1. Κατά των αποφάσεων της Αδειοδοτούσας Αρχής με τις οποίες χορηγούνται άδειες εγκατάστασης και λειτουργίας στις δραστηριότητες που υπάγονται στις διατάξεις του παρόντος, καθώς επίσης και κατά των αποφάσεων με τις οποίες επιβάλλονται διοικητικές κυρώσεις, σύμφωνα με τις διατάξεις των παρ. 1, 2, 3 και 4 του άρθρου 33, χωρεί η ειδική διοικητική προσφυγή του άρθρου 227 του ν. 3852/2010, κατά τα προβλεπόμενα στις σχετικές διατάξεις αυτού. Η κοινοποίηση που γίνεται στη διεύθυνση που δηλώνει ο ενδιαφερόμενος είναι σε κάθε περίπτωση έγκυρη.
2. Ειδικώς κατά των αποφάσεων της Αδειοδοτούσας Αρχής, με τις οποίες απορρίπτονται αιτήματα για χορήγηση αδειών εγκατάστασης για ίδρυση δραστηριοτήτων των οποίων η αξία του μηχανολογικού τους εξοπλισμού υπερβαίνει το ποσό του ενός εκατομμυρίου ευρώ ή σε περίπτωση αποθηκών η αποθηκευτική τους ικανότητα υπερβαίνει τα είκοσι χιλιάδες κυβικά μέτρα, ο ενδιαφερόμενος μπορεί ν’ ασκήσει ενδικοφανή προσφυγή ενώπιον της Επιτροπής του άρθρου 35. Η προσφυγή αυτή ασκείται εντός προθεσμίας τριάντα ημερών από την κοινοποίηση στον ενδιαφερόμενο της απορριπτικής απόφασης. Τα ποσά της παρούσας παραγράφου μπορούν να αναπροσαρμόζονται με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας.
3. Ο καθορισμός της αξίας του μηχανολογικού εξοπλισμού ή σε περίπτωση αποθηκών της αποθηκευτικής τους ικανότητας για την εφαρμογή της προηγούμενης παραγράφου, γίνεται με βάση τα στοιχεία που υποβάλλονται από τον ενδιαφερόμενο για τη χορήγηση της άδειας εγκατάστασης.
4. Για τη συζήτηση της προσφυγής της παραγράφου 2 απαιτείται, με ποινή απαραδέκτου, η κατάθεση από τον ενδιαφερόμενο παραβόλου Δημοσίου Ταμείου ποσού που αντιστοιχεί στο μισό τοις χιλίοις επί της αξίας του μηχανολογικού εξοπλισμού της δραστηριότητας ή στο 2,5 τοις εκατό της αποθηκευτικής ικανότητας προκειμένου για αποθήκες και το οποίο, σε κάθε περίπτωση, δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσό των χιλίων πεντακοσίων ευρώ. Τα ποσά των παραβόλων αποτελούν πόρο της Γενικής Γραμματείας Βιομηχανίας του Υπουργείου Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας και καλύπτουν την αποζημίωση των μελών της Επιτροπής του άρθρου 35.
Η προσβολή της κοινής υπουργικής απόφασης εκδόσεως περιβαλλοντικών όρων, είτε από τρίτο είτε από τον επιχειρηματία σήμερα υπόκειται στην αποκλειστική αρμοδιότητα του ΣτΕ. Ασκούμενη από τρίτο, που μπορεί να είναι οποιοσδήποτε υπό το ένδυμα οικολογικής ή περιβαλλοντικής οργάνωσης (σύλλογος, σωματείο) ενδεδυμένο θεωρείται ως αίτηση ακυρώσεως που δικάζεται τάχιστα από το ΣτΕ(!!!) και έχει ως αποτέλεσμα ως επι το πλείστον να γίνεται δεκτή η αίτηση για τυπικούς λόγους, που έχουν τυποποιηθεί πλέον από το ΣτΕ και παρατίθενται πανομοιότυπα σε όλες τις αποφάσεις του και να εκδιώκεται ο επιχειρηματίας στα καλά καθούμενα, χωρίς και να το γνωρίζει μερικές φορές, χωρίς να έχει ένδικο βοήθημα.
Ασκούμενη από τον επιχειρηματία που θέλει να διορθώσει κάποιους όρους αυτής, θεωρείται ως διοικητική διαφορά ουσίας, που αφού δεν έχει υπαχθεί ακόμη στην δικαιοδοσία τα τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, δικάζεται από το ΣτΕ μετά 4 χρόνια κατά μέσον όρο.
Πιστεύω ότι η σχετική αρμοδιότητα του ΣτΕ πρέπει να μεταβιβασθεί στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια, έστω και στο Διοικητικό Εφετείο σε πρώτο βαθμό, ώστε αφ’ ενός να εξετάζεται πάντοτε η ουσία της υπόθεσης και κυρίως εάν πράγματι υφίσταται κίνδυνος για το περιβάλλον, αλλά και για να μην στερείται ο προσφεύγων από την κρίση της υπόθεσης σε δεύτερο βαθμό. ΄Οσον αφορά τις αιτήσεις ακυρώσεως των τρίτων, επειδή πολλές φορές εντελώς καταχρηστικά ασκούνται, κάποτε δολίως και εκβιαστικά, με καταστροφικά και άδικα αποτελέσματα για αναίτιους επιχειρηματίες, θα πρέπει να ορισθεί ένα μη ευκαταφρόνητο παράβολο,ώστε να μην μπορεί αβασάνιστα ο καθένας και με πρόσχημα το περιβάλλον, στην πραγματικότητα για την εξυπηρέτηση εντελώς διαφορετικών συμφερόντων να καταδιώκει ανύποπτες και αναίτιες επιχειρήσεις και υγιείς δραστηριότητες.
Στο αρ. 6 πρεπει να ξεκαθαριστει αν υπαρχουν και ποινικες κυρωσεις για παρανομη λειτουργια δραστηριοτητας