Άρθρο 7 – Άσκηση αντιπροσωπευτικών αγωγών, μέτρα για την παύση και την απαγόρευση παράνομης συμπεριφοράς προμηθευτών, μέτρα επανόρθωσης και/ή αποκατάστασης – Προσθήκη Κεφαλαίου Δ’ στο Μέρος Όγδοο του ν. 2251/1994

Στο Μέρος Όγδοο του ν. 2251/1994 (Α’ 191) προστίθεται Κεφάλαιο Δ’ ως εξής:

«ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ’
ΑΣΚΗΣΗ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΥΤΙΚΩΝ ΑΓΩΓΩΝ, ΜΕΤΡΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΥΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΠΑΡΑΝΟΜΗΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑΣ ΠΡΟΜΗΘΕΥΤΩΝ, ΜΕΤΡΑ ΕΠΑΝΟΡΘΩΣΗΣ ΚΑΙ/Η ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ

Άρθρο 10η
Άσκηση διασυνοριακών αντιπροσωπευτικών αγωγών
(άρθρο 6 Οδηγίας 2020/1828/ΕΕ)
1. Νομιμοποιούμενοι φορείς που έχουν οριστεί εκ των προτέρων σε άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τον σκοπό της άσκησης διασυνοριακών αντιπροσωπευτικών αγωγών μπορούν να ασκούν διασυνοριακές αγωγές ενώπιον των ελληνικών δικαστηρίων.
2. Αν η παράβαση του Παραρτήματος ΙΙ λαμβάνει χώρα στην ελληνική Επικράτεια και επηρεάζει ή ενδέχεται να επηρεάσει καταναλωτές και σε άλλα κράτη μέλη, η αντιπροσωπευτική αγωγή μπορεί να ασκηθεί ενώπιον των ελληνικών δικαστηρίων, από διάφορους νομιμοποιούμενους φορείς και άλλων κρατών μελών, προκειμένου να προστατευθούν τα συλλογικά συμφέροντα καταναλωτών και σε άλλα κράτη μέλη.
3. Για την απόδειξη του νομικού καθεστώτος του νομιμοποιούμενου φορέα να ασκήσει διασυνοριακή αντιπροσωπευτική αγωγή, λαμβάνεται υπόψη η εγγραφή στο ΜΗ.Ν.Φ.Α.Α. της περ. α) της παρ. 1 του άρθρου 10δ ή ο κατάλογος που δημοσιεύεται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 5 της Οδηγίας (ΕΕ) 2020/1828. Κατά την εφαρμογή του παρόντος τα δικαστήρια δύναται να ελέγχουν αν ο καταστατικός σκοπός του νομιμοποιούμενου φορέα, δικαιολογεί την άσκηση αγωγής σε συγκεκριμένη υπόθεση.

Άρθρο 10θ
Αντιπροσωπευτικές αγωγές
(άρθρο 7 Οδηγίας 2020/1828/ΕΕ)
1. Αντιπροσωπευτικές αγωγές ενώπιον δικαστηρίων ασκούν αποκλειστικά οι ενώσεις καταναλωτών που έχουν εγγραφεί στο ΜΗ.Ν.Φ.Α.Α. της περ. α) της παρ. 1 του άρθρου 10δ ή οι νομιμοποιούμενοι φορείς άλλων κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης που έχουν εγγραφεί στον κατάλογο που δημοσιεύει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 5 της Οδηγίας (ΕΕ) 2020/1828.
2. Κατά την άσκηση αντιπροσωπευτικής αγωγής, οι φορείς της παρ. 1 παρέχουν επαρκείς πληροφορίες σχετικά με τους καταναλωτές, στους οποίους αφορά η αντιπροσωπευτική αγωγή.
3. Οι φορείς της παρ. 1 ζητούν ιδίως:
α) την παύση ή την απαγόρευση παράνομης συμπεριφοράς των προμηθευτών, ακόμη και πριν αυτή εκδηλωθεί, όταν συνίσταται σε παράβαση του Παραρτήματος IΙ, από την οποία προκύπτει ή ενδέχεται να προκύψει ζημία των συλλογικών συμφερόντων των καταναλωτών,
β) την κατά περίπτωση επανόρθωση και/ή αποκατάσταση, ιδίως μέσω αποζημίωσης ή χρηματικής ικανοποίησης, επισκευής, αντικατάστασης, μείωσης του τιμήματος και καταγγελίας της σύμβασης ή επιστροφής του καταβληθέντος τιμήματος.

Άρθρο 10ι
Μέτρα για την παύση ή την απαγόρευση παράνομης συμπεριφοράς των προμηθευτών
(άρθρο 8 Οδηγίας 2020/1828/ΕΕ)
1. Τα μέτρα της περ. α) της παρ. 3 του άρθρου 10θ μπορούν να λαμβάνουν τη μορφή προσωρινού ή οριστικού μέτρου για την παύση ή την απαγόρευση πρακτικής, όταν η ως άνω πρακτική θεωρείται ή διαπιστώνεται, αντίστοιχα, ότι συνιστά παράβαση του Παραρτήματος ΙΙ.
2. Τα οριστικά μέτρα για την παύση ή την απαγόρευση πρακτικής της παρ. 1, μπορεί να περιλαμβάνουν:
α) απόφαση ότι η πρακτική συνιστά παράβαση του Παραρτήματος ΙΙ, και
β) υποχρέωση δημοσίευσης της απόφασης εν όλω ή εν μέρει, με τη μορφή την οποία κρίνει κατάλληλη το δικαστήριο ή υποχρέωση δημοσίευσης διορθωτικής δήλωσης από τον προμηθευτή.
3. Προκειμένου να ζητήσει ένας νομιμοποιούμενος φορέας μέτρα για την παύση ή την απαγόρευση παράνομης συμπεριφοράς προμηθευτών, δεν είναι απαραίτητη η έκφραση της βούλησης των μεμονωμένων καταναλωτών για εκπροσώπηση από τον νομιμοποιούμενο φορέα. Ο νομιμοποιούμενος φορέας δεν υποχρεούται να αποδείξει:
α) την πραγματική ζημία ή βλάβη των μεμονωμένων καταναλωτών που θίγονται από την παράβαση ή
β) τον δόλο ή την αμέλεια του προμηθευτή.
4. Με την ίδια αίτηση για λήψη μέτρου για την παύση ή την απαγόρευση παράνομης συμπεριφοράς ενός προμηθευτή, ο νομιμοποιούμενος φορέας δύναται να αιτηθεί επιπρόσθετα, ως κύρωση, την καταβολή σε αυτόν χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης του συνόλου των καταναλωτών. Για τον καθορισμό της χρηματικής ικανοποίησης, λαμβάνονται υπόψη, ιδίως, η ένταση της προσβολής, το μέγεθος της εναγόμενης επιχείρησης του προμηθευτή και κυρίως, ο ετήσιος κύκλος εργασιών της, καθώς και οι ανάγκες της γενικής και ειδικής πρόληψης. Χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης του συνόλου των καταναλωτών για την αυτή παράβαση παρέχεται μια μόνο φορά. Αν αγωγή για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης απορριφθεί αμετάκλητα ως προφανώς αβάσιμη, ο εναγόμενος προμηθευτής μπορεί να ζητήσει για τον ίδιο λόγο με αγωγή του, η οποία ασκείται εντός προθεσμίας έξι (6) μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία η απορριπτική απόφαση κατέστη αμετάκλητη, αποζημίωση ή χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης από την ενάγουσα ένωση καταναλωτών και προσωπικά από τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου, τα οποία ευθύνονται εις ολόκληρον.

Άρθρο 10ια
Μέτρα επανόρθωσης και/ή αποκατάστασης
(άρθρο 9 Οδηγίας 2020/1828/ΕΕ)
1. Με την αγωγή για επανόρθωση και/ή αποκατάσταση ο νομιμοποιούμενος φορέας αιτείται να υποχρεωθεί ο προμηθευτής να παράσχει στους ενδιαφερόμενους καταναλωτές μέσα έννομης προστασίας, όπως αποζημίωση ή χρηματική ικανοποίηση, επισκευή, αντικατάσταση, μείωση του τιμήματος, καταγγελία της σύμβασης ή επιστροφή του καταβληθέντος τιμήματος.
2. Στην αγωγή για επανόρθωση και/ή αποκατάσταση δεν είναι απαραίτητος ο προσδιορισμός των μεμονωμένων καταναλωτών που δικαιούνται να επωφεληθούν από τα μέσα έννομης προστασίας, αλλά αρκεί η περιγραφή της ομάδας των καταναλωτών που δικαιούνται να επωφεληθούν από αυτά.
3. Οι μεμονωμένοι καταναλωτές δύνανται να εκφράσουν τη ρητή βούλησή τους να εκπροσωπηθούν από τον νομιμοποιούμενο φορέα στο πλαίσιο αγωγής για επανόρθωση και/ή αποκατάσταση, και να δεσμευθούν από το αποτέλεσμά της, μέχρι την υποβολή των προτάσεων επί της αγωγής, με την επιφύλαξη της παρ. 6. Ο νομιμοποιούμενος φορέας συνυποβάλλει με τις προτάσεις του τις βεβαιώσεις των μεμονωμένων καταναλωτών που έχει παραλάβει.
4. Οι καταναλωτές που έχουν εκφράσει ρητά τη βούλησή τους να εκπροσωπηθούν στο πλαίσιο αντιπροσωπευτικής αγωγής δεν μπορούν να εκπροσωπούνται ούτε σε άλλες αντιπροσωπευτικές αγωγές, ούτε να ασκούν μεμονωμένα αγωγή για τα ίδια πραγματικά περιστατικά και κατά του ίδιου προμηθευτή.
5. Οι καταναλωτές δεν λαμβάνουν αποζημίωση πέραν της μιας φοράς για τα ίδια πραγματικά περιστατικά κατά του ίδιου προμηθευτή.
6. Αν η απόφαση που κάνει δεκτή την αγωγή για επανόρθωση και/ή αποκατάσταση καταστεί τελεσίδικη, μεμονωμένος καταναλωτής μπορεί να επωφελείται από μέτρα επανόρθωσης και/ή αποκατάστασης σύμφωνα με την ακόλουθη διαδικασία:
Εντός της ταχθείσας με τη δικαστική απόφαση προθεσμίας γνωστοποιεί εγγράφως στον προμηθευτή, κατά του οποίου εκδόθηκε η εν λόγω απόφαση, την απαίτησή του, αναφέροντας τα στοιχεία που την προσδιορίζουν. Μετά την άπρακτη παρέλευση τριάντα (30) ημερών από την έγγραφη γνωστοποίηση, ο καταναλωτής, εφόσον δεν ικανοποιηθεί, μπορεί να υποβάλει αίτηση στη Γενική Γραμματεία Εμπορίου στην οποία επισυνάπτει:
α) τη δικαστική απόφαση,
β) τα αποδεικτικά έγγραφα, από τα οποία προκύπτει η απαίτηση, καθώς και οποιαδήποτε άλλα έγγραφα αποδεικνύουν την πλήρωση ενδεχόμενων όρων που έχουν τεθεί με την απόφαση,
γ) έγγραφο από το οποίο προκύπτει η υποβολή αιτήματος στον προμηθευτή, τουλάχιστον τριάντα (30) ημέρες, πριν από την υποβολή της αίτησης στη Γενική Γραμματεία Εμπορίου και εντός της ταχθείσας, από το δικαστήριο, προθεσμίας.
Εφόσον από τα υποβληθέντα έγγραφα προκύπτει ότι ο μεμονωμένος καταναλωτής δικαιούται να επωφεληθεί από μέτρα επανόρθωσης και/ή αποκατάστασης, το αρμόδιο όργανο του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων εκδίδει απόφαση, με την οποία καλεί τον προμηθευτή να προβεί στο μέτρο επανόρθωσης και/ή αποκατάστασης, εντός προθεσμίας πέντε (5) ημερών. Σε περίπτωση άπρακτης παρέλευσης της εν λόγω προθεσμίας, το αρμόδιο όργανο του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων εκδίδει απόφαση για την επιβολή κυρώσεων, σύμφωνα με την περ. β) της παρ. 2 του άρθρου 13α.
7. Τα υπόλοιπα κεφαλαίων επανόρθωσης και/ή αποκατάστασης, που δεν ανακτώνται εντός της προθεσμίας που ορίζει το δικαστήριο από τους καταναλωτές, οι οποίοι εξέφρασαν τη βούληση να εκπροσωπηθούν από νομιμοποιούμενο φορέα, μέχρι την υποβολή των προτάσεων, περιέρχονται στον νομιμοποιούμενο φορέα.
8. Τα μέσα έννομης προστασίας που παρέχονται μέσω των μέτρων επανόρθωσης και/ή αποκατάστασης στο πλαίσιο μιας αντιπροσωπευτικής αγωγής δεν θίγουν επιπρόσθετα μέσα έννομης προστασίας, τα οποία ευρίσκονται στη διάθεση των καταναλωτών, που δεν αποτέλεσαν αντικείμενο της εν λόγω αντιπροσωπευτικής αγωγής.

Άρθρο 10ιβ
Δικονομικά ζητήματα σχετικά με την άσκηση αντιπροσωπευτικής αγωγής
(άρθρα 15, 16, 17, 18 και παρ. 1 και 2 άρθρου 20 Οδηγίας 2020/1828/ΕΕ)
1. Αρμόδιο για την εκδίκαση αντιπροσωπευτικής αγωγής είναι το πολυμελές πρωτοδικείο της κατοικίας ή της έδρας του εναγόμενου προμηθευτή. Αν αντικείμενο της αντιπροσωπευτικής αγωγής αποτελεί ραδιοτηλεοπτική διαφήμιση, αρμόδιο είναι το πολυμελές πρωτοδικείο της έδρας του ραδιοφωνικού ή τηλεοπτικού σταθμού.
2. Αντιπροσωπευτική αγωγή με αίτημα την παύση ή την απαγόρευση παράνομης συμπεριφοράς ασκείται σε αποκλειστική προθεσμία ενός (1) έτους από την τελευταία εκδήλωση της παράνομης συμπεριφοράς που αποτελεί τη βάση της.
3. Η άσκηση της αντιπροσωπευτικής αγωγής με αίτημα την παύση ή την απαγόρευση παράνομης συμπεριφοράς διακόπτει τις προθεσμίες παραγραφής ως προς τους καταναλωτές τους οποίους αφορά η ανωτέρω αντιπροσωπευτική αγωγή.
4. Αντιπροσωπευτική αγωγή με αίτημα την παύση ή την απαγόρευση παράνομης συμπεριφοράς δικάζεται κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, στη συντομότερη δυνατή δικάσιμο. Το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την προσωρινή εκτέλεση της απόφασης. Οι έννομες συνέπειες που προκύπτουν από την απόφαση αυτή ισχύουν έναντι όλων, ακόμα και αν αυτοί δεν ήταν διάδικοι.
5. Η άσκηση αντιπροσωπευτικής αγωγής με την οποία ζητείται μέτρο επανόρθωσης και/ή αποκατάστασης διακόπτει τις ισχύουσες προθεσμίες παραγραφής ως προς τους καταναλωτές στους οποίους αφορά.
6. Αντιπροσωπευτική αγωγή με αίτημα τη λήψη μέτρου επανόρθωσης και/ή αποκατάστασης δικάζεται κατά την τακτική διαδικασία. Για την ως άνω αντιπροσωπευτική αγωγή δεν καταβάλλεται δικαστικό ένσημο.
7. Η απόφαση που κάνει δεκτή αγωγή για επανόρθωση και/ή αποκατάσταση προσδιορίζει τους όρους, τα απαιτούμενα αποδεικτικά στοιχεία, καθώς και την προθεσμία, εντός της οποίας μεμονωμένος καταναλωτής, ο οποίος δεν είχε εκφράσει τη βούλησή του να εκπροσωπηθεί από νομιμοποιούμενο φορέα στο πλαίσιο της αγωγής, δύναται να επωφεληθεί από τα μέσα έννομης προστασίας που χορηγήθηκαν με την απόφαση.
8. Η τελεσίδικη απόφαση των ελληνικών δικαστηρίων, ή του δικαστηρίου ή διοικητικής αρχής άλλου κράτους μέλους, σχετικά με την ύπαρξη παράβασης που θίγει τα συλλογικά συμφέροντα των καταναλωτών μπορεί να χρησιμοποιηθεί από κάθε ενάγοντα ως απόδειξη, βάσει της αρχής της ελεύθερης εκτίμησης των αποδείξεων του άρθρου 340 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985, Α’ 182) στο πλαίσιο κάθε άλλης αγωγής ενώπιον των ελληνικών δικαστηρίων, με την οποία ζητούνται μέτρα επανόρθωσης και/ή αποκατάστασης κατά του ίδιου προμηθευτή σε σχέση με την ίδια πρακτική.

Άρθρο 10ιγ
Συμβιβασμός για τη λήψη μέτρων επανόρθωσης και/ή αποκατάστασης
(άρθρο 11 Οδηγίας 2020/1828/ΕΕ)
1. Για την έγκριση συμβιβασμού σε αντιπροσωπευτική αγωγή για μέτρα επανόρθωσης και/ή αποκατάστασης, ο νομιμοποιούμενος φορέας και ο προμηθευτής μπορούν από κοινού να προτείνουν στο δικαστήριο συμβιβασμό αναφορικά με την επανόρθωση και/ή αποκατάσταση υπέρ των ενδιαφερόμενων καταναλωτών.
2. Ο συμβιβασμός της παρ. 1 υπόκειται στον έλεγχο του δικαστηρίου, το οποίο εξετάζει αν παραβιάζει τα άρθρα 214Α έως 214Γ του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985, Α’ 182) ή περιλαμβάνει όρους που δεν μπορούν να εφαρμοστούν, λαμβάνοντας υπόψη τα δικαιώματα και τα συμφέροντα όλων των μερών, ιδίως των καταναλωτών.
3. Οι εγκεκριμένοι συμβιβασμοί είναι δεσμευτικοί για τον νομιμοποιούμενο φορέα, τον προμηθευτή και τους ενδιαφερόμενους μεμονωμένους καταναλωτές. Μεμονωμένοι καταναλωτές, τους οποίους αφορούν η αντιπροσωπευτική αγωγή και ο επακόλουθος συμβιβασμός, δύνανται να αποδεχθούν ή να αρνηθούν να δεσμευτούν από τον συμβιβασμό που αναφέρεται στην παρ. 1 με τη διαδικασία και εντός της προθεσμίας της απόφασης της παρ. 4θ του άρθρου 14.
4. Η επανόρθωση και/ή η αποκατάσταση που επιτυγχάνονται μέσω εγκεκριμένου συμβιβασμού της παρ. 2 δεν θίγουν οιαδήποτε επιπρόσθετα μέσα έννομης προστασίας που διατίθενται στους καταναλωτές, τα οποία δεν αποτέλεσαν αντικείμενο του εν λόγω διακανονισμού.».

  • 1. Αναφορικά με το Άρθρο 10ιγ-Συμβιβασμός για τη λήψη μέτρων επανόρθωσης και/ή αποκατάστασης, παρ.1, θα θέλαμε να επισημάνουμε τα εξής:
    Η διατύπωση της διάταξης δεν θεωρούμε ότι είναι σε αρμονία με τα καθ’ ημάς ισχύοντα. Στο ελληνικό δίκαιο εφόσον από τη φύση του αντικειμένου της διαφοράς αυτή επιδέχεται συμβιβασμό, δεν νοείται διαδικασία «έγκρισης» διακανονισμού που έχει συμφωνηθεί μεταξύ των διαδίκων από το δικαστήριο ούτε και διαδικασία διαβούλευσης μεταξύ του δικαστηρίου και των μερών. Υπάρχει απόλυτη ελευθερία των μερών να συμφωνήσουν ένα συμβιβασμό/διακανονισμό.
    Η διαδικασία της διαμεσολάβησης δεν προβλέπεται για όλες τις υποθέσεις, αφορά κατά κύριο λόγο την τακτική διαδικασία, ενώ υπάρχουν αρκετές υποθέσεις που εξαιρούνται.
    Ακόμα και η διαδικασία της διαμεσολάβησης όπως προβλέπεται από τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, αφενός δεν είναι υποχρεωτική για τα μέρη, συνεπώς υποβάλλονται σε αυτήν μόνον εφόσον συμφωνούν, ο διαμεσολαβητής δεν έχει καμία δικαιοδοτική εξουσία παρά μόνο διευκολύνει τα μέρη προκειμένου να καταλήξουν σε μία συμφωνία, το ίδιο δε ισχύει και στην δικαστική διαμεσολάβηση, με τη μόνη διαφοροποίηση ότι σε αυτήν ο διαμεσολαβητής είναι δικαστής που έχει την κατάλληλη εκπαίδευση.
    Στην Ελλάδα ακόμα ο θεσμός της διαμεσολάβησης δεν έχει σημειώσει αξιόλογη πρόοδο και επιτυχία.
    Σε κάθε περίπτωση υπάρχουν προβλέψεις για τη δυνατότητα συμβιβασμού των μερών στο ελληνικό δίκαιο χωρίς να χρειάζεται θεωρούμε να προστεθεί κάτι επιπλέον.
    2. Αναφορικά με το Άρθρο 10ιγ-Συμβιβασμός για τη λήψη μέτρων επανόρθωσης και/ή αποκατάστασης, παρ.2, θα θέλαμε να επισημάνουμε τα εξής:
    Δε νοείται αξιολόγηση ενός διακανονισμού από το δικαστήριο ούτε εκτίμηση για έγκριση ή μη ενός διακανονισμού, καθώς αυτός είναι αποκλειστικά θέμα απόφασης των μερών. Δεν νοείται η παρέμβαση του δικαστηρίου στο σημείο αυτό. Εάν ο μεμονωμένος καταναλωτής κρίνει ότι ο διακανονισμός δεν τον βρίσκει σύμφωνο θα έχει το δικαίωμα να δηλώσει την απόφασή του να μην δεσμευθεί από αυτόν, όπως αντίστοιχα έχει το σχετικό δικαίωμα για μία απόφαση επί αντιπροσωπευτικής αγωγής, ως έχει ήδη αναφερθεί ανωτέρω. Συνεπώς τον έλεγχο του διακανονισμού θα τον κάνει τελικώς και ο ίδιος ο καταναλωτής.
    3. Αναφορικά με το Άρθρο 10ιγ-Συμβιβασμός για τη λήψη μέτρων επανόρθωσης και/ή αποκατάστασης, παρ.3, θα θέλαμε να επσημάνουμε ότι θα πρέπει να προβλεφθεί σχετική διάταξη σε περίπτωση που το δικαστήριο δεν εγκρίνει το συμβιβασμό.

  • Αναφορικά με το Άρθρο 7, Άρθρο 10ια, προτείνουμε να προστεθεί η παρ.9 ως εξής:
    “9). Ο νομιμοποιούμενος φορέας μπορεί να αιτείται τα μέτρα επανόρθωσης και/ή αποκατάστασης του παρόντος άρθρου και για κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο στο οποίο τυγχάνουν εφαρμογής οι διατάξεις με βάση την προστασία του καταναλωτή”.

    Αιτιολογία:
    Ο ισχύων νόμος (ν.2251/1994/ΓΟΣ άρθρο 2,παρ. 9β) επεκτείνει την προστασία του καταναλωτή και στις μικρές επιχειρήσεις. Θα πρέπει να προβλεφθεί η επέκταση της προστασίας και στη συγκεκριμένη κατηγορία. Ως εκ τούτου οι ενώσεις καταναλωτών θα πρέπει να δύνανται να τους εκπροσωπούν στα δικαστήρια.

  • 1. Αναφορικά με το Άρθρο 7, Άρθρο 10β, στον τίτλο “Δικονομικά ζητήματα σχετικά με την άσκηση αντιπροσωπευτικής αγωγής (άρθρα 15, 16, 17, 18 και παρ. 1 και 2 άρθρου 20 Οδηγίας 2020/1828/ΕΕ)», θα πρέπει να προστεθεί και το άρθρο 19 της Οδηγίας.
    2. Επιπροσθέτως αν και αναφέρονται στην επικεφαλίδα τα άρθρα της Οδηγίας η συγκεκριμένη διάταξη δεν περιλαμβάνει κάτι για την ταχύτητα της διαδικασίας (άρθρο 17 Οδηγίας), ούτε για τα αποδεικτικά μέσα (άρθρο 18 Οδηγίας) και τις κυρώσεις (άρθρο 19 Οδηγίας).
    3. Επίσης, προτείνουμε συμπλήρωση της διάταξης στην παρ. 4, αναφορικά με τη μη καταβολή δικαστικού ενσήμου όπως προβλέπεται στην παρ. 6.
    Ειδικότερα ως εξής:“Αντιπροσωπευτική αγωγή με αίτημα την παύση ή την απαγόρευση παράνομης συμπεριφοράς δικάζεται κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, στη συντομότερη δυνατή δικάσιμο και δεν καταβάλλεται δικαστικό ένσημο. Το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την προσωρινή εκτέλεση της απόφασης. Οι έννομες συνέπειες που προκύπτουν από την απόφαση αυτή ισχύουν έναντι όλων, ακόμα και αν αυτοί δεν ήταν διάδικοι”.

    Αιτιολόγηση
    Θεωρούμε απολύτως αναγκαία για την στήριξη των καταναλωτών και σε εφαρμογή του άρθρου 20 της Οδηγίας την απαλλαγή της ένωσης καταναλωτών από την υποχρέωση καταβολής δικαστικού ενσήμου όταν αίτημα είναι η χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Ουδείς λόγος υπάρχει για τη διαφοροποίηση αυτού του αιτήματος σε σχέση με το αίτημα για μέτρα επανόρθωσης ή αποκατάστασης της παραγράφου 6 κατωτέρω.
    4. Στην παρ. 6. προτείνουμε συμπλήρωση της διάταξης ως εξής: “Αντιπροσωπευτική αγωγή με αίτημα τη λήψη μέτρου επανόρθωσης και/ή αποκατάστασης δικάζεται κατά την τακτική διαδικασία στη συντομότερη δυνατή δικάσιμο Για την ως άνω αντιπροσωπευτική αγωγή δεν καταβάλλεται δικαστικό ένσημο”
    Αιτιολόγηση
    Και εδώ είναι αναγκαία η πρόβλεψη για την ανάγκη της επιτάχυνσης της διαδικασίας και της επιτάχυνσης στον καθορισμό δικασίμου για τη συζήτηση της αγωγής αυτής.
    5. Τέλος, στην παρ. 8, αν και αναφέρεται στην επικεφαλίδα, η διάταξη δεν περιλαμβάνει κάτι για τα αποδεικτικά μέσα (άρθρο 18 Οδηγίας).

    Είναι ακαγκαία η προσθήκη ειδικής πρόβλεψης με το εξής περιεχόμενο:
    «Οταν ο νομιμοποιούμενος φορέας έχει υποβάλει ευλόγως διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία επαρκούν για την υποστήριξη αντιπροσωπευτικής αγωγής και έχει υποδείξει ότι επιπρόσθετα αποδεικτικά στοιχεία βρίσκονται στη σφαίρα επιρροής του εναγομένου και εφόσον υποβληθεί σχετικό αίτημα το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την κοινοποίηση των εν λόγω στοιχείων στο νομιμοποιούμενο φορέα στα πλαίσια της υφιστάμενης διαδικασίας της αντιπροσωπευτικής αγωγής. Εφόσον τα επιπρόσθετα αποδεικτικά στοιχεία βρίσκονται στα χέρια τρίτου το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την κοινοποίηση στον νομιμοποιούμενο φορεά εφόσον υποβληθεί σχετικό αίτημα όπως προβλέπεται από τις δικονομικές διατάξεις.»
    Με την πρόβλεψη αυτή υλοποιείται το άρθρο 18 της Οδηγίας.

  • Αναφορικά με το Άρθρο 7, Άρθρο 10ια, παρ.7. “Τα υπόλοιπα κεφαλαίων επανόρθωσης και/ή αποκατάστασης, που δεν ανακτώνται εντός της προθεσμίας που ορίζει το δικαστήριο από τους καταναλωτές, οι οποίοι εξέφρασαν τη βούληση να εκπροσωπηθούν από νομιμοποιούμενο φορέα, μέχρι την υποβολή των προτάσεων, περιέρχονται στον νομιμοποιούμενο φορέα”, θεωρούμε ότι η χρησιμότητα θα είναι περιορισμένη καθώς το δικαστήριο δεν θα μπορεί να θέσει προθεσμία μικρότερη από την παραγραφή απαιτήσεως που καλύπτεται από δικαστική απόφαση.

  • 1. Αναφορικά με το Άρθρο 7, Άρθρο 10ι-Μέτρα για την παύση ή την απαγόρευση παράνομης συμπεριφοράς των προμηθευτών, παρ. 4, “Με την ίδια αίτηση για λήψη μέτρου για την παύση ή την απαγόρευση παράνομης συμπεριφοράς ενός προμηθευτή,…”, θεωρούμε ότι ο όρος “αίτηση” θα πρέπει να αντικατασταθεί από τον όρο «αγωγή» ως πιο δόκιμος.

    2. Επίσης, στην ίδια παράγραφο και συγκεκριμένα στη φράση: “..Για τον καθορισμό της χρηματικής ικανοποίησης, λαμβάνονται υπόψη, ιδίως, η ένταση της προσβολής ….”, προτείνουμε να προστεθεί στη συνέχεια η φράση: “της έννομης τάξης που συνιστά την παράνομη συμπεριφορά»

    3. Τέλος, στην ίδια παράγραφο προτείνεται να απαλειφθεί η τελευταία φράση: «…και προσωπικά από τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου, τα οποία ευθύνονται εις ολόκληρον»

    Αιτιολόγηση
    Θεωρούμε ότι πρέπει να απαλειφθεί η σχετική διάταξη, δηλαδή η πρόβλεψη της προσωπικής και εις ολόκληρον ευθύνης των μελών του ΔΣ σε περίπτωση αμετάκλητης απόρριψης αιτήματος χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης ως προφανώς αβάσιμης.
    Η διάταξη αυτή θέτει αδικαιολόγητους περιορισμούς και αποτυπώνει μια διάχυτη δυσπιστία απέναντι στις ενώσεις καταναλωτών.
    Η διάταξη δεν συνάδει αρχικώς με τη φύση των ενώσεων καταναλωτών ως σωματείων μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα (ένωση προσώπων και όχι εταιρεία), και επίσης έρχεται σε ευθεία αντίθεση με την αρχή της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου, την οποία η νομολογία μας στηρίζει χωρίς εξαίρεση. Περαιτέρω δε με τη διάταξη αυτή καθιερώνεται ουσιαστικά αντικειμενική ευθύνη των μελών του ΔΣ, ανεξαρτήτως της συνδρομής των προϋποθέσεων της αδικοπρακτικής ευθύνης, ανεξαρτήτως της ύπαρξης υπαιτιότητας.
    Προσωπική ευθύνη μελών του διοικητικού συμβουλίου κατά τη νομολογία απαντάται σε περίπτωση εταιρικών χρεών προς το ΙΚΑ και το Δημόσιο, δεν θεωρούμε δε ότι μπορεί να γίνει δεκτή η αναλογική εφαρμογή στην περίπτωση της αμετάκλητης απόρριψης αιτήματος αγωγής ως προφανώς αβάσιμης.
    Θα θέλαμε να τονίσουμε ότι η πρόβλεψη της ιδιαίτερα βαριάς αυτής ευθύνης για τα μέλη του ΔΣ απλώς αποτελεί παράγοντα ανασταλτικό στην χρήση ενός σημαντικού εργαλείου όπως οι συλλογικές αγωγές. Άλλωστε από τη μακρόχρονη εμπειρία μας από την άσκηση 62 συλλογικών αγωγών ουδέποτε έχει ανακύψει ανάλογο ζήτημα σχετικά με την αξιοπιστία των ενώσεων καταναλωτών.

  • Αναφορικά με το Άρθρο 7, Άρθρο 10ι-Μέτρα για την παύση ή την απαγόρευση παράνομης συμπεριφοράς των προμηθευτών, παρ. 2, εδάφιο α, “απόφαση ότι η πρακτική συνιστά παράβαση του Παραρτήματος ΙΙ”, θεωρούμε ότι η χρήση του όρου «απόφαση» δεν είναι επιτυχής αφού η δικαστική απόφαση δεν συνιστά μέτρο – ουσιαστικά εννοείται η αναγνώριση ότι η πρακτική συνιστά παράβαση των νομοθετημάτων του Παραρτήματος ΙΙ

  • Αναφορικά με το Άρθρο 7, Άρθρο 10θ-Αντιπροσωπευτικές αγωγές, παρ. 3β, θα θέλαμε να επισημάνουμε ότι η χρηματική ικανοποίηση που αναφέρεται στην εν λόγω παράγραφο δεν έχει σχέση με τη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, καθώς αυτή στο άρθρο 10ι, παρ. 4 περιλαμβάνεται στα μέτρα για την παύση ή απαγόρευση της παράνομης συμπεριφοράς.

  • Αναφορικά με το Άρθρο 7, Άρθρο 10θ-Αντιπροσωπευτικές αγωγές, παρ. 3 α, θεωρούμε αναγκαία τη συμπλήρωση του κειμένου του εδαφίου α) ως εξής:
    «α) την παύση ή την απαγόρευση παράνομης συμπεριφοράς των προμηθευτών, ακόμα και πριν αυτή εκδηλωθεί, όταν συνίσταται σε παράβαση των νομοθετημάτων που ενδεικτικά παρατίθενται στο Παράρτημα ΙΙ, από την οποία προκύπτει ή ενδέχεται να προκύψει ζημία των συλλογικών συμφερόντων των καταναλωτών, συμπεριλαμβανομένης και της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης καθώς και δέσμευσης, απόσυρσης ή καταστροφής ελαττωματικών προϊόντων που είναι επικίνδυνα για την ασφάλεια ή την υγεία του καταναλωτικού κοινού καθώς και λήψης μέτρων όπως η κατάλληλη δημοσίευση του συνόλου ή μέρους της απόφασης ή και η δημοσίευση επανορθωτικής δήλωσης ώστε να εκλείψουν τα συνεχιζόμενα αποτελέσματα της παράβασης.»

    Αιτιολογία:
    Η διατύπωση αυτή είναι σε συμφωνία με όσα έχουμε αναφέρει ανωτέρω σχετικά με το άρθρο 10α για το Πεδίο Εφαρμογής. Επιπλέον λόγω της σημασίας της είναι εξαιρετικά σημαντική η αναφορά στο σημείο αυτό της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης. Η αναφορά σε χρηματική ικανοποίηση στο εδάφιο β δεν έχει σχέση με την άνω χρηματική ικανοποίηση ως μέτρο στα πλαίσια αγωγής για την παύση της παράνομης συμπεριφοράς. Επίσης για την πληρότητα του κειμένου και καθώς δεν υπάρχει λόγος κατάργησης του υφισταμένου κειμένου είναι αναγκαίο να γίνει ξεχωριστή αναφορά και στα μέτρα της απόσυρσης κλπ. ως ανωτέρω.

  • Αναφορικά με το Άρθρο 7, Άρθρο 10θ-Αντιπροσωπευτικές αγωγές, παρ.1, δεν θεωρούμε ορθή την προσθήκη των νομιμοποιούμενων φορέων του καταλόγου του άρθρου 5 της Οδηγίας στους νομιμοποιούμενους να ασκήσουν αντιπροσωπευτική αγωγή, καθώς είναι σαφές ότι ο κατάλογος της παραγράφου 1 του άρθρου 5 της Οδηγίας περιλαμβάνει τους νομιμοποιούμενους φορείς για το σκοπό της άσκησης διασυνοριακών αντιπροσωπευτικών αγωγών και όχι εγχώριων αντιπροσωπευτικών αγωγών. Εγχώριες αντιπροσωπευτικές αγωγές θα δικαιούνται να ασκούν μόνο οι εγγεγραμμένες στο ΜΗΦΑΑ ενώσεις καταναλωτών.

  • Αναφορικά με το Άρθρο 7, Άρθρο 10θ-Αντιπροσωπευτικές αγωγές, παρ. 2 “Κατά την άσκηση αντιπροσωπευτικής αγωγής, οι φορείς της παρ. 1 παρέχουν επαρκείς πληροφορίες σχετικά με τους καταναλωτές, στους οποίους αφορά η αντιπροσωπευτική αγωγή”

    Σχόλιο:
    Θεωρούμε αναγκαία τη διευκρίνηση ότι οι επαρκείς πληροφορίες θα πρέπει να δίδονται στην περίπτωση που με την αντιπροσωπευτική αγωγή επιδιώκονται μέτρα επανόρθωσης ή/και αποκατάστασης, καθώς μόνο σε τέτοιου είδους αγωγές θα υπάρχουν απολύτως συγκεκριμένες πληροφορίες για τους καταναλωτές.