται αίτηση, που συνοδεύεται από τα δικαιολογητικά του ν. 4014/2011 (Α’ 209), στην αρμόδια υπηρεσία του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας. Κατά τα λοιπά εφαρμόζεται ο ν. 1650/1986 (Α’160).
Για έργα Στρατηγικών Επενδύσεων του άρθρου 5, καθώς και λοιπά έργα για τα οποία δεν προβλέπεται από τη νομοθεσία η λήψη άδειας λειτουργίας, τα οποία κατατάσσονται στην κατηγορία Β σύμφωνα με το τρίτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 4014/2011, η υπαγωγή τους σε Πρότυπες Περιβαλλοντικές Δεσμεύσεις (Π.Π.Δ.), γίνεται, κατά παρέκκλιση κάθε άλλης διάταξης, ως ακολούθως:
α) αν το έργο ή η δραστηριότητα βρίσκεται εν όλω ή εν μέρει εντός περιοχής του δικτύου NATURA 2000, με τις εξαιρέσεις της παρ. 6 του άρθρου 10 του ν. 4014/2011, εκδίδεται απόφαση του αρμοδίου οργάνου του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας για την υπαγωγή σε Π.Π.Δ. και την έκδοση των πρόσθετων όρων της παρ. 3 του άρθρου 10 του ν. 4014/2011, εάν από τη διαδικασία της Ειδικής Οικολογικής Αξιολόγησης προκύψει ότι απαιτούνται τέτοιοι όροι,
β) σε κάθε άλλη περίπτωση πλην της περ. α), εκδίδεται πράξη υπαγωγής του έργου ή της δραστηριότητας σε Π.Π.Δ. με απόφαση της Διεύθυνσης Περιβαλλοντικής Αδειοδότησης (ΔΙ.Π.Α.) του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας.
2. Δεν επιτρέπεται η υλοποίηση επένδυσης, η οποία υπάγεται στον παρόντα νόμο, σε περιοχές του δικτύου NATURA, οι οποίες έχουν χαρακτηρισθεί ως περιοχές απόλυτης προστασίας της φύσης σύμφωνα με τις παρ. 1 και 2 του άρθρου 19 του ν. 1650/1986 (Α’ 160).

  • Η διαδικασία περιβαλλοντικής αδειοδότησης αποτελεί μία διαδικασία δοκιμασμένη εδώ και δύο δεκαετίες τουλάχιστον στην Χώρα μας και αποτελεί εκτέλεση ενωσιακής υποχρεώσεως. Η διαδικασία αυτή που έχει δομηθεί αφ’ενός μεν στην διαφάνεια, μέσω της διαβούλευσης ενός υπό υλοποίηση έργου με το ευρύ κοινό, αφ’ετέρου στην συλλογικότητα και συνεργασία των φορέων μέσω της παροχής γνωμοδοτήσεων τόσο από τους δήμους στην χωρική αρμοδιότητα των οποίων θα γίνει το έργο, όσο και κάθε φορέα που έχει καθ’υλήν αρμοδιότητα να γνωμοδοτήσει (δασαρχείο αρχαιολογία κ.ο.κ), αποδομείται πλήρως στο άρθρο 3 του νομοσχεδίου. Φαίνεται ότι κατά παρέκκλιση του ν.4014/2011 δεν θα ακολουθείται πλέον καμία διαδικασία συλλογής γνωμοδοτήσεως των συναρμόδιων φορέων για να υλοποιηθεί η Στρατηγική Επένδυση (προφανώς για να μην υπάρξουν αρνητικές γνώμες) ούτε διαδικασία διαβούλευσης με τους πολίτες (προκειμένου ακριβώς να μην υπάρξουν αντιδράσεις), με αποτέλεσμα να ανακύπτει ζήτημα συμφωνίας του άρθρου 3 προς συνταγματικές, αλλά και ενωσιακές διατάξεις.
    Κρίνεται απολύτως αναγκαίο να γνωμοδοτούν οι κατά τόπον αρμόδιοι Δήμοι στην διαδικασία περιβαλλοντικής αδειοδότησης μίας στρατηγικής επένδυσης που γνωρίζουν (σε αντίθεση με τις κεντρικές, κρατικές υπηρεσίες) και είναι εξοικειωμένοι με τις περιβαλλοντικές συνθήκες της οικείας περιοχής και τα οικιστικά προβλήματα και επιβαρύνσεις της.
    Προβλέπεται η δυνατότητα υλοποίησης στρατηγικών επενδύσεων σε περιοχές που ευρίσκονται εν όλω ή εν μέρει σε δίκτυο NATURA με μία fast-track διαδικασία υπαγωγής τους σε Πρότυπες Περιβαλλοντικές Δεσμεύσεις (Π.Π.Δ.), με μόνη μία απόφαση του (ποιού;) αρμοδίου οργάνου του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας. Οι περιοχές NATURA αποτελούν περιοχές απόλυτης προστασίας και όπως οι αιγιαλοί και οι παραλίες, οικοσυστήματα στα οποία οιαδήποτε δόμηση παρίσταται ανεπίτρεπτη. Το νομοσχέδιο ανατρέπει περιβαλλοντικά κεκτημένα δεκαετιών αφού ανοίγει το φως για δόμηση σε αμφότερα αυτά τα ευαίσθητα οικοσυστήματα που χρήζουν προστασίας και όχι στρατηγικών επενδύσεων που θα διακυβεύσουν την ίδια την ύπαρξή τους.

  • 9 Σεπτεμβρίου 2021, 15:18 | Ελληνική Ορνιθολογική Εταιρεία

    Το εν λόγω άρθρο παρουσιάζει σε διάφορα σημεία του μεγάλη ασάφεια. Καταρχάς εισάγεται εξαιρετικώς υπαγωγή των έργων/δραστηριοτήτων κατηγορίας Β που χαρακτηρίζονται ως Στρατηγικές επενδύσεις και τα οποία περιλαμβάνουν την παραχώρηση χρήσης αιγιαλού και παραλίας, η έκδοση των Πρότυπων Περιβαλλοντικών Δεσμεύσεων να πραγματοποιείται από τις κεντρικές υπηρεσίες του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας (ΥΠΕΝ) διαφοροποιώντας τις διαδικασίες που προβλέπει η σχετική νομοθεσία (ν. 4014/2011). Φαίνεται δηλαδή να μεταφέρεται η αρμοδιότητα έγκρισης περιβαλλοντικών όρων κατηγορίας Β (αδειοδοτούσα η Περιφέρεια) στο ΥΠΕΝ χωρίς να είναι ξεκάθαρο ποια θα είναι τελικά η αρμόδια αδειοδοτούσα αρχή. Η «αναβάθμιση» αυτής της αδειοδοτικής κατηγορίας δεν φαίνεται να είναι επαρκώς αιτιολογημένη εκ πρώτης όψεως, και σε κάθε περίπτωση φαίνεται να καταργεί τα γενικά κριτήρια του ν.4014/2011 και των εκτελεστικών υπουργικών αποφάσεων για την κατηγοριοποίηση έργων και δραστηριοτήτων, η οποία γίνεται συναρτήσει του μεγέθους και των επιπτώσεων αυτών στο φυσικό περιβάλλον. Θα ήταν συστηματικά συνεπέστερο, από τη στιγμή που μια επένδυση χαρακτηριστεί στρατηγική, να απαιτείται για την αδειοδότησή της ό,τι προβλέπει ο ν. 4014/2011 για τα έργα κατηγορίας Α1.
    Ειδικότερα, δεν είναι ξεκάθαρο από το ν/σ πως έργα και δραστηριότητες κατηγορίας Β τα οποία –θεωρητικά- χαρακτηρίζονται από τοπικές και μη σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον αφορούν τις στρατηγικές επενδύσεις. Βάσει της κείμενης νομοθεσίας (ν. 4014/2011) τα έργα και οι δραστηριότητες της κατηγορίας Β υπάγονται σε Πρότυπες Περιβαλλοντικές Δεσμεύσεις (άρθρο 8, ν.4014/2011), καθώς λόγω της μικρής τους κλίμακας υπόκεινται σε γενικές προδιαγραφές, όρους και περιορισμούς. Σημειώνουμε ότι ειδικά ως προς τις περιοχές του Δικτύου Natura 2000, οι προδιαγραφές για την απαιτούμενη Ειδική Οικολογική Αξιολόγηση χαρακτηρίζονται ως τουλάχιστον υποτυπώδεις, μη επαρκείς να διασφαλίσουν την απαιτούμενη περιβαλλοντική προστασία των περιοχών και των προστατευτέων αντικειμένων αυτών.
    Στην παρ. 2 του ιδίου άρθρου, αναφέρεται ότι «Δεν επιτρέπεται η υλοποίηση επένδυσης, η οποία υπάγεται στον παρόντα νόμο, σε περιοχές του δικτύου NATURA, οι οποίες έχουν χαρακτηρισθεί ως περιοχές απόλυτης προστασίας της φύσης σύμφωνα με τις παρ. 1 και 2 του άρθρου 19 του ν. 1650/1986 (Α’ 160)». Δεν είναι σαφές εάν η διάταξη αυτή είναι συμβατή με το αρ. 11 παρ.2 ν. 3986/2011 (μεσοπρόθεσμο), ο οποίος προβλέπει ότι «Δεν επιτρέπεται η αξιοποίηση δημοσίων ακινήτων, τα οποία εμπίπτουν στο σύνολο τους σε οικότοπους προτεραιότητας, σε περιοχές απόλυτης προστασίας της φύσης και προστασίας της φύσης που καθορίζονται κατά τις διατάξεις των άρθρων 19 παράγραφοι 1 και 2 και 21 του ν. 1650/1986 (Α’ 160), όπως ισχύει, σε πυρήνες εθνικών δρυμών, σε διατηρητέα μνημεία της φύσης, σε εθνικά πάρκα και σε υγρότοπους διεθνούς σημασίας», εισάγοντας έτσι πολύ περισσότερες εξαιρέσεις καθώς περιλαμβάνει και τις περιοχές προστασίας της φύσης, ενώ επιπλέον φαίνεται η διάταξη να αγνοεί και το εν εξελίξει έργο των Ειδικών Περιβαλλοντικών Μελετών και τις διατάξεις που εισήγαγε ο ν. 4685/2020 «Εκσυγχρονισμός περιβαλλοντικής νομοθεσίας…».

  • 9 Σεπτεμβρίου 2021, 14:29 | Επιμελητήριο Περβάλλοντος και Βιώσιμης Ανάπτυξης

    Η παράκτια ζώνη (αιγιαλός, παραλία, θαλάσσιος χώρος, πυθμένας) αποτελεί ένα ενιαίο και δυναμικό οικοσύστημα εξαιρετικά ευαίσθητο από τη φύση του. Η διαμόρφωση της παράκτιας ζώνης καθορίζεται από φυσικούς ουσιαστικούς παράγοντες, οι κυριότεροι των οποίων είναι ο υδροδυναμικός (προσπίπτων κυματισμός), ο ατμοσφαιρικός (ροή μέσω ποταμών και βροχοπτώσεων) και η λιθολογική της σύσταση. Όσο μακροχρόνια είναι η διαδικασία επίτευξης οικολογικής ισορροπίας στο οικοσύστημα αυτό, τόσο εύκολη και γρήγορη είναι και η αποσταθεροποίησή του εξ αιτίας των ανθρωπίνων παρεμβάσεων. Παρεμβάσεις που καθίστανται όλο και πιο επικίνδυνες και καταστροφικές υπό το κράτος της κλιματικής αλλαγής*.
    Όλα τα παραπάνω τα γνωρίζει εδώ και χρόνια η επιστήμη (παράκτια γεωλογία, ιζηματολογία, γεωλογική ωκεανογραφία). Τα επιβάλλει το Σύνταγμα (άρθρο 24), η αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης και η διεθνής και ενωσιακή νομοθεσία (αρχές Ολοκληρωμένης Διαχείρισης της Παράκτιας Ζώνης [Integrated Coastal Zone Management], αρχές της Θαλάσσιας Στρατηγικής [Marine Strategy] και του Θαλάσσιου Χωροταξικού Σχεδιασμού [Maritime Spatial Planning], η Σύμβαση της Βαρκελώνης για την προστασία της Μεσογείου, το Πρωτόκολλο για την Ολοκληρωμένη Διαχείριση των Παράκτιων Ζωνών της Μεσογείου, κυρωθέν με την απόφαση του Συμβουλίου Ε.Ε. 4/12/2008 κ.λπ.). Τα επικυρώνει παγίως και η νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας**. Ο μόνος που φαίνεται να μην τα γνωρίζει είναι ο Έλληνας νομοθέτης. Επιμένει διαχρονικά και πεισματικά να θεωρεί την παράκτια ζώνη, τον αιγιαλό, ακόμα και το θαλάσσιο χώρο, ως ιδιωτική του περιουσία, την οποία μπορεί να μεταχειρίζεται κατά το δοκούν.

    Το προτεινόμενο νομοσχέδιο δίνει τη χαριστική βολή στη μακροχρόνια κακοποίηση των ακτών της χώρας. Έχουν προηγηθεί αμέτρητες καταπατήσεις, αυθαίρετες ανοικοδομήσεις, χαριστικές παραχωρήσεις και πλήθος διατάξεων που ροκανίζουν αποσπασματικά τα παράκτια οικοσυστήματα. Έχει προηγηθεί η απόπειρα ιδιωτικοποίησης του αιγιαλού και της παραλίας το 2014, μέσω μιας επιστημονικά διάτρητης διαδικασίας καθορισμού των οριογραμμών τους, η οποία ματαιώθηκε τότε χάρη στην έντονη αντίδραση πολιτών και φορέων σε πανελλαδικό επίπεδο.

    Σήμερα επιχειρείται απροκάλυπτα κάτι πολύ πιο ριζικό και επικίνδυνο. Επικίνδυνο τόσο περιβαλλοντικά όσο και κοινωνικά. Ο νομοθέτης δηλώνει, απερίφραστα πλέον, ότι ο αιγιαλός, η παραλία και η θάλασσα παύουν να είναι οικοσυστήματα και κοινόχρηστα δημόσια αγαθά. Παύουν να υπόκεινται στους φυσικούς νόμους που αναγνωρίζει η επιστήμη και στους νομικούς περιορισμούς που επιβάλλονται από τη διεθνή νομοθεσία και δεσμεύουν τη χώρα. Παύουν να ανήκουν σε όλους. Τέλος η ελεύθερη πρόσβαση των πολιτών σε θάλασσες και ακτές και η απόλαυσή τους σύμφωνα με τον προορισμό τους.

    Από δω και πέρα η παράκτια ζώνη αντιμετωπίζεται ως το ελκυστικό αντάλλαγμα που προσφέρεται στους επίδοξους επενδυτές, στρατηγικούς και μη, προκειμένου να τους δελεάσει. Μπορούν να την μπαζώσουν, να δημιουργήσουν προσχώσεις, ακόμα και νησιά, να την αποκλείσουν από κάθε πρόσβαση, να την οικοδομήσουν και γενικά να τη μεταχειριστούν με όποιο τρόπο έχει φανταστεί το επενδυτικό τους σχέδιο. Και επιπλέον δεν χρειάζεται να ανησυχούν για όρους και απαγορεύσεις. Σύμφωνα με τα άρθρα 3, 4 και 5 του νομοσχεδίου, το κάθε επενδυτικό σχέδιο θα αντιμετωπίζεται ξεχωριστά. Ο επενδυτής θα εξασφαλίζει ειδικό κατά παρέκκλιση προνομιακό καθεστώς που θα προτείνει ο ίδιος και θα εγκρίνεται με συνοπτικές ad hoc διαδικασίες (ευτυχώς πάντως προβλέπεται επταήμερη διαβούλευση!!!). Τα ειδικά αυτά πολεοδομικά καθεστώτα θα απαλλάσσουν το εκάστοτε επενδυτικό σχέδιο από τους χωροταξικούς, πολεοδομικούς και περιβαλλοντικούς περιορισμούς που ισχύουν για τους κοινούς θνητούς. Θα προβλέπουν όρους δόμησης κατά παραγγελία (αποστάσεις κτιρίων από τα όρια του οικοπέδου και μεταξύ τους, συντελεστές δόμησης, συντελεστές εκμετάλλευσης κατ’ όγκο, ανώτατο ύψος και ποσοστό κάλυψης και κάθε είδους παρεμβάσεις στις θάλασσες και τις ακτές). Τα καθεστώτα αυτά θα επιτρέπονται παντού, ακόμα και σε περιοχές Natura, χωρίς να απαιτείται η συμβατότητά τους με τα διαχειριστικά σχέδια και τις ανάγκες ειδικής προστασίας των περιοχών αυτών. Η ειδική και κατά παρέκκλιση διαδικασία περιβαλλοντικής αδειοδότησης που θεσπίζει το επίμαχο νομοσχέδιο αποτελεί διακωμώδηση του Συντάγματος, της ενωσιακής νομοθεσίας και της πάγιας νομολογίας του ΣτΕ.

    Όσο για την ελεύθερη πρόσβαση των πολιτών στις ακτές και τη θάλασσα, το άρθρο 5 του νομοσχεδίου είναι σαφές. Αν ενοχλείται ο επενδυτής, η καθ’ οιονδήποτε τρόπο χρήση από τρίτους απαγορεύεται.

    Εν κατακλείδι, η παρούσα διαβούλευση αποτελεί ευτελισμό της ίδιας της διαδικασίας καθ’ εαυτήν. Στην πραγματικότητα, πολίτες και φορείς καλούνται να τοποθετηθούν απέναντι σε κάτι εξ ορισμού απαράδεκτο: Τη μετατροπή των ελληνικών ακτών και θαλασσών από κρίσιμο στοιχείο του φυσικού περιβάλλοντος και κοινόχρηστο δημόσιο αγαθό σε ιδιωτικό οικόπεδο διατιθέμενο στην αγορά για κάθε χρήση. Το μέλημα του νομοθέτη οφείλει να είναι η αποκατάσταση και εξυγίανση των παντοιοτρόπως κακοποιημένων ακτών της Ελλάδας. Το νομοσχέδιο του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων για τις στρατηγικές επενδύσεις έπρεπε επομένως, αν μη τι άλλο, να θωρακίζει την παράκτια ζώνη, το μοναδικό αυτό συγκριτικό πλεονέκτημα της χώρας, έναντι της διεθνούς και εγχώριας αγοράς, ώστε να μην σπαταληθεί ανεπανόρθωτα μέσα σε λίγα μόνο χρόνια.

    Με λίγα λόγια, τα κρίσιμα άρθρα 3, 4 και 5 του νομοσχεδίου δεν επιδέχονται παρατηρήσεις ούτε βελτίωση. Μόνο απόσυρση και συγγνώμη.
    ——————————-

    *Ο Καθηγητής Γεώργιος Χρόνης, τ. Δ/ντης του Ελληνικού Κέντρου Θαλασσίων Ερευνών (θεσμικού επιστημονικού συμβούλου της Κυβέρνησης) και μέλος του Επιστημονικού Συμβουλίου του Επιμελητηρίου Περιβάλλοντος, επισημαίνει ότι ο ρόλος της ανθρώπινης παρέμβασης στην ακτογραμμή είναι καθοριστικός για να αλλάξει όλη την ακτογραμμή σε διάστημα που κανείς δεν μπορεί να συλλάβει. Αρκεί να ρίξεις έναν ογκόλιθο δύο μέτρα μακριά από την ακτογραμμή προς το μέρος της θάλασσας για να εισπράξεις άμεσα την αντίδραση της φύσης. Το πολύ σε δύο μήνες η ακτογραμμή θα έχει ενωθεί με τον ογκόλιθο. Μάθημα για παιδιά, κι όμως σε ένα μεγάλο αριθμό των ελληνικών ακτογραμμών έχουν ασελγήσει δεκάδες διπλωματούχοι μηχανικοί ακόμα και καθηγητές λιμενολόγοι […]
    Το σημαντικότερο χαρακτηριστικό του άρθρου 5 του νομοσχεδίου είναι η επιστημονική ανεπάρκεια του συντάκτη σε ό,τι αφορά τις δυναμικές διεργασίες που επικρατούν στον αιγιαλό και οφείλονται ιδίως στον άνεμο και τούς επικρατούντες κυματισμούς. Η μετατόπιση του αιγιαλού (χερσαία παραλία) προς το υδρογραφικό μηδέν της ακτογραμμής λόγω της προώθησής της (εξαιτίας των κατασκευών επάνω σε αυτή), θα προκαλέσει αλλοίωση στην εγκάρσια διατομή της παραλίας με αποτέλεσμα την διατάραξη της υδροδυναμικής ισορροπίας. Στο ίδιο άρθρο επιτρέπεται η δημιουργία «ακόμα και προσχώσεων». Η αναγραφόμενη πρόταση είναι τελείως αόριστη και επικίνδυνη. Όπως είναι άλλωστε γνωστό, η Συνθήκη της Βαρκελώνης απαγορεύει το dapping στη θάλασσα. Οι ακτογραμμές της Χώρας έχουν ήδη υποστεί την μεγαλύτερη περιβαλλοντική ασέλγεια μέσα από προγράμματα “αναβάθμισης”. Χιλιάδες είναι τα παραδείγματα όπως η παραλία της Κατερίνης, της Κρήτης, οι ακτές στην βόρεια Πελοπόννησο κ.λπ.
    ——————————-

    ** Το ΣτΕ διαχρονικά επιτάσσει την ήπια ανάπτυξη των ακτών ως ευπαθών οικοσυστημάτων, την ίδρυση αγκυροβολίων και τουριστικών λιμένων μόνο στα πλαίσια ευρύτερου χωροταξικού σχεδιασμού, την προστασία του αισθητικού κάλλους των ακτών, την προστασία των ακτών κολύμβησης, την προστασία των παραδοσιακών λιμένων και της μορφολογίας των ακτών των παραδοσιακών οικισμών, την απαγόρευση επέκτασης η δημιουργίας νέων οικισμών σε μικρά νησιά χωρίς συνάρτηση προς το χωροταξικό σχέδιο αυτών κ.λπ.

  • 8 Σεπτεμβρίου 2021, 19:05 | WWF Ελλάς

    Διόρθωση (συμπλήρωση) δεύτερης παραγράφου του προηγούμενου σχολίου μας:

    Με το άρθρο αυτό γίνεται επίσης εμφανές ότι ο πήχης για την ανάπτυξη στρατηγικών επενδύσεων έχει πέσει πλέον πολύ χαμηλά στην Ελλάδα: για πρώτη φορά βλέπουμε έργα αδειοδοτικής κατηγορίας Β, τα οποία υπόκεινται στις ούτως ή άλλως αμφισβητούμενης σε περιοχές Natura συμβατότητας με το ενωσιακό δίκαιο «πρότυπες περιβαλλοντικές δεσμεύσεις» (ΠΠΔ), να λογίζονται ως «στρατηγικές επενδύσεις». Σημειωτέον ότι κατά κανόνα οι δραστηριότητες που αδειοδοτούνται με ΠΠΔ θεωρούνται ως μικρής περιβαλλοντικής επίπτωσης λόγω της μικρής παραγωγικής τους δυναμικότητας (πχ μη κύρια τουριστικά καταλύματα 10-50 κλινών σε περιοχές εκτός σχεδίων πόλεων και εκτός ορίων οικισμών σε περιοχές Natura ή μικρές επιχειρήσεις για τη ναυπήγηση και επισκευή σκαφών αναψυχής και αθλητικών σκαφών). Επί της ουσίας, και παράλληλα με τη μείωση του συνολικού προϋπολογισμού επένδυσης που απαιτείται για την ένταξη στις κατηγορίες ενίσχυσης, ως «στρατηγικές επενδύσεις» (άρθρο 2) μπορεί να νοείται πλέον σχεδόν κάθε επιχειρηματική δραστηριότητα, ακόμα και μικρού οικονομικού αποτελέσματος, θολώνοντας έτσι ακόμα περισσότερο τη διάκριση μεταξύ των κριτηρίων ένταξης στον επενδυτικό νόμο και των κριτηρίων για τις στρατηγικές επενδύσεις.

  • 8 Σεπτεμβρίου 2021, 19:06 | WWF Ελλάς

    Στη σημερινή συγκυρία, τόσο την ελληνική όσο και την παγκόσμια, δεν θα έπρεπε να θεωρούνται «στρατηγικές» επενδύσεις που αδειοδοτούνται χωρίς να διασφαλίζεται η μέγιστη δυνατή προστασία του περιβάλλοντος. Ωστόσο, αυτό συμβαίνει με την προτεινόμενη διάταξη, η οποία τροποποιεί, και μάλιστα άρδην, ορισμένες διατάξεις για την περιβαλλοντική αδειοδότηση.
    Με το άρθρο αυτό γίνεται επίσης εμφανές ότι ο πήχης για την ανάπτυξη στρατηγικών επενδύσεων έχει πέσει πλέον πολύ χαμηλά στην Ελλάδα: για πρώτη φορά βλέπουμε έργα αδειοδοτικής κατηγορίας Β, τα οποία υπόκεινται στις ούτως ή άλλως αμφισβητούμενης σε περιοχές Natura συμβατότητας με το ενωσιακό δίκαιο «πρότυπες περιβαλλοντικές δεσμεύσεις» (ΠΠΔ), να λογίζονται ως «στρατηγικές επενδύσεις». Σημειωτέον ότι κατά κανόνα οι δραστηριότητες που αδειοδοτούνται με ΠΠΔ θεωρούνται ως μικρής περιβαλλοντικής επίπτωσης λόγω της μικρής παραγωγικής τους δυναμικότητας (πχ μη κύρια τουριστικά καταλύματα 10-50 κλινών σε περιοχές εκτός σχεδίων πόλεων και εκτός ορίων οικισμών σε περιοχές Natura ή μικρές επιχειρήσεις για τη ναυπήγηση και επισκευή σκαφών αναψυχής και αθλητικών σκαφών). Επί της ουσίας, και παράλληλα με τη μείωση του συνολικού προϋπολογισμού επένδυσης που απαιτείται για την ένταξη στις κατηγορίες ενίσχυσης, ως «στρατηγικές επενδύσεις» (άρθρο 2) μπορεί να νοείται πλέον σχεδόν κάθε επιχειρηματική δραστηριότητα, ακόμα και μικρής
    Καταρχάς, η εξαίρεση όλων των στρατηγικών επενδύσεων που δεν βρίσκονται εντός περιοχών Natura 2000 από την Ειδική Οικολογική Αξιολόγηση παραβιάζει το ενωσιακό δίκαιο, εφόσον οι επενδύσεις αυτές μπορούν να επηρεάσουν τις περιοχές στις οποίες σχεδιάζεται η ανάπτυξή τους (π.χ., μέσω εκπομπών και οχλήσεων από απόσταση): μεταξύ άλλων, η άποψη αυτή επιβεβαιώνεται και από υπόθεση Pilot που εκκρεμεί σε βάρος της χώρας μας, και η οποία είναι γνωστή στο Υπουργείο Περιβάλλοντος [EU PILOT – EUP(2021)9806]. Το σημείο αυτό είναι σημαντικό για τις στρατηγικές επενδύσεις, που συνήθως είναι έργα σημαντικού μεγέθους. Ειδικά για τα έργα κοινού ενδιαφέροντος (Projects of Common Interest, PCI), τα οποία εντάσσονται από το νομοσχέδιο στις «αυτοδίκαια εντασσόμενες στρατηγικές επενδύσεις», το ενωσιακό δίκαιο προβλέπει ρητά ότι μέτρα που αφορούν τις κάθε είδους εκτιμήσεις περιβαλλοντικών επιπτώσεων «τελούν υπό την επιφύλαξη των υποχρεώσεων που απορρέουν από το δίκαιο της Ένωσης» (7 παρ. 7 Κανονισμού 347/2013). Παρεμπιπτόντως, θα πρέπει να σημειωθεί ότι παρόμοια έργα δεν μπορούν να εγκριθούν μέσω υπαγωγής σε Π.Π.Δ., μεταξύ άλλων επειδή δεν διασφαλίζεται η υποχρέωση διαβούλευσης με το ενδιαφερόμενο κοινό (9 και Παράρτημα V, σημείο 5 Κανονισμού 347/2013): η άποψη αυτή επιβεβαιώνεται ρητά και από το «Εγχειρίδιο Διαδικασιών Αδειοδότησης για Έργα Κοινού Ενδιαφέροντος» που έχει εκδοθεί από το ίδιο το Υπουργείο Ανάπτυξης (Ιούλιος 2016).
    Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι σε αντίθεση με όσα ισχυρίζεται το νομοσχέδιο, δεν υπάρχουν οριζόντιες εξαιρέσεις από τη δέουσα εκτίμηση: η υιοθέτηση νομικών λύσεων που αμφισβητούνται από την πλέον αρμόδια αρχή (δηλαδή την Ευρωπαϊκή Επιτροπή – βλ. την παραπάνω επιστολή PILOT) υπονομεύει, και δεν προάγει, τις στρατηγικές επενδύσεις. Εάν αυτό ήταν δυνατό, τότε η χωροθέτηση ενός οργανωμένου υποδοχέα εντός κάποιας περιοχής Natura 2000 θα μείωνε de facto την έκταση της τελευταίας: ωστόσο, αυτό δεν είναι δυνατό με βάση το ενωσιακό δίκαιο.
    Επιπροσθέτως, η διάταξη διακρίνεται από προχειρότητα και σοβαρές νομοτεχνικές αδυναμίες: το τρίτο εδάφιο παραπέμπει στον ν. 1650/1986, αλλά οι διατάξεις του ν. 1650/1986 που αφορούν την έγκριση περιβαλλοντικών όρων έχουν καταργηθεί (βλ. 31-32 ν. 4014/2011): σε ποιες ακριβώς διατάξεις του ν. 1650/1986 παραπέμπει η διάταξη; Παράλληλα, με δεδομένο ότι το πρώτο εδάφιο φαίνεται να μεταφέρει την αρμοδιότητα έγκρισης των περιβαλλοντικών όρων στρατηγικών επενδύσεων κατηγορίας Α2 και Β στο Υπουργείο Περιβάλλοντος, δεν είναι καθόλου σαφές ποιο είναι το αρμόδιο όργανο.

  • 8 Σεπτεμβρίου 2021, 17:57 | Ευάγγελος Πελέκης

    Σε κάθε περίπτωση στο σχέδιο νόμου έπρεπε να ζητείτε η σύμφωνη γνώμη των εκάστοτε ΟΤΑ. Οι φορείς αυτοί που εκφράζουν τος τοπικές κοινωνίες γνωρίζουν καλύτερα από τον καθένα να προασπίζονται την ταυτότητα τους και τους περιβαλλοντικούς όρους που θέλουν να ζήσουν και να αναπτυχθούν. Επίσης οι όλες επενδύσεις γίνονται και προϋπολογίζονται χωρίς να προσμετράται το κόστος επιπτώσεις όταν δεν υπάρχουν υποδομές ύδρευσης και αποχέτευσης, όταν δεν υπάρχει τοπικός πολεοδομικός σχεδιασμός που να προβλέπεται ή να υποστηρίζει με υποδομές τέτοιες μεγάλες επενδύσεις. Η γνωμοδότηση Περιφερειών είναι άφεση αμαρτιών για τις αποφάσεις. Τα περιφερειακά συμβούλια δεν πρέπει να αποφασίζουν με νομικούς όρους, δλδ νομιμότητα ή όχι, αλλά με πολιτικά δεδομένα και υπολογίζοντας την άποψη των τοπικών δημοτικών συμβουλίων. Σε κάθε περίπτωση πρέπει να διαφυλάσσεται ο χαρακτήρας του περιβάλλοντος και της τοπικής ιδιαιτερότητας και μορφολογίας. Δεν γινεται πχ σε νησιά που δεν υπήρξαν ποτε πόλεις όπως η Μύκονος, ξαφνικά να δημιουργούνται πόλεις/χωριά ξενοδοχεία. Τρελος η κοινοχρησία των κοινόχρηστων περιοχή όπως δάση ή παραλίες σε περίπτωση επενδύσεων ΕΣΧΑΣΕ είναι εκ προοιμίου αν οπχι χαμένες περιπτώσεις σίγουρα προβληματικές. Το θέμα εν γένει δεν ειναι κι άλλη ανάπτυξη αλλά ποιά ανάπτυξη επιδιώκουμε, με τι ύφος και σε ποια κλίμακα ώστε να μι βλάψουμε τη μορφολογία κάθε περιοχής, και το χαρακτήρα κάθε κοινωνίας.

  • 5 Σεπτεμβρίου 2021, 22:30 | ΑΝΝΑ Λ.

    Δε νοείται να ομιλούμε για ισονομία και ισοπολιτεία όταν εντός του παρόντος άρθρου βρίσκουμε τη διατύπωση «…απόφαση του αρμοδίου οργάνου του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, κατά παρέκκλιση κάθε άλλης διάταξης που αφορά στην αρμοδιότητα έγκρισης των περιβαλλοντικών όρων…»

  • 30 Αυγούστου 2021, 23:32 | Κώστας Δημητρίου

    είναι ένα εντελώς γενικόλογο άρθρο -> αντί για αναφορά στο όργανο του υπουργείου, θα πρέπει να αναφέρεται το συγκεκριμένο όργανο που θα δίνει την έγκριση & κατά προτίμηση θα πρέπει να εδρεύει σε αποκεντρωμένη υπηρεσία του υπουργείου (με τοπική αρμοδιότητα την επένδυση), ενώ θα πρέπει α) να προβλέπονται συγκεκριμένα χρονικά όρια επεξεργασίας για έγκριση περιβαλλοντικών όρων με θετική ή αρνητική απόφαση & πρόβλεψη για ένσταση σε επιτροπή σε επιτροπή εδρεύουσα σε κάθε έδρα Αποκεντρωμένης Διοίκησης με προεδρεύοντα δικηγόρο παρ’ Α.Π. που θα υποδεικνύεται με κλήρωση από την λίστα των ενδιαφερόμενων δικηγόρων παρ’ Αρείω Πάγω της εφετειακής περιφέρειας για να συμμετέχουν στην επιτροπή και θα συμμετέχουν ένα μέλος από τους ΟΤΑ α’ βαθμού, ένα μέλος από τους ΟΤΑ β’ βαθμού, ένα από το ΤΕΕ & ένα από το ΓΕΩΤΕΕ, ενώ γραμματειακή υποστήριξη θα έχει δικηγόρος παρά πρωτοδίκαις ή παρ’εφέταις που θα υποδεικνύεται με κλήρωση από την λίστα των ενδιαφερομένων δικηγόρων της εφετειακής περιφέρειας
    ομοίως να προβλέπεται με απόφαση Υπουργού να είναι δυνατό να συσταθούν και να λειτουργήσουν επιτροπές για εκδίκαση ενστάσεων και στις έδρες των Περιφερειακών Ενοτήτων της Αποκεντρωμένης Διοίκησης , αν κριθεί απαραίτητο.
    Να προβλέπεται σε περίπτωση που απορριφθεί και δεν δοθεί έγκριση περιβαλλοντικών όρων , άσκηση αίτησης ακυρώσεως στο κατά τόπον αρμόδιο Διοικητικό Εφετείο (με τριμελή ή πενταμελή σύνθεση) με βάση τον τόπο της επένδυσης