1. Ο Υπουργός Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας, πέραν των αρμοδιοτήτων που προβλέπονται στα επιμέρους άρθρα του παρόντος νόμου, έχει και τις ακόλουθες αρμοδιότητες:
α) Eκδίδει τον Κανονισμό Ακροάσεων ενώπιον της Επιτροπής Ανταγωνισμού, κατόπιν πρότασης της Επιτροπής.
β) Εκδίδει απόφαση περί α) καθορισμού των όρων, των προϋποθέσεων και των διαδικασιών ένταξης μίας επιχείρησης ή ενός φυσικού προσώπου το Πρόγραμμα Επιείκειας της Επιτροπής, β) καθορισμού του τρόπου υπολογισμού των προστίμων που επιβάλλονται στις περιπτώσεις των άρθρων 25, 38 παράγραφος 2 και 39 παράγραφος 6, και γ) καθορισμού της διαδικασίας επιβολής δεσμεύσεων κατά το άρθρο 25, παράγραφος 6, κατόπιν εισήγησης της Επιτροπής Ανταγωνισμού.
γ) Εκδίδει απόφαση με τα κριτήρια της κατά προτεραιότητα εξέτασης των υποθέσεων και των στρατηγικών στόχων, κατόπιν εισήγησης της Επιτροπής Ανταγωνισμού. Η σχετική απόφαση λαμβάνει υπόψη ιδίως το δημόσιο συμφέρον, τις εκτιμώμενες επιπτώσεις στον ανταγωνισμό, την προστασία του καταναλωτή, τις προθεσμίες παραγραφής του άρθρου 42 του παρόντος καθώς και το προσδοκώμενο αποτέλεσμα από την παρέμβασή της σε συγκεκριμένη υπόθεση.
2. Με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων άλλων αρχών που ορίζονται με σχετική διάταξη νόμου, η Επιτροπή Ανταγωνισμού είναι αρμόδια για την τήρηση των διατάξεων του παρόντος νόμου και των άρθρων 101 και 102 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
3. Ειδικότερα, η Επιτροπή Ανταγωνισμού:
α) Διαπιστώνει αν υφίσταται παράβαση των άρθρων 1 και 2 του παρόντος και των άρθρων 101 και 102 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και λαμβάνει τις αποφάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 25.
β) Απαγορεύει, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στα άρθρα 7 και 8, την πραγματοποίηση συγκέντρωσης επιχειρήσεων που γνωστοποιείται σε αυτή κατά το άρθρο 6. Σε περίπτωση που η συγκέντρωση έχει πραγματοποιηθεί κατά παράβαση των διατάξεων του παρόντος νόμου ή των σχετικών αποφάσεων της Επιτροπής Ανταγωνισμού, βάσει των άρθρων 7 και 8, ή των σχετικών αποφάσεων του Υπουργού Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας, βάσει του άρθρου 8 παράγραφος 9, μπορεί να λάβει μέτρα, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο άρθρο 9 παράγραφος 4. Μπορεί να επιτρέψει παρέκκλιση από την υποχρέωση αναστολής της πραγματοποίησης της συγκέντρωσης επιχειρήσεων, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο άρθρο 9 παράγραφοι 2 και 3.
γ) Λαμβάνει κάθε απολύτως αναγκαίο κανονιστικό μέτρο που αποσκοπεί στη δημιουργία συνθηκών αποτελεσματικού ανταγωνισμού, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 11.
δ) Απειλεί ή και επιβάλλει τα πρόστιμα και τις άλλες κυρώσεις, όπως ορίζεται στις ειδικότερες διατάξεις.
ε) Λαμβάνει προσωρινά μέτρα κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 8 παράγραφος 10 και ασφαλιστικά μέτρα κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 25 παράγραφος 5.
στ) Επιτρέπει, με απόφαση της Ολομέλειας, την εξαίρεση συμπράξεων κατά κατηγορίες, σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 1.
ζ) Ανακαλεί με απόφαση της Ολομέλειας το ευεργέτημα της απαλλαγής:
i) σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 29 του Κανονισμού 1/2003 του Συμβουλίου της 16ης Δεκεμβρίου 2002 «για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 και 82 της Συνθήκης Ευρωπαϊκής Κοινότητας».
ii) όταν σε συγκεκριμένη περίπτωση, συμφωνίες, εναρμονισμένες πρακτικές ή αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων που εμπίπτουν σε απόφαση εξαίρεσης συμπράξεων κατά κατηγορίες που έχει εκδοθεί από την Επιτροπή Ανταγωνισμού κατά το ανωτέρω στοιχείο στ’, παράγουν αποτελέσματα τα οποία δεν συμβιβάζονται με το άρθρο 1 παράγραφος 3.
η) Συλλέγει, επεξεργάζεται και αξιολογεί, τηρώντας το καθήκον της εχεμύθειας, τα αναγκαία για την εκπλήρωση της αποστολής της στοιχεία και πληροφορίες, όπως ειδικότερα ορίζεται στα άρθρα 38 και 39.
θ) Με εξαίρεση τη διαδικασία ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών κατά το άρθρο 30 και τη διαδικασία ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας κατά τα άρθρα 11 παράγραφος 7 και 32 μπορεί να διατυπώνει τη γνώμη της γραπτά ή προφορικά ενώπιον δικαστηρίων οσάκις της ζητηθεί από το Δικαστήριο, για θέματα εφαρμογής των άρθρων 1 και 2 του παρόντος και 101 και 102 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στην περίπτωση προφορικής διατύπωσης γνώμης την Επιτροπή Ανταγωνισμού εκπροσωπεί ο Πρόεδρος ή ο Αντιπρόεδρος, ή κατόπιν εξουσιοδότησης του Προέδρου, μέλος της Επιτροπής ή ο Γενικός Διευθυντής ή μέλος του προσωπικού της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού. Η Επιτροπή Ανταγωνισμού μπορεί να ζητεί, από το κατά περίπτωση αρμόδιο δικαστήριο, κάθε έγγραφο που κρίνεται αναγκαίο για τη διατύπωση της κατά τα προηγούμενα εδάφια γνώμης της.
ι) Διατυπώνει γνώμη επί θεμάτων ανταγωνισμού και επί των προτάσεων τροποποίησης του παρόντος νόμου κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο άρθρο 23.
ια) Εκδίδει Ανακοινώσεις και κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος νόμου.
ιβ) Με απόφασή της, που αναρτάται στο διαδικτυακό της τόπο, ποσοτικοποιούνται τα κριτήρια της κατά προτεραιότητα εξέτασης των υποθέσεων και των στρατηγικών στόχων, κατ΄ εφαρμογήν συστήματος μοριοδότησης και καθορίζονται οι λεπτομέρειες εφαρμογής αυτού.
ιγ) Με την επιφύλαξη της περίπτωσης ια΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 19, αποφασίζει για τη διενέργεια αυτεπάγγελτων ερευνών από τη Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού.
ιδ) Συνεργάζεται με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και τις Αρχές Ανταγωνισμού των άλλων κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την εφαρμογή της Ευρωπαϊκής νομοθεσίας του ανταγωνισμού, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του παρόντος νόμου και του Κανονισμού 1/2003.
ιστ) Παρέχει προς τον Υπουργό Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας, έπειτα από έγγραφο αίτημά του, κάθε πληροφορία που κατέχει ή που μπορεί να ανεύρει
4. Όλες οι δημόσιες υπηρεσίες και αρχές, οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης και τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, υποχρεούνται να υποβοηθούν το έργο της Επιτροπής Ανταγωνισμού, ύστερα από σχετική έγγραφη αίτηση του Προέδρου της, παρέχοντας ιδίως τη συνδρομή τους στο πλαίσιο της διεξαγωγής των ερευνών κατά το άρθρο 39 με τη συλλογή και παροχή πληροφοριών και στοιχείων σχετικά με:
α) την εξέλιξη, διάρθρωση και τις τάσεις της εγχώριας κατανάλωσης, την οργάνωση και δομή κλάδων της αγοράς, καθώς και τις συνθήκες ανταγωνισμού κάθε κλάδου,
β) την κατάρτιση πινάκων διακλαδικών κοστολογικών σχέσεων και δεικτών,
γ) την παρακολούθηση του βαθμού συγκέντρωσης των επιχειρήσεων, κατά κλάδο οικονομικής δραστηριότητας ή την ύπαρξη εναρμονισμένων πρακτικών και τη διερεύνηση καταχρηστικής συμπεριφοράς της δεσπόζουσας θέσης επιχειρήσεων,
δ) την παρακολούθηση της εκτέλεσης των αποφάσεων της Επιτροπής Ανταγωνισμού που εκδίδονται βάσει του παρόντος νόμου, των υπουργικών αποφάσεων που εκδίδονται κατά το άρθρο 8 παράγραφος 9, καθώς και των δικαστικών αποφάσεων που εκδίδονται στις περιπτώσεις προσβολής των προηγούμενων αποφάσεων.