1. Με απόφαση της Επιτροπής Ανταγωνισμού απαγορεύεται κάθε συγκέντρωση επιχειρήσεων, η οποία υπόκειται σε προηγούμενη γνωστοποίηση και η οποία μπορεί να περιορίσει σημαντικά τον ανταγωνισμό στην εθνική αγορά ή σε ένα σημαντικό σε συνάρτηση με τα χαρακτηριστικά των προϊόντων ή των υπηρεσιών τμήμα της, ιδίως με τη δημιουργία ή ενίσχυση μιας δεσπόζουσας θέσης.
2. Για την εκτίμηση της δυνατότητας μιας συγκέντρωσης να περιορίσει σημαντικά τον ανταγωνισμό υπό την έννοια της παραγράφου 1, λαμβάνονται υπόψη ιδιαίτερα η διάρθρωση όλων των σχετικών αγορών, ο πραγματικός ή δυνητικός ανταγωνισμός εκ μέρους επιχειρήσεων εγκατεστημένων εντός ή εκτός Ελλάδας, η ύπαρξη νομικών ή πραγματικών εμποδίων εισόδου στην αγορά, η θέση των ενδιαφερόμενων επιχειρήσεων στην αγορά και η χρηματοοικονομική τους ισχύ, οι εναλλακτικές δυνατότητες επιλογής που έχουν οι προμηθευτές και χρήστες, η πρόσβασή τους στις πηγές εφοδιασμού ή στις αγορές διάθεσης των προϊόντων, η εξέλιξη της προσφοράς και της ζήτησης των σχετικών αγαθών και υπηρεσιών, τα συμφέροντα των ενδιάμεσων και τελικών καταναλωτών, καθώς και η συμβολή στην τεχνική και οικονομική πρόοδο και στη βελτίωση της οικονομικής αποτελεσματικότητας, υπό τον όρο ότι η συμβολή αυτή είναι προς το συμφέρον των καταναλωτών και δεν αποτελεί εμπόδιο για τον ανταγωνισμό.
3. Στο μέτρο που η δημιουργία κοινής επιχείρησης έχει ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα το συντονισμό της ανταγωνιστικής συμπεριφοράς επιχειρήσεων που παραμένουν ανεξάρτητες, ο συντονισμός αυτός αξιολογείται σύμφωνα με τα κριτήρια που ορίζονται στις παραγράφους 1 και 3 του άρθρου 1. Κατά την αξιολόγηση αυτή, η Επιτροπή Ανταγωνισμού λαμβάνει υπόψη ιδίως:
α) αν δύο ή περισσότερες μητρικές επιχειρήσεις ασκούν, σε σημαντικό βαθμό, δραστηριότητες στην ίδια αγορά με την κοινή επιχείρηση ή σε αγορά προηγούμενων ή επόμενων σταδίων από αυτήν της κοινής επιχείρησης ή σε παραπλήσια αγορά στενά συνδεδεμένη με την αγορά αυτή, και
β) εάν ο συντονισμός, ο οποίος απορρέει ευθέως από τη δημιουργία της κοινής επιχείρησης, παρέχει στις συμμετέχουσες επιχειρήσεις τη δυνατότητα να εξαλείψουν τον ανταγωνισμό σε μεγάλο μέρος των αγορών τους.
Κατά τη γνώμη μου θα πρέπει να διατηρηθούν οι (ισχύουσες) διατάξεις του άρθρου 4γ παρ. 3 και του άρθρου 4δ παρ. 9 του Ν. 703/1977, κατά το πρότυπο των νομοθεσιών και άλλων κρατών μελών της ΕΕ.
Σύμφωνα με την πρώτη από τις ως άνω διατάξεις (άρθρο 4γ παρ. 3): «Συγκέντρωση που απαγορεύθηκε από την Επιτροπή Ανταγωνισμού με βάση την παράγραφο 1 μπορεί να εγκριθεί με ειδικά αιτιολογημένη απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Ανάπτυξης, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στην παρ. 9 του άρθρου 4δ, όταν η συγκέντρωση παρουσιάζει γενικότερα οικονομικά πλεονεκτήματα, τα οποία αντισταθμίζουν τον περιορισμό του ανταγωνισμού που θα προκύψει από αυτή τη συγκέντρωση ή κρίνεται απαραίτητη για την εξυπηρέτηση υπέρτερου δημόσιου και γενικότερου κοινωνικού συμφέροντος, ιδιαίτερα όταν συμβάλλει στον εκσυγχρονισμό και την εκλογίκευση της παραγωγής και της οικονομίας, στην προσέλκυση επενδύσεων, στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας στην ευρωπαϊκή και διεθνή αγορά, στη δημιουργία θέσεων απασχόλησης».
Σύμφωνα με την δεύτερη από τις ως άνω διατάξεις (άρθρο 4δ παρ. 9): «Μετά από αίτηση των ενδιαφερόμενων μερών, που υποβάλλεται μέσα σε ένα (1) μήνα από την κοινοποίηση της απόφασης της Επιτροπής Ανταγωνισμού με την οποία απαγορεύεται η συγκέντρωση, οι Υπουργοί Οικονομίας και Οικονομικών και Ανάπτυξης μπορούν, με απόφαση τους, να εγκρίνουν τη συγκέντρωση, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 4γ παρ. 3. Η απόφαση αυτή εκδίδεται μέσα σε προθεσμία δύο (2) μηνών από την υποβολή της αίτησης και μπορεί να θέτει όρους και να επιβάλλει υποχρεώσεις για την εξασφάλιση συνθηκών αποτελεσματικού ανταγωνισμού ή τη διασφάλιση της επίτευξης των οικονομικών ή άλλων πλεονεκτημάτων που αντισταθμίζουν τις δυσμενείς συνέπειες για τον ανταγωνισμό. Η παρέλευση άπρακτης της δίμηνης προθεσμίας ισοδυναμεί με απόρριψη της αίτησης».
Η διατήρηση της αρμοδιότητας κατ’ εξαίρεση έγκρισης μιας συγκέντρωσης που απαγορεύτηκε από την Επιτροπή Ανταγωνισμού κατ’ εφαρμογή καθαρά ανταγωνιστικών κριτηρίων, με (αιτιολογημένη) κοινή υπουργική απόφαση και με εξωανταγωνιστικά κριτήρια (υπό τους όρους που προβλέπουν οι ως άνω διατάξεις), νομίζω ότι είναι απαραίτητη, διότι, χωρίς να συνεπάγεται μειονεκτήματα για τον ανταγωνισμό, αφήνει περιθώρια λήψης πολιτικών αποφάσεων σε εξαιρετικές περιπτώσεις και απαλλάσσει την Επιτροπή Ανταγωνισμού από ενδεχόμενες πιέσεις και παρεμβάσεις εκ μέρους των επιχειρήσεων που συμμετέχουν σε μια συγκέντρωση που μπορεί να δημιουργεί προβλήματα στον ανταγωνισμό (αφού η ΕΑ θα μπορεί να τις παραπέμπει στους αρμόδιους υπουργούς). Είναι εξάλλου προφανές ότι η ΕΑ δεν έχει αρμοδιότητα, ούτε είναι σε θέσει να προβεί σε σύνθετες εκτιμήσεις κοινωνικού, πολιτικού και οικονομικού χαρακτήρα που (θα πρέπει να) επιφυλλάσσονται στη αρμόδια πολιτική ηγεσία.
Ενώ στην εισηγητική έκθεση γίνεται ρητή αναφορά ότι υπάρχει και παρ. 4, στο παραπάνω κείμενο δεν υπάρχει τέτοια παράγραφος. Η εισηγητική έκθεση έχει ως εξής: «Στην παράγραφο 4, διατηρείται η δυνατότητα του ΥπουργούΟικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας όπως κατ’ εξαίρεση εγκρίνει τις συγκεντρώσεις που παρουσιάζουν γενικότερα πλεονεκτήματα ή κρίνονταιαπαραίτητες για την εξυπηρέτηση υπέρτερου δημόσιου και γενικότερου κοινωνικού συμφέροντος, ακόμα και αν πρόκειται για συγκεντρώσεις που είχαν απαγορευθεί με απόφαση της Επιτροπής Ανταγωνισμού.»
Πρόκειται για παραδρομή ή για συνειδητή επιλογή με την οποία, στο πνεύμα των fast truck ενεργειών, επιδιώκεται όλα να τελειώνουν στην Επιτροπή Ανταγωνισμού; Η τελευταία επιλογή πάντως είναι βλαπτική για τον ανταγωνσιμό. Γιατί δεν θα αναδεικνύονται οι βλαπτικές για τον ανταγωνισμό συνέπειες της συγκέντρωσης και οι επιχειρήσεις θα επικαλούνται τις διισχυριζόμενες αναμενόμενες ευεργετικές συνέπειες της συγκέντρωσης στην επίτευξη γενικότερων οικονομοπολιτικών στόχων.Εξάλλου η Επιτροπή Ανταγωνισμού δεν είναι σε θέση να πάρει αποφάσεις οικονομοπολιτικής φύσεως, που ανήκουν στους Υπουργούς. Επίσης με τη ρύθμιση αυτή, μαζί με άλλες του νομοσχεδίου, κινδυνεύει η ανεξαρτησία της Επιτροπής Ανταγωνισμού.