1. Σε διαφορές εκκρεμείς κατά την έναρξη της ισχύος του παρόντος νόμου, οι διαδικαστικές πράξεις που δεν έχουν συντελεστεί διενεργούνται κατά τις διατάξεις του.
2. Η άσκηση ένδικων βοηθημάτων κατ’ αποφάσεων που δημοσιεύονται μετά την έναρξη της ισχύος του παρόντος νόμου, διέπεται από τις διατάξεις του.
3. Ως προς την αφετηρία των προθεσμιών εφαρμόζονται οι διατάξεις που ίσχυαν κατά το χρόνο, κατά τον οποίο συντελέστηκε το γεγονός που τις κίνησε.
4. Η διάρκεια των προθεσμιών που είχαν αρχίσει πριν από την έναρξη της ισχύος του παρόντος νόμου, υπολογίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του, μόνο αν η προβλεπόμενη από αυτές διάρκειά τους είναι μεγαλύτερη από εκείνη που προβλεπόταν από τις προϊσχύουσες διατάξεις.
5. Σήματα που δεν έχουν γίνει αμετακλήτως δεκτά κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, κρίνονται ως προς τις προϋποθέσεις παραδεκτού, σύμφωνα με το προϊσχύον δίκαιο.
6. Η δυνατότητα επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση, σύμφωνα με το άρθρο 15 του παρόντος νόμου, ισχύει μόνο στις περιπτώσεις που το κώλυμα που είχε ως συνέπεια την απώλεια δικαιώματος ή προθεσμίας ασκήσεως ενδίκου βοηθήματος, κατά τα οριζόμενα στη διάταξη, επήλθε μετά την έναρξη της ισχύος του παρόντος νόμου.
7. Η δυνατότητα διαίρεσης ισχύει και για τα σήματα που είχαν δηλωθεί ή καταχωρισθεί πριν από τη θέση σε ισχύ του παρόντος νόμου.
8. Η δυνατότητα υποβολής έγγραφης συναίνεσης ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 4 του παρόντος νόμου καταλαμβάνει και τις εκκρεμείς κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου διαφορές.
9. Σήματα που έχουν δηλωθεί ή καταχωρισθεί ως παράλληλη κατάθεση ή καταχώριση άλλου, πρότερου σήματος κατά τη θέση σε ισχύ του παρόντος νόμου, ισχύουν και προστατεύονται σύμφωνα με το νόμο αυτό. Το κύρος παράλληλης κατάθεσης ή παράλληλης καταχώρισης σήματος δε θίγεται, εάν παύσει λόγω μη ανανέωσης να ισχύει το πρότερο σήμα, του οποίου αποτελεί παράλληλη κατάθεση ή παράλληλη καταχώριση, εκτός εάν το πρότερο σήμα διαγράφηκε αμετάκλητα για λόγους των άρθρων 3 και 4 του παρόντος νόμου.