1. Δεν θίγονται τα ασφαλιστικά δικαιώματα των εργαζομένων των οποίων οι ειδικότητες, με βάση τα Προεδρικά Διατάγματα της παρ. 2 του άρθρου 4 του παρόντος, μεταβάλλονται.
2. Μέχρι την έκδοση του Προεδρικού Διατάγματος, που προβλέπεται στην παράγραφο 3 του άρθρου 5 του παρόντος, η διενέργεια εξετάσεων, από τις υπηρεσίες των Περιφερειών, για την χορήγηση των επαγγελματικών αδειών γίνονται σύμφωνα με τις υφιστάμενες κατά την έκδοση του παρόντος νόμου διατάξεις.
3. Για τις δραστηριότητες του δεύτερου μέρους οι οποίες κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου δεν είναι εφοδιασμένες με άδεια εγκατάστασης, ή λειτουργίας, στις περιπτώσεις που αυτό απαιτείται, είναι δυνατή η χορήγηση ενιαίας άδειας εγκατάστασης και λειτουργίας σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου. Στην περίπτωση αυτή επιβάλλεται πρόστιμο, σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 33 του παρόντος.
Μονάδες που εμπίπτουν στο ανωτέρω εδάφιο μπορούν να εφοδιασθούν με άδεια λειτουργίας, χωρίς την επιβολή των προβλεπόμενων κυρώσεων, εφόσον εντός ενός (1) έτους από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, υποβάλλουν σχετική αίτηση συνοδευόμενη από όλα τα προβλεπόμενα και απαραίτητα, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος δικαιολογητικά. Μετά την παρέλευση της προθεσμίας αυτής, η άδεια λειτουργίας χορηγείται με την επιβολή χρηματικού προστίμου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 33.
4. Οι άδειες λειτουργίας, που έχουν εκδοθεί για ορισμένη χρονική διάρκεια, εξακολουθούν να ισχύουν μέχρι τη λήξη τους. Κατά τη διάρκεια της ισχύος τους εφαρμόζονται οι διατάξεις που ίσχυαν κατά το χρόνο της έκδοσης τους. Νέες άδειες λειτουργίας με αόριστη χρονική διάρκεια χορηγούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος και υπό την προϋπόθεση ότι οι φορείς συμμορφώνονται προηγουμένως με τις κείμενες διατάξεις για την προστασία του περιβάλλοντος και την ασφάλεια των εργαζομένων και των περιοίκων. Η συμμόρφωση ή μη των φορέων κατά το προηγούμενο εδάφιο διαπιστώνεται ύστερα από έλεγχο των αρμόδιων καθ’ ύλη υπηρεσιών, κατόπιν σχετικής αίτησης του φορέα που υποβάλλεται πριν από τη λήξη της άδειας τους.
5. Αιτήματα για ανανέωση άδειας λειτουργίας, που έχει εκδοθεί με ορισμένη διάρκεια βάσει προηγούμενου νομικού πλαισίου και της οποίας έχει λήξει ο χρόνος ισχύος, εξετάζονται ως αιτήματα για τη συνέχιση λειτουργίας της δραστηριότητας, με την προϋπόθεση ότι η επιχείρηση διατηρεί οικονομική και παραγωγική δραστηριότητα.
6. Για τη χορήγηση της άδειας λειτουργίας δραστηριότητας, για την οποία υπάρχει ήδη σε ισχύ άδεια εγκατάστασης, η οποία και εκδόθηκε πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, θα εξακολουθούν να εφαρμόζονται οι διατάξεις που ίσχυαν κατά την έκδοση της άδειας εγκατάστασης.
7. Δραστηριότητες των οποίων η εγκατάσταση, η λειτουργία, ο εκσυγχρονισμός, η επέκταση, η μετεγκατάσταση, η συγχώνευση, ή ο διαχωρισμός, έγιναν κατά παράβαση των διατάξεων του Ν.3325/2005 (ΦΕΚ 68 Α΄), αλλά συνάδουν με τις διατάξεις του παρόντος νόμου, μπορούν πλέον να εφοδιάζονται με ενιαία άδεια εγκατάστασης και άδεια λειτουργίας.
8. Για τις δραστηριότητες, για τις οποίες η λειτουργία τους δεν είναι συμβατή με τις διατάξεις του παρόντος νόμου, εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 24.
9. Για τις δραστηριότητες χαμηλής όχλησης, οι οποίες κατά το χρόνο ίδρυσής τους δεν απαλλάσσονταν από την υποχρέωση εφοδιασμού τους με άδεια εγκατάστασης και λειτουργίας και ταυτόχρονα η εγκατάσταση και η λειτουργία τους δεν απαγορευόταν από σχετικές διατάξεις, εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 16 του παρόντος νόμου, εφόσον δεν έχει διακοπεί οριστικά η λειτουργία τους.
10. Δραστηριότητες που απαλλάσσονταν κατά το χρόνο ίδρυσής τους από την υποχρέωση εφοδιασμού τους με άδειες εγκατάστασης και λειτουργίας και δεν ίσχυαν διατάξεις που απαγόρευαν την εγκατάσταση και τη λειτουργία τους, εξακολουθούν να απαλλάσσονται από την υποχρέωση εφοδιασμού με τις ως άνω άδειες, ανεξάρτητα από το φορέα της εκμετάλλευσης τους, εφόσον δεν έχει διακοπεί οριστικά η λειτουργία της δραστηριότητας υπό την οικονομική της έννοια και η εγκατεστημένη ισχύς του μηχανολογικού εξοπλισμού δεν έχει ξεπεράσει τα είκοσι δύο (22) KW κινητήριας, ή τα πενήντα (50) KW θερμικής ισχύος. Εάν συντρέχουν οι παραπάνω προϋποθέσεις, αλλά από τη λειτουργία των μονάδων αυτών προκαλούνται δυσμενείς επιπτώσεις στο περιβάλλον ή οχλήσεις στους περιοίκους, εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 24.
Εάν οι μονάδες αυτές, λόγω εκσυγχρονισμού του μηχανολογικού τους εξοπλισμού, έχουν υπερβεί τα είκοσι δύο (22) KW κινητήριας ή τα πενήντα (50) KW θερμικής ισχύος, μπορούν να εφοδιάζονται με ενιαία άδεια εγκατάστασης και λειτουργίας σύμφωνα με τη διαδικασία της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου.
11. Εργαστήρια τα οποία κατά την έκδοση του παρόντος νόμου, έχουν εφοδιαστεί με Ειδική Δήλωση ή άδεια λειτουργίας ή απαλλασσόταν από την υποχρέωση εφοδιασμού δυνάμει των προβλέψεων των παραγράφων 6 ή 7 του Ν.3325/2005, εξακολουθούν να χαρακτηρίζονται ως εργαστήρια, όσον αφορά στη δυνατότητα παραμονής στη θέση στην οποία λειτουργούν.
12. Τα προεδρικά διατάγματα και οι υπουργικές αποφάσεις, που έχουν εκδοθεί με βάση καταργούμενες με τον παρόντα νόμο διατάξεις του Ν.3325/2005, εξακολουθούν να ισχύουν μέχρι την έκδοση των αντίστοιχων προεδρικών διαταγμάτων και υπουργικών αποφάσεων που προβλέπονται από το νόμο αυτόν. Ειδικότερα, μέχρι να καθιερωθούν οι ειδικοί, κατά κλάδο δραστηριότητας και είδος τόπου εγκατάστασης, περιβαλλοντικοί όροι για τα επαγγελματικά εργαστήρια και τις λοιπές δραστηριότητες που εμπίπτον στον παρόντα νόμο, οι εν λόγω μονάδες θα υποβάλουν την προβλεπόμενη από το ν.3010/2002 ΜΠΕ.
13. Μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, οι ασκηθείσες από τα Κέντρα Υποδοχής Επενδυτών του Ν.3325/2005 αρμοδιότητες, θεωρούνται ότι ασκήθηκαν νόμιμα.
14. α) Υφιστάμενες κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου ΒΕΠΕ που θεσμοθετήθηκαν με τις διατάξεις του Ν.2545/1997 ή εντάχθηκαν σ’ αυτόν δυνάμει της παραγράφου 2 του άρθρου 19 αυτού, οφείλουν να ολοκληρώσουν τις υποδομές τους και τα υπόλοιπα έργα σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 2545/1997. Στην περίπτωση αυτή παρέχεται η δυνατότητα υπαγωγής στις διατάξεις του παρόντος νόμου, εφόσον υποβληθεί σχετική αίτηση.
β) Για τις ΒΕΠΕ αυτές που χρηματοδούνται στο πλαίσιο των κοινοτικών επενδυτικών προγραμμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως ισχύουν και δεν έχει ανακληθεί η απόφαση έγκρισης με τη σχετική διαπιστωτική απόφαση, οι προθεσμίες του άρθρου 50§4 του Ν.2545/1997 προσμετρώνται από την ένταξη τους στο άρθρο 51 του παρόντος. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις και εφόσον εκτιμάται ότι το έργο μπορεί να ολοκληρωθεί εμπρόθεσμα, με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας, ύστερα από γνωμοδότηση της Επιτροπής του άρθρου 56 του παρόντος, μπορεί να χορηγείται πρόσθετη διετής παράταση για την ολοκλήρωση των έργων.
γ) Οι ΚΥΑ που έχουν εκδοθεί βάσει του άρθρου 5§1 του Ν.2545/1997, για τις οποίες δεν έχει εκδοθεί η διαπιστωτική απόφαση ανάκλησης του άρθρου 5§4 του αυτού νόμου εξακολουθούν να ισχύουν για διάρκεια τριών (3) ετών από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις και εφόσον εκτιμάται ότι το έργο μπορεί να ολοκληρωθεί εμπρόθεσμα, με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας, ύστερα από γνωμοδότηση της Επιτροπής του άρθρου 51 του παρόντος νόμου, μπορεί να χορηγείται πρόσθετη τριετής παράταση για την ολοκλήρωση των έργων.
15. Αιτήσεις για καθορισμό ΒΕΠΕ που υποβλήθηκαν μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος νόμου και για τις οποίες δεν έχουν ολοκληρωθεί οι διαδικασίες καθορισμού, δεν εξετάζονται, Ωστόσο, παρέχεται η δυνατότητα υπαγωγής στις διατάξεις του παρόντος νόμου, εφόσον υποβληθεί νέα αίτηση. Δικαιολογητικά που υπεβλήθησαν προκειμένου να αξιολογηθεί αίτηση για καθορισμό ΒΕΠΕ μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος, δύναται, εφόσον πληρούν τα κριτήρια του άρθρου 46, να αποτελέσουν μέρος του Επιχειρηματικού Σχεδίου, που κρίνεται στα πλαίσια του παρόντος νόμου, χωρίς να χρήζουν επικαιροποίησης.
16. Φορείς διοίκησης και διαχείρισης οργανωμένων χώρων υποδοχής επιχειρήσεων που έχουν ήδη συσταθεί εξακολουθούν να ασκούν τη διοίκηση και διαχείριση. Η υπαγωγή των χώρων αυτών στις διατάξεις του παρόντος νόμου δύναται να γίνει με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας ύστερα από αίτημα του φορέα διαχείρισης. Στην περίπτωση αυτή συντάσσεται και εγκρίνεται νέος Κανονισμός Λειτουργίας σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου.
17. Εντός προθεσμίας έξι (6) μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος, στους Οργανωμένους Υποδοχείς Μεταποιητικών και Επιχειρηματικών Δραστηριοτήτων του ν. 4458/65 για τους οποίους δεν έχει εγκριθεί Κανονισμός Λειτουργίας, θα πρέπει η ΕΤΒΑ ΒΙΠΕ Α.Ε. σε συνεργασία με τους ιδιοκτήτες γης να καταρτίσει Κανονισμό Λειτουργίας και να τον υποβάλλει για έγκριση στην αρμόδια Διεύθυνση του Υπουργείου Ανάπτυξης.
18. Για τους υφιστάμενους κατά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου Οργανωμένους Υποδοχείς Μεταποιητικών και Επιχειρηματικών Δραστηριοτήτων για τους οποίους δεν έχουν συσταθεί φορείς διαχείρισης, παρέχεται η δυνατότητα υπαγωγής στις διατάξεις του παρόντος νόμου, εφόσον υποβληθεί σχετική αίτηση.
19. Η απαλλαγή από τη διαδικασία προκαταρτικής περιβαλλοντικής εκτίμησης και αξιολόγησης, από την έκδοση άδειας εγκατάστασης και τα κίνητρα του άρθρου 54 που ισχύουν για τις επιχειρήσεις οι οποίες εγκαθίστανται σε Επιχειρηματικά Πάρκα της παρ.1α-ε του άρθρου 41 του παρόντος νόμου, ισχύουν και για τις εγκατεστημένες επιχειρήσεις σε όλους τους Οργανωμένους Υποδοχείς Μεταποιητικών και Επιχειρηματικών Δραστηριοτήτων.
20. Οι ΚΥΑ του ν. 2545/1997 που εκδόθηκαν κατ’ εφαρμογή των διατάξεων της περίπτωσης ζ του άρθρου 50 του ν. 2965/2001 όπως ίσχυε, μέχρι την 11.3.2005, εξακολουθούν να ισχύουν και μετά την κατάργηση αυτών (των διατάξεων) με τον ν. 3325/2005.
21. Οι διατάξεις του Π/Δ 4/9 Μαρτίου 1932 (κ.ν 5167/1931) δεν έχουν εφαρμογή στους λιμένες των ΕΠ καθώς και των ΒΕΠΕ του ν.2545/97 και των ΒΙΠΕ της ΕΤΒΑ.
22. Όλα τα έργα υποδομής, ανεξαρτήτως του είδους και της φύσης αυτών, εντός των θεσμοθετημένων ορίων των ΒΙΠΕ των Ν.4458/65 και Ν.742/1977 που υπήχθησαν στις διατάξεις του ν. 2545/97, εφόσον έχουν υλοποιηθεί πριν από την ένταξη κάθε ΒΙΠΕ στο ν.2545/1997, θεωρείται ότι είναι σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις.
23. Για τις Εγκρίσεις Ανάπτυξης Επιχειρηματικών Πάρκων που θα εκδοθούν μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος νόμου και στην περίπτωση της παραγράφου 15 του παρόντος άρθρου, αντί για τα κατά τόπον αρμόδια Δημοτικά Συμβούλια θα γνωμοδοτούν τα κατά τόπον αρμόδια Περιφερειακά Συμβούλια.