1. Όποιος συνάπτει συμφωνία, λαμβάνει απόφαση ή εφαρμόζει εναρμονισμένη πρακτική κατά παράβαση του άρθρου 1 του παρόντος ή του άρθρου 101 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τιμωρείται με χρηματική ποινή από δεκαπέντε χιλιάδες (15.000) έως εκατόν πενήντα χιλιάδες (150.000), αν δεν τιμωρείται βαρύτερα κατά την παράγραφο 2. Με την ίδια ποινή τιμωρείται όποιος, με τις ανωτέρω ιδιότητες, ενεργεί κατά παράβαση των άρθρων 5 έως 10 ή δεν εφαρμόζει τις αποφάσεις που εκδίδονται σύμφωνα με τις παραγράφους 5 και 6 του άρθρου 11. Αν η πράξη του πρώτου εδαφίου αφορά σε επιχειρήσεις που είναι μεταξύ τους πραγματικοί ή δυνητικοί ανταγωνιστές, επιβάλλεται ποινή φυλάκισης τουλάχιστον δύο (2) ετών και χρηματική ποινή από εκατό χιλιάδες (100.000) έως ένα εκατομμύριο (1.000.000) Ευρώ.
2. Όποιος προβαίνει σε κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης στην αγορά, κατά παράβαση του άρθρου 2 του παρόντος ή του άρθρου 102 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) μηνών και με χρηματική ποινή από δεκαπέντε χιλιάδες (15.000) έως εκατόν πενήντα χιλιάδες (150.000) ευρώ.
3. Αν μια επιχείρηση υπαχθεί στο πρόγραμμα επιείκειας κατά την παράγραφο 8 του άρθρου 25 και εν συνεχεία απαλλαγεί πλήρως από την επιβολή προστίμου, τότε οι δράστες των πράξεων της παραγράφου 1 απαλλάσσονται από κάθε ποινή. Αν συνεπεία της υπαγωγής στο πρόγραμμα επιείκειας, επιβλήθηκε μειωμένο πρόστιμο κατά την παράγραφο 8 του άρθρου 25 τότε στους δράστες των πράξεων της παραγράφου 1 επιβάλλεται ποινή μειωμένη κατά το άρθρο 83 Π.Κ.
4. Ο υπαίτιος ή οι συμμέτοχοι σε πράξη των παραγράφων 1 και 2 μένουν ατιμώρητοι, αν με δική τους θέληση και πριν εξετασθούν οπωσδήποτε για την πράξη τους την αναγγείλουν στον εισαγγελέα πλημμελειοδικών, στην Επιτροπή Ανταγωνισμού ή σε οποιαδήποτε άλλη αρμόδια αρχή, προσκομίζοντας συγχρόνως αποδεικτικά στοιχεία. Σε κάθε περίπτωση, αν τα ως άνω πρόσωπα συμβάλουν ουσιωδώς, με στοιχεία που προσκομίζουν στις αρχές, στην αποκάλυψη της συμμετοχής στις πράξεις αυτές άλλης επιχείρησης, τιμωρούνται με ποινή μειωμένη κατά το άρθρο 83 Π.Κ.
5. Αν η πράξη των παραγράφων 1 και 2 ερευνάται από την Επιτροπή Ανταγωνισμού ή οποιαδήποτε άλλη αρμόδια Ρυθμιστική Αρχή καθ’ οιονδήποτε τρόπο, ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών, μετά την προκαταρκτική εξέταση, αναβάλλει με πράξη του κάθε περαιτέρω ενέργεια έως την έκδοση απόφασης από την Επιτροπή Ανταγωνισμού, κατόπιν σύμφωνης γνώμης του Εισαγγελέως Εφετών. Σ’ αυτήν την περίπτωση δεν ισχύει ο χρονικός περιορισμός της αναστολής του άρθρου 113 παρ. 3 εδ. α Π.Κ.
6. Στις δίκες στις οποίες αφορούν οι παραβάσεις των παραγράφων 1 και 2 δύναται να παρίσταται ως πολιτικώς ενάγον κάθε πρόσωπο, το οποίο θίγεται άμεσα από τις πράξεις αυτές.
Οι ποινικές κυρώσεις των παραβατών των άρθρων 1 και 2 πρέπει να είναι ενιαίες. Δεν υπάρχει λόγος για διαφορποίηση, δεδομένου ότι μια δεσπόζουσα επιχείρηση όταν μετέρχεται πρακτικές εκμεταλλευτικής κατάχρησης των αντισυμβαλλομένων της και των καταναλωτών (π.χ. εφαρμόζει αδικαιολόγητα πολιτική υπερβολικών τιμών) ή πρακτικές παρεμποδιστικής κατάχρησης με επιδίωξη την εκτόπιση των ανταγωνιστών δρα ενσυνείδητα και με σχέδιο. Είναι συνεπώς αν όχι περισσότερο τουλάχιστον εξίσου βλαπτικές για τον ανταγωνισμό, τους καταναλωτές, όπως και τα καρτέλ. Και σε αλλοδαπές νομοθεσίες δεν υπάρχει μια τέτοια διαφοροποίηση.
Εξάλλου για την ανάπτυξη σοβαρής αποτρεπιτικής ισχύος πρέπει να γίνουν αυστηρότερες οι στερητικές της ελευθερίας ποινές ως εξής: Οι παραβάτες των άρθρων 1 και 2 να απειλούνται με ποινή κάθειρξης, όταν πρόκειται για διαρκείς παραβάσεις πάνω από πέντε (5) χρόνια.
Με ποινή φυλάκισης πρέπει να τιμωρούνται και οι παραβάτες πραγματοποίησης συγκέντρωσης χωρίς προηγούμενη τελεσίδικη απόφαση της Επιτροπής Ανταγωνισμού που θα κρίνει το συμβατό της συγκέντρωσης με το Ν. 703/1977. Οι διοικητικές κυρώσεις δεν είναι ικανές να αποτρέψουν την πραγματοποίηση της συγκέντρωσης, λόγω και των σοβαρών δυσχερειών που υπάρχουν για διαχωρισμό μιας πραγματοποιηθείσας συγκέντρωσης
Οι ποινές για τα άρθρα 1 και 2 πρέπει να είναι οι ίδιες. Δεν μπορεί για το άρθρο 2 να είναι μόνο τρείς μήνες. Είναι σαν να θέλουμε να ρίξουμε στα μαλακά τις μεγάλες εταιρείες οι οποίες έχουν δεσπόζουσα θέση στην αγορά.
Η μεγαλύτερη τιμωρία είναι η επιστροφή όλων των ποσών που στην ουσία έκλεψαν.
Ευχαριστώ
Στην παράγραφο 1 ο νέος νόμος περιγράφει συγκεκριμένα αδικήματα αντί να πει ξεκάθαρα «όποιος παραβιάσει το άρθρο 1 του παρόντος ή το 101 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης τιμωρείται με ποινή φυλάκισης 2 ετών κλπ». Με την συγκεκριμένη αναφορά μπορεί να δημιουργήσει πατήματα σε εταιρείες που θα παρανομήσουν ώστε να ισχυριστούν ότι δεν περιγράφεται το δικό τους αδίκημα. Για παράδειγμα στο καρτέλ του ξενόγλωσσου βιβλίου τιμωρήθηκαν οι υπαίτιοι για «κατάχρηση συλλογικής δεσπόζουσας θέσης».
Αρνητικότατη έκπληξη (συγκρινόμενη με το υπόλοιπο νομοσχέδιο) είναι η παράγραφος 2 με βάση την οποία όποιος κάνει κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης τιμωρείται με μόλις 3 μήνες φυλάκιση. Η αντίθεση με την διετή τουλάχιστον τιμωρία όσων παραβιάσουν το άρθρο 1 είναι ακατανόητη.
Τα αδικήματα του καρτέλ και της κατάχρησης δεσπόζουσας θέσης έχουν ακριβώς τα ίδια αρνητικά αποτελέσματα στην αγορά, στον ανταγωνισμό στους καταναλωτές. Μάλιστα το να κάνει μια εταιρεία κατάχρηση της δεσπόζουσας θέσης της είναι πολύ πιο εύκολο από το να στήσει καρτέλ (συνεννοήσεις) με άλλες εταιρείες. Αποφασίζει μόνη της και πράττει. Και επειδή κατέχει μερίδιο αγοράς 70%-80% δεν την αγγίζει κανείς. Επίσης με την τουλάχιστον 3μηνη φυλάκιση τα παραπτώματα δεν εμπίπτουν στον 3691/2008 νόμο για το ξέπλυμα μαύρου χρήματος. Άρα το να εκμεταλλευτείς την δεσπόζουσα θέση σου ισούται με ένα αστείο πλημμέλημα.
Επειδή η χαμηλή αυτή ποινή είναι προκλητική και περνάει το μήνυμα ότι κυνηγάμε τα καρτέλ αλλά επιτρέπουμε στις μεγάλες εταιρείες να κάνουν κατάχρηση της δεσπόζουσας θέσης τους θα πρέπει οι ποινές και στην περίπτωση αυτή να είναι σοβαρές και υπολογίσιμες από τις ισχυρές εταιρείες, να έχουν αποτρεπτικό αποτέλεσμα. Προτείνουμε ποινή φυλάκισης τουλάχιστον 12 μήνες.
Στην παράγραφο 4 εισάγεται το καθεστώς επιείκειας για τα στελέχη των εταιρειών. Δεν γίνεται ξεκάθαρο το πότε πρέπει να ομολογήσουν. Θα πρέπει να ξεκαθαριστεί ότι αθωώνονται (άρα επιείκεια) μόνο αν ομολογήσουν πριν εκδοθεί η εισήγηση της ΓΔΑ. Η ανάγκη για στοιχεία που θα αποκαλύψουν τις παράνομες πρακτικές υπάρχει στην αρχή της έρευνας από την ΓΔΑ. Το όπλο αυτό θα έχει αξία μόνο όταν φοβηθεί το στέλεχος της πολυεθνικής ή του καρτέλ και ομολογήσει τα πάντα. Άρα θα πρέπει να γίνει ξεκάθαρο ότι θέλουμε την ομολογία σου με το που ξεκινάει η έρευνα. Μετά, ότι και να μας πεις, θα τιμωρηθείς.
Επίσης η ίδια παράγραφος λεει ότι θα έχουν επιείκεια «αν φέρουν στοιχεία για συμμετοχή στις πράξεις αυτές άλλης επιχείρησης», δηλαδή όχι της δικιάς τους. Μα η ΓΔΑ ζητάει στοιχεία για συμμετοχή και της δικής τους εταιρείας σε παράνομες πράξεις, ειδικά αν η εταιρεία τους εφαρμόζει καταχρηστικές πρακτικές της δεσπόζουσας θέσης τους ή ακόμα και όταν συμμετέχει σε καρτέλ.
Επίσης η ασαφής διατύπωση μπορεί να οδηγήσει στο εξής αποτέλεσμα: ένα στέλεχος μια εταιρείας που παρανομεί να φέρει ένα στοιχείο μικρής αξίας, αφού καταλάβει ότι πρόκειται να τιμωρηθεί (αφού πχ δει την εισήγηση της ΓΔΑ). Άρα στην συνέχεια μπορεί να αθωωθεί για τα «εγκλήματα» του.
Με εκτίμηση
Φλωράς Γιώργος