1. Κατά των αποφάσεων του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, που εκδίδονται σύμφωνα με τον παρόντα νόμο, επιτρέπεται αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας στους διατελέσαντες διαδίκους κατά την ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών δίκη. Η αίτηση αναιρέσεως ασκείται και συζητείται σύμφωνα με τις κείμενες περί αναιρέσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας διατάξεις.
2. Ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας, επί των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων δικαιούται σε άσκηση αναιρέσεως και αν δεν υπήρξε διάδικος κατά τη δίκη κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση. Στην περίπτωση αυτή η προθεσμία ασκήσεως του ενδίκου μέσου είναι τρίμηνη από τη δημοσίευση της αποφάσεως.
3. Η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να εκδικάζεται εντός τριμήνου από της ημερομηνίας που περιήλθε στο αρμόδιο δικαστήριο. Αναβολή της συζητήσεως επιτρέπεται μόνο μία φορά για αποχρώντα λόγο σε δικάσιμο, που δεν απέχει περισσότερο από ένα μήνα από την αρχική δικάσιμο, εκτός εάν υφίσταται περίπτωση συνεκδικάσεως περισσότερων αιτήσεων αναιρέσεως.
4. Οι διατάξεις του άρθρου 52 του π.δ.18/1989 (Κωδικοποίηση διατάξεων νόμων για το Συμβούλιο της Επικρατείας) για χορήγηση αναστολής εκτελέσεως διοικητικών πράξεων που προσβάλλονται με αίτηση ακυρώσεως εφαρμόζονται αναλόγως και για αναστολή εκτελέσεως των αποφάσεων του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, σε περίπτωση άσκησης κατ’ αυτών αναιρέσεως, σύμφωνα με τον νόμο αυτόν.
5. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται όπως κάθε φορά ισχύουν οι διατάξεις περί αιτήσεως αναιρέσεων ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας.
6. Στις δίκες του παρόντος άρθρου μπορούν να παρεμβαίνουν και επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων που συνέπραξαν, κατά την έννοια των άρθρων 1 και 2, με τη διάδικο επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων, καθώς και οποιοσδήποτε τρίτος, ο οποίος έχει έννομο συμφέρον.