1. Οι αποφάσεις του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών και του Συμβουλίου της Επικρατείας, που εκδίδονται κατόπιν προσφυγής σύμφωνα με τον παρόντα νόμο, έχουν ισχύ δεδικασμένου.
2. Με την επιφύλαξη των διατάξεων της προηγούμενης παραγράφου, τα δικαστήρια, πολιτικά και ποινικά, εφαρμόζουν τα άρθρα 1 και 2 του παρόντος και τα άρθρα 101 και 102 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Από την κρίση αυτή δεν δεσμεύονται η Επιτροπή Ανταγωνισμού, το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών και το Συμβούλιο της Επικρατείας, όταν κρίνουν με βάση τις διατάξεις του νόμου αυτού.
3. Τα δικαστήρια κάθε δικαιοδοσίας, τα οποία εφαρμόζουν κατά την προηγούμενη παράγραφο τα άρθρα 101 και 102 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μπορούν να ζητούν από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να διαβιβάσει σ’ αυτά πληροφορίες που κατέχει ή να διατυπώσει τη γνώμη της επί ζητημάτων που άπτονται της εφαρμογής της Ευρωπαϊκής νομοθεσίας περί ανταγωνισμού. Μπορούν, επίσης, να ζητούν από την Επιτροπή Ανταγωνισμού να διατυπώνει τη γνώμη της επί των ανωτέρω ζητημάτων καθώς και επί ζητημάτων εφαρμογής των άρθρων 1 και 2.
4. Οι γραμματείς των δικαστηρίων οφείλουν να αποστέλλουν, ατελώς, αντίγραφα των αποφάσεων με τις οποίες εφαρμόζονται διατάξεις του παρόντος νόμου και των άρθρων 101 και 102 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού της Επιτροπής Ανταγωνισμού υπέχοντες, σε περίπτωση παράλειψης, πειθαρχική ευθύνη. Η Επιτροπή Ανταγωνισμού μεριμνά για την άμεση αποστολή των ανωτέρω αποφάσεων στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Πρέπει να προστεθεί και η ρύθμιση που είναι έτοιμη από τη Γενική Γραμματεία Καταναλωτή και αφορά τις αξιώσεις αποζημίωσης και παράλειψης των θιγόμενων από αντιανταγωνστικές συμπεριφορές. Η ρύθμιση αυτή ανήκει στο Ν. 703/1977, όπως δείχνει και το παράδειγμα της Γερμανίας. Η θέση των αξιώσεων αυτών σε ειδική νομική βάση αφενός θα αναπτύξει στους επίδοξους παραβάτες ισχυρή αποτροπή, αφού με την ενάσκηση αγωγών αποζημίωσης κινδυνεύουν, πέρα από την καταβολή των διοικητικών προστίμων, να καταβάλουν περισσότερα και από το παράνομο όφελος που θα έχουν από τη λειτορυγία/εφαρμογή της παράνομης συμπεριφοράς και αφετέρου θα ωφελήσει τους θιγόμενους με την αποκατάσταση της ζημίας κατ’επιταγή του υπερέχοντος δικαίου της Ευρωπαϊκής Ενωσης, όπως αυθεντικά ερμηνεύτηκε από το Δικαστήριο (ΔΕΚ).