1. Προκειμένου να εκδοθεί ή τροποποιηθεί άδεια εγκατάστασης ή άδεια λειτουργίας ή να χορηγηθεί προθεσμία για τεχνική ανασυγκρότηση ή μεταφορά, για τις δραστηριότητες που εμπίπτουν στον παρόντα νόμο, θα πρέπει η ενδιαφερόμενη επιχείρηση να υποβάλλει στην αρμόδια Αδειοδοτούσα Αρχή αίτηση, με τα απαραίτητα δικαιολογητικά.
2. Η Αδειοδοτούσα Αρχή εντός δέκα (10) ημερών εξετάζει την τυπική πληρότητα του φακέλου και, όπου απαιτείται, διαβιβάζει αντίγραφα των υποβληθέντων δικαιολογητικών στις συναρμόδιες κατά τις οικείες διατάξεις υπηρεσίες και στους οικείους Ο.Τ.Α. και μεριμνά για τη λήψη γνώμης ή έγκρισης των συναρμοδίων υπηρεσιών, και ενημερώνει αναλόγως τον αιτούντα.
3. Οι συναρμόδιες υπηρεσίες οφείλουν να εκδίδουν τις απαιτούμενες για την εγκατάσταση και λειτουργία των δραστηριοτήτων του παρόντος προβλεπόμενες άδειες μέσα σε αποκλειστική προθεσμία τριάντα (30) ημερών, με την προϋπόθεση ότι είναι διαθέσιμα τα απαιτούμενα για την έκδοση της άδειας αυτής δικαιολογητικά. Οι υπηρεσίες και φορείς, των οποίων ζητείται η γνώμη για τη χορήγηση των παραπάνω αδειών, οφείλουν να διατυπώνουν τεκμηριωμένη απάντηση προς την αρμόδια Υπηρεσία, το αργότερο εντός τριάντα (30) ημερών από τη λήψη του σχετικού ερωτήματος, άλλως τεκμαίρεται ως θετική η σχετική γνωμοδότηση τους.
4. Σε όλες τις συναρμόδιες Υπηρεσίες για τις δραστηριότητες του παρόντος νόμου, τηρείται ειδικό πρωτόκολλο και τα σχετικά ερωτήματα εξετάζονται κατά απόλυτη προτεραιότητα.
5. Ειδικά για την απόφαση έγκρισης περιβαλλοντικών όρων, μετά την παρέλευση της προθεσμίας των εξήντα (60) ημερών σύμφωνα με την παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου, τεκμαίρεται ότι η έγκριση που έχει ζητηθεί έχει δοθεί σύμφωνα με τη σχετική αίτηση.
6. Η Αδειοδοτούσα Αρχή, με τη συμπλήρωση του φακέλου ή μετά την άπρακτη παρέλευση των ανωτέρω προθεσμιών, οφείλει εντός δεκαπέντε (15) ημερών να ολοκληρώσει τη διαδικασία εξέτασης της αίτησης, είτε χορηγώντας την αιτηθείσα άδεια ή προθεσμία για τεχνική ανασυγκρότηση ή μεταφορά, είτε απορρίπτοντας τεκμηριωμένα τη σχετική αίτηση.
7. Η άπρακτη παρέλευση των ανωτέρω προθεσμιών συνιστά παράνομη παράλειψη της διοίκησης και πειθαρχικό παράπτωμα που καταλογίζεται στον αρμόδιο υπάλληλο και επιβάλλονται οι κυρώσεις που προβλέπονται στον Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ., που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του Ν.3528/2007 (ΦΕΚ Α’26).