1. Οι ιδιοκτήτες των ακινήτων που βρίσκονται εντός του Ε.Π. και εντάσσονται στο ρυμοτομικό σχέδιο εφαρμογής συμμετέχουν στις δαπάνες για τη δημιουργία των κοινόχρηστων χώρων και των έργων υποδομής με εισφορές σε γη και σε χρήμα.
2. Η εισφορά σε γη αποτελείται από ποσοστό επιφάνειας κάθε ιδιοκτησίας πριν από την πολεοδόμησή της, το οποίο ανέρχεται σε είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) της αρχικής έκτασης της ιδιοκτησίας.
Σε περίπτωση συγκυριότητας εξ αδιαιρέτου, τα ποσοστά εισφοράς σε γη εφαρμόζονται στο εμβαδόν που αντιστοιχεί στο ιδανικό μερίδιο κάθε συνιδιοκτήτη, όπως έχει διαμορφωθεί κατά την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης έγκρισης ανάπτυξης του Ε.Π.. Ως εμβαδόν ιδιοκτησίας για τον υπολογισμό της εισφοράς σε γη θεωρούνται τα εμβαδά που έχουν οι ιδιοκτησίες κατά την ημερομηνία έκδοσης της εγκριτικής απόφασης. Σε εισφορά σε γη υποχρεούνται και οι ιδιοκτησίες που ανήκουν στο Δημόσιο, τους ο.τ.α. ή άλλα ν.π.δ.δ. ή ν.π.ι.δ..
3. Οι κοινόχρηστοι χώροι, που υφίστανται μέσα στα Ε.Π. κατά την ημερομηνία έκδοσης της εγκριτικής απόφασης του άρθρου 10, συνυπολογίζονται για τον προσδιορισμό της εισφοράς σε γη των ιδιοκτητών, η οποία μειώνεται κατά αντίστοιχο ποσοστό, με εξαίρεση τις εκτάσεις γης που ανήκουν στο Δημόσιο ή τους ο.τ.α. και μπορούν να αξιοποιηθούν από την πολεοδομική μελέτη για τις δραστηριότητες του άρθρου 5. Τα εδαφικά τμήματα που προέρχονται από εισφορά σε γη διατίθενται για τη δημιουργία άλλων κοινόχρηστων και κοινωφελών χώρων μέσα στα Ε.Π. και για τη δημιουργία νέων οικοπέδων προς αποκατάσταση ρυμοτομούμενων ιδιοκτησιών.
4. Η εισφορά σε χρήμα υπολογίζεται στο εμβαδόν της ιδιοκτησίας, όπως αυτή διαμορφώνεται με το ρυμοτομικό σχέδιο εφαρμογής και ανέρχεται στο δεκαπέντε τοις εκατό (15%) της αξίας που έχει αυτή, κατά τον χρόνο της έγκρισης του ρυμοτομικού σχεδίου εφαρμογής. Η εισφορά σε χρήμα υπολογίζεται βάσει της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου και το σύνολο των εισφορών σε χρήμα από το σύνολο των ιδιοκτητών δεν μπορεί να υπερβαίνει τον προϋπολογισμό των έργων υποδομής του Ε.Π.. Σε περιοχές όπου δεν εφαρμόζεται το αντικειμενικό σύστημα αξιών, η αξία της έκτασης προσδιορίζεται από την οικεία Δ.Ο.Υ.
Αν τα ποσά που συγκεντρώνονται από τις εισφορές σε χρήμα, μαζί με τις λοιπές πηγές χρηματοδότησης, δεν επαρκούν για την υλοποίηση των έργων υποδομής του Ε.Π., μπορεί να ορίζεται πρόσθετη εισφορά σε χρήμα πέραν του δεκαπέντε τοις εκατό (15%). Αν τα ποσά που συγκεντρώνονται από τις εισφορές υπερκαλύπτουν τα απαιτούμενα για την υλοποίηση των έργων υποδομής, το πλεόνασμα περιέρχεται στην Ε.Α.Δ.Ε.Π. για τους σκοπούς της και κατατίθεται σε ειδικό λογαριασμό.
5. Η εισφορά σε χρήμα βεβαιώνεται με ατομική διοικητική πράξη από την αρμόδια υπηρεσία της Αποκεντρωμένης Διοίκησης και καταβάλλεται, μετά την έγκριση του ρυμοτομικού σχεδίου εφαρμογής, σε ειδικό λογαριασμό της Ε.Α.Δ.Ε.Π. που τηρείται για τον σκοπό αυτό, σε έξι (6) ισόποσες εξαμηνιαίες δόσεις για την υλοποίηση των κοινόχρηστων χώρων και των έργων υποδομής. Με την ίδια πράξη καθορίζονται και τα σχετικά διαστήματα καταβολής των δόσεων. Οι δόσεις καταβάλλονται εντός προθεσμίας δύο (2) μηνών από τις προβλεπόμενες ημερομηνίες καταβολής. Η Ε.Α.Δ.Ε.Π. ενημερώνει την Αποκεντρωμένη Διοίκηση για τις εισπράξεις που έχουν πραγματοποιηθεί, σε τακτά χρονικά διαστήματα ανά υπόχρεο και χρέος.
Σε περίπτωση μη εμπρόθεσμης καταβολής δόσης, η οφειλή καθίσταται ληξιπρόθεσμη και με ευθύνη της Αποκεντρωμένης Διοίκησης, ενημερώνεται η αρμόδια, για την έκδοση του αποδεικτικού ενημερότητας, Δ.Ο.Υ. του οφειλέτη, για τη δέσμευση αυτής, με ανάλογη εφαρμογή της παρ. 3 του άρθρου 12 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ν. 4174/2013, Α΄ 43). Η δέσμευση της χορήγησης του αποδεικτικού ενημερότητας αίρεται αν εξοφληθούν ολικά οι βεβαιωμένες οφειλές προς την Ε.Α.Δ.Ε.Π..
6. Σε περίπτωση αδυναμίας εισφοράς σε χρήμα, ο ιδιοκτήτης υποχρεούται σε αντίστοιχη εισφορά γης. Αν τα οικόπεδα που προέρχονται από μετατροπή χρηματικής εισφοράς σε εισφορά σε γη πλεονάζουν, η Ε.Α.Δ.Ε.Π. μπορεί να χρησιμοποιεί τη γη αυτή για τις χρήσεις που επιτρέπονται στο Ε.Π. ή να την εκποιεί ή να παραχωρεί τη χρήση της. Επίσης, αν κριθεί από την αρμόδια υπηρεσία ότι η εισφορά σε γη πρέπει να ληφθεί από μη ρυμοτομούμενο τμήμα ιδιοκτησίας, πλην όμως το τμήμα αυτό δεν είναι αξιοποιήσιμο πολεοδομικά ή δεν προβλέπεται από την πολεοδομική μελέτη ή η αφαίρεσή του είναι φανερά επιζήμια για την ιδιοκτησία, μπορεί να μετατρέπεται σε ισάξια εισφορά σε χρήμα που διατίθεται αποκλειστικά για τη δημιουργία κοινόχρηστων χώρων ή έργων υποδομής στο Ε.Π..
7. Κατά τα λοιπά, για την εισφορά σε γη και την εισφορά σε χρήμα εφαρμόζεται το άρθρο 8 του ν. 1337/1983 (Α’ 33).