1. Κατά των αποφάσεων της διοικητικής επιτροπής σημάτων επιτρέπεται προσφυγή ενώπιον του διοικητικού πρωτοδικείου Αθηνών από οποιονδήποτε έχει έννομο συμφέρον.
2. Η προσφυγή ασκείται εντός προθεσμίας εξήντα (60) ημερών, που αρχίζει από την επομένη της κοινοποίησης της προσβαλλόμενης απόφασης της διοικητικής επιτροπής σημάτων, με κατάθεση του δικογράφου στη γραμματεία του ανωτέρω δικαστηρίου. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι οικείες διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας.
3. Κατά τη συζήτηση ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων καλούνται από τον προσφεύγοντα, με ποινή απαραδέκτου της συζήτησης, για άσκηση παρέμβασης αυτοί που έχουν καταστεί διάδικοι ενώπιον της διοικητικής επιτροπής σημάτων και οι δικαιούχοι των προγενέστερων σημάτων και δικαιωμάτων, τα οποία αποτέλεσαν κώλυμα αποδοχής του επίδικου σήματος από τη διοικητική επιτροπή σημάτων. Οι νομίμως κλητευθέντες κατά τα ανωτέρω για άσκηση παρέμβασης στερούνται του δικαιώματος τριτανακοπής, εκτός αν συντρέχουν λόγοι ανωτέρας βίας.
4. Η κλήση των διαδίκων ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων και του Συμβουλίου της Επικρατείας δύναται να γίνει και προς αυτόν που είναι σημειωμένος στο βιβλίο σημάτων ως αντίκλητος.
Η κλήτευση των δικαιούχων διεθνών και κοινοτικών σημάτων για άσκηση παρέμβασης γίνεται με κάθε πρόσφορο μέσο, συμπεριλαμβανομένων και της τηλεομοιοτυπίας και του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου.
5. Ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου ή προξένου μπορούν να προσκομισθούν στο διοικητικό πρωτοδικείο Αθηνών για πρώτη φορά, εφόσον κλητεύθηκε ο αντίδικος σαράντα οκτώ (48) ώρες πριν την ένορκη βεβαίωση.
Η υποχρεωτική κλήτευση των δικαιούχων προγενέστερων σημάτων στο στάδιο της προσφυγής ή και της έφεσης, ακόμη και αν οι τελευταίοι δεν άσκησαν τριτανακοπή ενώπιον της Διοικητικής Επιτροπής Σημάτων συνεπάγεται άσκοπες και αδικαιολόγητες δικονομικές καθυστερήσεις και αβεβαιότητα, κυρίως ενόψει του γεγονότος ότι οι δικαιούχοι οι οποίοι πράγματι ενδιαφέρονται να διαφυλάξουν τα δικαιώματά τους ήδη το έχουν πράξει ασκώντας το ένδικο βοήθημα της τριτανακοπής.
Ο κ. Χρυσάνθης ορθώς διαπιστώνει την προβληματική και προκύπτει ότι το ένδικο βοήθημα της προσφυγής προβλέπεται ότι ασκείται με τρόπο που καθιστά ουσιαστικώς αδύνατη την άσκηση του δικαιώματος προστασίας από τα δικαστήρια. Τέτοιοι περιορισμοί αντίκεινται στο άρθρο 20 παρ. 2 Συντάγματος περί δικαστικής προστασίας και στο άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ.
Θα ήθελα επικουρικώς μόνο να παραθέσω σχετική νομολογία προς υποστήριξη της παραπάνω άποψης. Σύμφωνα με τη νομολογία του ΕΔΑΔ (σε αντίστοιχες υποθέσεις επί ελληνικών διατάξεων!!) οι περιορισμοί άσκησης ένδικου βοηθήματος από το νομικό σύστημα αντίκεινται στο άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ όταν:
α. περιορίζουν την πρόσβαση σε δικαστήριο σε τέτοιο βαθμό ώστε να θίγεται το ίδιο το δικαίωμα πρόσβασης στο δικαστήριο (27 Ιουλίου 2006, Ευσταθίου κατά Ελλάδος, σκ. 24-25).
β. δεν τείνουν στην εκπλήρωση θεμιτού σκοπού (24 Μαίου 2006, Λιακόπουλου κατά Ελλάδος, σκ. 17-22, Βάμβακας κατά Ελλάδος, σκ. 26-28)
γ. δεν τελούν σε εύλογη σχέση αναλογικότητας με τον σκοπό που επιδιώκουν (16 Απριλίου 2009, Καραβελατζής κατά Ελλάδος σκ. 22-25)
δ. δεν οδηγούν σε εξασφάλιση της ορθής απονομής δικαιοσύνης και ιδίως του σεβασμού της ασφάλειας του δικαίου (14 Δεκεμβρίου 2006, Ζουμπουλίδης κατά Ελλάδος)
Πρέπει να συντρέχουν και οι 4 άνω προϋποθέσεις σωρευτικώς για να κριθεί κάθε περιορισμό του δικαιώματος δικαστικής προστασίας ως θεμιτό.
Στο άρθρο 13 του Σ/Ν αυτό δε συμβαίνει και φοβάμαι ότι θα έχουμε άλλη μια καταδίκη ως κράτος από το ΕΔΑΔ.
Η υποχρεωση κοινοποίησης από τον προσφεύγοντα της προσφυγής προς τους δικαιούχους των προγενέστερων σημάτων και δικαιωμάτων, τα οποία αποτέλεσαν κώλυμα αποδοχής του επίδικου σήματος από τη διοικητική επιτροπή σημάτων είναι δυσλειτουργική.
Πολλά σήματα είναι πολύ παλιά και οι δικαιούχοι ή οι αντίκλητοί τους δεν υφίστανται πλέον.
Δεν ωφελεί το σύστημα των σημάτων και την κοινωνία τέτοια μεγάλη προσπάθεια προαστασίας των παλαιότερων σηματούχων. Όποιος ενδιαφέρεται για να προστατεύει τα σήματά του πρέπει να καταβάλει προσπάθεια με την έρευνα στο ΔΕΒΙ-ΦΕΚ.
Η απόδειξη κοινοποίησης μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου είναι εξαιρετικά δυσχερής σε περίπτωση αμφισβήτησης. Συνεπώς, κρίνουμε ότι θα έπρεπε να απαλειφθεί.
Η ρύθμιση για την με ποινή απαραδέκτου της συζήτησης κοινοποίηση από τον προσφεύγοντα της προσφυγής στους δικαιούχους των προγενέστερων σημάτων και δικαιωμάτων, τα οποία αποτέλεσαν κώλυμα αποδοχής του επίδικου σήματος από την ΔΕΣ, θεωρούμε ότι θα οδηγήσει σε πολύ μεγάλη καθυστέρηση στην καταχώριση ενός σήματος. Περαιτέρω, είναι πολύ πιθανό να οδηγήσει σε μία και μόνο δίκη με πολλούς παρεμβαίνοντες-ομόδικους/δικαιούχους προγενέστερων σημάτων, γεγονός που θα καθιστά περίπλοκη την διευθέτηση της κρινόμενης διαφοράς. Συνεπώς, προτείνουμε το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 13 να αναδιατυπωθεί ως εξής:
«Κατά τη συζήτηση ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων καλούνται από τον προσφεύγοντα, με ποινή απαραδέκτου της συζήτησης, για άσκηση παρέμβασης αυτοί που έχουν καταστεί διάδικοι ενώπιον της διοικητικής επιτροπής σημάτων.»
Τέλος, θα ήταν σκόπιμο ο αυτεπάγγελτος υπηρεσιακός έλεγχος της ΔΕΣ να αφορά μόνο τους απόλυτους λόγους απαραδέκτου, δεδομένης της δυνατότητας άσκησης παρέμβασης/τριτανακοπής σε περίπτωση ύπαρξης σχετικών λόγων απαραδέκτου (προγενέστερων σημάτων ταυτόσημων/όμοιων με το κατατεθέν). Η ΔΕΣ, ακολουθώντας το πρότυπο λειτουργίας του Κοινοτικού Γραφείου Σημάτων (OHIM), θα μπορούσε να ειδοποιεί απλώς τους δικαιούχους προγενέστερων όμοιων/ταυτόσημων σημάτων, ώστε να λαμβάνουν γνώση έγκαιρα κι, αν το επιθυμούν, να ασκούν παρέμβαση/τριτανακοπή.
Στην παρ. 3 προβλέπεται ότι ο προσφεύγων οφείλει να κλητεύσει και τους δικαιούχους προγενέστερων σημάτων και δικαιωμάτων, τα οποία αποτέλεσαν κώλυμα αποδοχής του επίδικου σήματος από τη διοικητική επιτροπή σημάτων, ακόμα κι αν αυτοί δεν ήταν διάδικοι στη δίκη στη ΔΕΣ. Η ρύθμιση κινείται πέραν της σφαίρας του εφικτού. Πολλές φορές τα προγενέστερα σήματα που αντιτάσσει ο προέλεγχος της Υπηρεσίας είναι 10 ή 15 ή και περισσότερα. Αυτό στο επίπεδο της προσφυγής σημαίνει ότι ο προσφεύγων θα πρέπει να κλητεύσει 10 ή 15 ή και περισσότερους καθών. Εκτός του ότι το κόστος είναι δυσανάλογο, πολλές φορές τα στοιχεία των δικαιούχων στο μητρώο δεν είναι ενημερωμένα (έχουν αλλάξει διευθύνσεις, έδρες, νομικό τύπο, χωρίς να ενημερώσουν τη μερίδα κλπ). Οι δικαιούχοι των προγενέστερων σημάτων δεν είναι πάντα εύκολο να εντοπιστούν. Το ίδιο ισχύει και για τους αντικλήτους. Πολλές φορές οι αντίκλητοι δεν ζουν πλέον, ή έχουν αλλάξει και δεν έχει ενημερωθεί η μερίδα. Και η κλήτευση αυτή χρειάζεται όχι μόνο για την προσφυγή, αλλά και για την έφεση, κλπ. Γενικά η διάταξη αυτή παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας και αυτό που ζητά από τον προσφεύγοντα είναι δυσανάλογο σε σχέση με αυτό που επιδιώκει. Οι δικαιούχοι των προγενέστερων σημάτων έχουν αυτοί το βάρος να διαφυλάσσουν τα δικαιώματά τους και προς το σκοπό αυτό έχει θεσπιστεί το ειδικό Δελτίο Βιομηχανικής Ιδιοκτησίας μέσα από το οποίο μπορούν να ενημερώνονται και να ασκούν Τριτανακοπή, όταν το κρίνουν οι ίδιοι αναγκαίο. Αν ασκήσουν Τριτανακοπή γίνονται διάδικοι και κλητεύονται εφεξής. Αν δεν ασκήσουν Τριτανακοπή, γιατί πρέπει εφεξής να κλητεύονται; Το οικονομικό αυτό κόστος που επιβάλλεται στον προσφεύγοντα δεν είναι ούτε λογικό, ούτε ανεκτό και ουσιαστικά πολλές φορές θα καταλύει στην πράξη τη δυνατότητα άσκησης προσφυγής. Από την άποψη αυτή, η προτεινόμενη ρύθμιση παραβιάζει τη συνταγματική ελευθερία για αποτελεσματική έννομη προστασία, καθώς και το προστατευόμενο από την ΕΣΔΑ δικαίωμα για δίκαιη δίκη. Τέλος, η ρύθμιση αυτή καθιστά το Ελληνικό σήμα εξαιρετικά δυσκίνητο και κοστοβόρο και μη ανταγωνιστικό σε σύγκριση με το κοινοτικό και το διεθνές σήμα.
Η καθιέρωση της αποκλειστικής αρμοδιότητας του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών για την εκδίκαση της προσφυγής βολεύει τους γραφειοκράτες και μόνον αυτούς.
Κι ύστερα μιλάμε για τους όγκους και τη συσσώρευση των υποθέσεων στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών-Λεβιάθαν!
Τολμήστε τη διάχυση της αρμοδιότητας στο Διοικητικό Πρωτοδικείο της έδρας ή της κατοικίας του ενδιαφερομένου ή Δεχτείτε έστω συντρέχουσα αρμοδιότητά του.