ΑΡΘΡΟ ΠΡΩΤΟ – Άρθρο 100 Αίτηση ανοίγματος της διαδικασίας εξυγίανσης (ν. 3588/2007)

1. Οφειλέτης στο πρόσωπο του οποίου συντρέχουν οι προϋποθέσεις της παραγράφου 1 του άρθρου 99 δύναται να ζητήσει από το πτωχευτικό δικαστήριο το άνοιγμα διαδικασίας εξυγίανσης. Στην περίπτωση νομικών προσώπων εφαρμόζεται το άρθρο 96 παράγραφος 2.

2. Στην αίτηση προς το πτωχευτικό δικαστήριο πρέπει να περιγράφονται η επιχείρηση του οφειλέτη, η οικονομική του κατάσταση με παράθεση των πιο πρόσφατων οικονομικών στοιχείων, τα αίτια της οικονομικής του αδυναμίας, τα προτεινόμενα μέτρα για την αντιμετώπιση της οικονομικής αδυναμίας και οι τυχόν διαπραγματεύσεις που έχουν ήδη λάβει χώρα με τους πιστωτές. Ιδιαίτερα γίνεται περιγραφή του μεγέθους της επιχείρησης, του προσωπικού που απασχολεί, καθώς και της κατάστασης και των προοπτικών της αγοράς στην οποία ο οφειλέτης δραστηριοποιείται. Με την αίτηση ο οφειλέτης πρέπει να καταθέτει τις πιο πρόσφατες οικονομικές του καταστάσεις (εφόσον υπάρχουν) και άλλα έγγραφα που στηρίζουν τα παρεχόμενα από τον οφειλέτη στοιχεία. Στην περίπτωση των κεφαλαιουχικών εταιριών, οι ως άνω οικονομικές καταστάσεις πρέπει να είναι δημοσιευμένες και εγκεκριμένες από γενική συνέλευση. Στην περίπτωση δε των λοιπών επιχειρήσεων αλλά και όταν πρόκειται για ενδιάμεσες οικονομικές καταστάσεις, εφόσον υπάρχουν, αυτές πρέπει να είναι δημοσιευμένες σε μία οικονομική εφημερίδα και ελεγμένες. Με την ίδια αίτηση ο οφειλέτης δύναται να ζητεί σύγκληση της συνέλευσης των πιστωτών (άρθρο 105) ή και ορισμό μεσολαβητή (άρθρο 102).

3. Η αίτηση προς το δικαστήριο συνοδεύεται, με ποινή απαράδεκτου, από έκθεση εμπειρογνώμονα της επιλογής του οφειλέτη, στην οποία επισυνάπτεται κατάλογος των περιουσιακών στοιχείων και των πιστωτών του οφειλέτη, με ειδική μνεία των ενέγγυων πιστωτών, αναλύονται οι πιθανότητες εξυγίανσης της επιχείρησης και εκτίθεται η γνώμη του εμπειρογνώμονα σε σχέση με το κατά πόσο η εξυγίανση της επιχείρησης του οφειλέτη δεν παραβλάπτει τη συλλογική ικανοποίηση των πιστωτών κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 99 παρ. 2. Σε περίπτωση που ο οφειλέτης ζητεί τη λήψη προληπτικών μέτρων, ο εμπειρογνώμονας διατυπώνει τη γνώμη του και ως προς την ανάγκη λήψης τους. Τα στοιχεία της παρούσας παραγράφου δύνανται να περιλαμβάνονται στην αίτηση του οφειλέτη, οπότε ο εμπειρογνώμονας θα βεβαιώνει την ακρίβειά τους και κατά πόσο συμμερίζεται τις εκφερόμενες στην αίτηση εκτιμήσεις.

4. Ο κατά την παράγραφο 3 εμπειρογνώμονας είναι πιστωτικό ίδρυμα που παρέχει νόμιμα υπηρεσίες στην Ελλάδα ή ελεγκτική εταιρεία. Ο εμπειρογνώμονας πρέπει να μην είναι συνδεδεμένος με τον οφειλέτη κατά την έννοια του άρθρου 42 (ε) παρ. 5 του Α.Ν. 2190/1920 και να μην έχει οριστεί ελεγκτής για τον έλεγχο των οικονομικών καταστάσεων του οφειλέτη κατά τα τελευταία τρία (3) έτη.

5. Η αίτηση προς το δικαστήριο συνοδεύεται, με ποινή απαράδεκτου, από γραμμάτιο κατάθεσης του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ και σε περίπτωση οφειλέτη ανώνυμης εταιρίας οκτώ χιλιάδων (8.000) ευρώ για την αντιμετώπιση των αμοιβών του εμπειρογνώμονα και του τυχόν μεσολαβητή ή του τυχόν ειδικού εντολοδόχου, τη διενέργεια δημοσιεύσεων και τη σύγκληση των συνελεύσεων των πιστωτών και των εταίρων ή μετόχων. Στην περίπτωση οφειλετών φυσικών προσώπων ή αν με την αίτηση δεν ζητείται η σύγκληση συνέλευσης ή διορισμός μεσολαβητή, το παραπάνω παράβολο ορίζεται σε τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ. Σε περίπτωση απόρριψης της αίτησης διατάσσεται από το δικαστήριο η επιστροφή του παραβόλου στον οφειλέτη, ενώ σε περίπτωση αποδοχής της το ποσό του παραβόλου αναλαμβάνεται από το πρόσωπο που θα ορίσει το δικαστήριο (τον τυχόν μεσολαβητή, τον εμπειρογνώμονα ή τον τυχόν ειδικό εντολοδόχο).

  • Η νομοθετική επιβολή του θεσμού του εμπειρογνώμονα, ενόσω η νομολογιακή πρακτική έως σήμερα έχει απορρίψει την εφαρμογή του, αποτελεί ίσως το μεγαλύτερο πρόβλημα του υπό διαβούλευση ν/σ.

    Ιδιαιτέρως δε ο περιορισμός των προσώπων που δύνανται να ορίζονται ως εμπειρογνώμονες και ο αναβαθμισμένος ρόλος που καλούνται να διαδραματίσουν ουσιαστικά περιπλέκει τη διαδικασία, αυξάνει το κόστος αυτής και υποβαθμίζει το ρόλο του μεσολαβητή ως αρωγού του δικαστηρίου.

    Σύμφωνα με το ν/σ, ως εμπειρογνώμονες προκρίνονται πιστωτικά ιδρύματα, τα οποία έως σήμερα πολλάκις έχουν υπονομεύσει τη διαδικασία συνδιαλλαγής, και ελεγκτικές εταιρείες, ενόσω παραλείπονται όσοι ορίστηκαν μεσολαβητές κατά τα προηγούμενα έτη και οι οποίοι περιλαμβάνονται στη λίστα πραγματογνωμόνων του εκάστοτε Πρωτοδικείου.

    Ο ρόλος δε του εμπειρογνώμονα σε τούτο το στάδιο, ήτοι προ της κατάθεσης της αίτησης, δεν δύναται να αφορά κάτι περισσότερο από τη διαπίστωση της οικονομικής κατάστασης του οφειλέτη, δυνατότητα που υπάρχει και σήμερα μετά την υποβολή της αίτησης και εφόσον το κρίνει αναγκαίο ο Πρόεδρος του δικαστηρίου. Αποτελεί παράδοξο να αποφαίνεται σε τόσο πρώιμο στάδιο ένας εμπειρογνώμων εάν η διαδικασία εξυγίανσης δύναται αορίστως να παραβλάψει τη συλλογική ικανοποίηση των πιστωτών, καθώς και να υποδεικνύει σε δικαστές την ανάγκη λήψης προληπτικών μέτρων. Οποιαδήποτε δε επ’ αμοιβή κρίση επί της δυνατότητας εξυγίανσης της επιχείρησης προ της έναρξης των διαπραγματεύσεων είναι εκ των πραγμάτων θεωρητική, αόριστη και πιθανώς ανεφάρμοστη, ενώ υπεισέρχεται και στο πεδίο δράσης του μεσολαβητή. Πιθανώς δε να έχει μεταβληθεί τόσο η κατάσταση μέχρι την έκδοση αποφάσεως περί υπαγωγής, ώστε όσα αναφέρει να αποτελούν απλώς συγκριτικό μέτρο για το έργο του μεσολαβητή.

    Εν ολίγοις, κρίνω πως η επί ποινή απαραδέκτου κατάθεση της έκθεσης του εμπειρογνώμονα θα περιπλέψει τη διαδικασία αυξάνοντας δυσανάλογα το κόστος, δίχως επί της ουσίας να προσφέρει πολλά περισσότερα σε σχέση με την προτιμητέα κατ’ εμέ επιλογή υποχρέωσης του αιτούντος να καταθέτει μαζί με την αίτηση τα πλέον πρόσφατα οικονομικά στοιχεία (ισολογισμούς, αναλυτικά ισοζύγια κτλ), κατάλογο των πιστωτών με ποσοστά συμμετοχής τους στο συνολικό του χρέος, υπεύθυνη δήλωση του εκπρόσωπου και του λογιστή της επιχείρησης για την ακρίβεια αυτών και για τη μη παράλειψη κάποιου πιστωτή, κατάλογο περιουσιακών στοιχείων κτλ. Θα μπορούσε δε τούτο το μέτρο να εφαρμοστεί κατ’ αναλογία της διαδικασίας περί υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων όπου με την κατάθεση της αίτησης δημιουργείται φάκελος στην αρμόδια γραμματεία για την τήρηση των απαιτούμενων δικαιολογητικών. Σε περίπτωση δε σημαντικής μεταβολής των ως άνω στοιχείων κατά το διάστημα που μεσολαβεί από την κατάθεση της αίτησης μέχρι την έναρξη της διαδικασίας να επαφίεται στο μεσολαβητή να προβεί σε αναθεώρηση αυτών ως προς το συνολικό ποσό της απαίτησης και τα διαμορφούμενα ποσοστά συμμετοχής στο χρέος.

    Παραπέμπω δε στα σχόλια μου επί του άρθρου 106στ αναφορικά με την αδικαιολόγητη κατά την προσωπική μου γνώμη εμπλοκή του εμπειρογνώμονα και κατά το στάδιο έπειτα από υπογραφή της συμφωνίας εξυγίανσης και προ της επικύρωσης αυτής.

    Συμεών Χατζηαριστεράς
    LL.B. (Hons), Cert., LL.M., Δικηγόρος
    chatziaristeras@de-jure.gr
    symeon.chatziaristeras@ext.ec.europa.eu

  • 19 Μαρτίου 2011, 12:58 | ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΚΑΤΣΙΚΗΣ

    Η ΑΝΩΤΕΡΩ ΔΙΑΤΑΞΗ ΚΙΝΕΙΤΑΙ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΣΩΣΤΗ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ.ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ ΟΜΩΣ ΓΙΑ ΝΑ ΕΧΕΙ ΜΙΑ ΕΥΡΥΤΕΡΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗ Ο ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΠΑΡΑΒΟΛΟΥ ΤΩΝ 5.000 ΕΥΡΩ ΟΤΑΝ ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ ΓΙΑ ΦΥΣΙΚΑ ΠΡΟΣΩΠΑ.ΚΑΙ ΑΥΤΟ ΓΙΑΤΙ ΜΑΖΙ ΜΕ ΤΑ ΔΙΚΑΣΤΙΚΑ ΕΞΟΔΑ (ΠΑΡΑΒΟΛΑ ΑΜΟΙΒΕΣ ΦΠΑ ΚΛΠ) ΤΟ ΠΟΣΟ ΠΟΥ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΚΑΤΑΒΑΛΕΙ ΚΑΠΟΙΟΣ ΤΕΛΙΚΑ ΣΕ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΦΑΣΕΙΣ ΤΟΥ 99 (ΑΙΤΗΣΗ, ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΔΙΤΑΓΗ, ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΑΝΑΣΤΟΛΗΣ ΚΛΠ) ΞΕΠΕΡΝΑ ΤΙς 10.000 ΕΥΡΩ.ΕΝΔΕΧΟΜΕΝΩΣ ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΝΑ ΞΕΚΙΝΑ ΑΠΟ 1.000 ΕΥΡΩ ΓΙΑ ΤΖΙΡΟΥΣ ΕΩΣ 100.000 ΕΥΡΩ, ΚΑΙ ΝΑ ΚΛΙΜΑΚΩΝΕΤΑΙ ΕΩΣ ΤΙΣ 5.000 ΓΙΑ ΤΖΙΡΟΥΣ ΑΝΩ ΤΟΥ 1.000.000 ΕΥΡΩ. ΑΣ ΜΗΝ ΞΕΧΝΑΜΕ ΟΤΙ ΑΛΛΗ ΔΟΥΛΙΑ ΕΧΕΙ Ο ΠΡΑΓΜΑΤΟΓΝΩΜΟΝΑΣ ΠΟΥ ΘΑ ΔΙΟΡΙΣΘΕΙ ΓΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΤΖΙΡΟΥ 50.000 ΕΥΡΩ (ΠΧ. ΚΑΤΑΣΤΗΜΑ) ΚΑΙ ΑΛΛΗ ΓΙΑ ΤΖΙΡΟ 1.500.000 (ΠΧ. ΕΡΓΟΣΤΑΣΙΟ).

  • 18 Μαρτίου 2011, 14:14 | Κοπατσάρης Χρήστος

    Το συγκεκρμένο άρθρο 102, όπως και το άρθρο 100 παρ.2 & 3 ουσιαστικά δημιουργεί μία κλειστή διαδικασία επιλογής διαμεσολαβητή, από τη στιγμή που δε δίνει τη δυνατότητα στις προσφεύγουσες εταιρείες να επιλέξουν ελεύθερα από την αγορά πραγματογνώμονα οικονομολόγο μέλους του οικονομικού επιμηλετηρίου ή από τις επίσημες καταστάσεις πραγματογνώμονων που υπάρχουν στα πρωτοδικεία.
    Θα ήθελα να σημειώσω ότι με την εφαρμογή του Άρθρου 99 (Νόμος 3588/2007) συνάδελφοι οικονομολόγοι εγεγγραμένοι στις καταστάσεις πραγματογνωμόνων στα πρωτοδικεία της χώρας έχουν διοριστεί διαμεσολαβητές σύμφωνα με τη διαδικασία του συγκεκριμένου άρθρου. Πολλοί από αυτούς κατάφεραν να φέρουν εις πέρας δύσκολες υποθέσεις διαμεσολάβησης αποκτώντας πολύτιμη εμπειρία που μπρορεί να θεωρηθεί και χρήσιμη προϋπηρεσία. Αυτούς τους διαμεσολαβητές – οικονομολόγους το υπουργείο δεν μπορεί να τους αγνοεί με τη ρύθμιση αυτού του άρθρου εξαιρώντας τους από μία διαδικασία στην οποία διαθέτουν μεγαλύτερη εμπειρία από αυτούς που προκρίνονται από τη νέα ρύθμιση
    Επομένως το άρθρο πρέπει να μεταρρυθμισθεί δίνοντας και στους είτε σε οικονομολόγο μέλους του οικονομικού επιμηλετηρίου είτε σε οικονομολόγους που έχουν ήδη αναλάβει διαδικασία διαμεσολάβησης με το άρθρο 99 να διορισθούν και μετά την τροποποίηση του νόμου.
    Κοπατσάρης Χρήστος
    Αντιπρόεδρος ΟΕΕ-ΠΤΚΜ Κ.Μακεδονίας

  • 18 Μαρτίου 2011, 14:46 | Κοπατσάρης Χρήστος

    Η ρύθμιση του συκγεκριμένου άρθρου 100 παρ.2 & 3 ουσιαστικά δημιουργεί μία κλειστή διαδικασία επιλογής πραγματογνώμονα, από τη στιγμή που δε δίνει τη δυνατότητα στις προσφεύγουσες εταιρείες να επιλέξουν ελεύθερα από την αγορά πραγματογνώμονα οικονομολόγο μέλους του οικονομικού επιμηλετηρίου ή από τις επίσημες καταστάσεις πραγματογνώμονων που υπάρχουν στα πρωτοδικεία. Η ρύθμιση αυτή έρχεται σε αντίθεση με το νόμο περί ανοίγματος κλειστών επαγγελμάτων και πρέπει να τροποποιηθεί όπως αναφέρεται παραπάνω.
    Κοπατσάρης Χρήστος
    Αντιπρόεδρος ΟΕΕ-ΠΤΚΜ Κ.Μακεδονίας