23) Η περ. ΙΙ της παρ. β του άρθρου 20 του Π.Δ. 118/2007 αντικαθίσταται ως εξής:
«Στους ανοικτούς διαγωνισμούς, όταν ο προμηθευτής με την πλέον συμφέρουσα από οικονομική άποψη προσφορά δεν προσκομίζει, ένα ή περισσότερα από τα έγγραφα και τα δικαιολογητικά που προβλέπονται στην παρ. 2 του άρθρου 6 του παρόντος, ή τα προσκομιζόμενα έγγραφα και δικαιολογητικά δεν πληρούν τις απαιτήσεις που τίθενται στην εν λόγω διάταξη, η κατακύρωση γίνεται στον προμηθευτή που προσφέρει την αμέσως επόμενη πλέον συμφέρουσα από οικονομική άποψη προσφορά. Σε περίπτωση που και αυτός δεν προσκομίζει ένα ή περισσότερα από τα έγγραφα και δικαιολογητικά τα οποία
απαιτούνται κατά τα ανωτέρω ή τα προσκομιζόμενα έγγραφα και δικαιολογητικά δεν πληρούν τις απαιτήσεις που τίθενται στη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 2, η κατακύρωση γίνεται στον προμηθευτή με την αμέσως επόμενη πλέον συμφέρουσα από οικονομική άποψη προσφορά και ούτω καθ` εξής. Αν κανένας από τους προμηθευτές δεν προσκομίζει, σύμφωνα με τους όρους και τις προϋποθέσεις του άρθρου 6 παρ. 2 ένα ή περισσότερα από τα έγγραφα και δικαιολογητικά τα οποία απαιτούνται από αυτή ή τα προσκομιζόμενα έγγραφα και δικαιολογητικά δεν πληρούν τις απαιτήσεις που τίθενται στην εν λόγω διάταξη, ο διαγωνισμός ματαιώνεται.
Στις περιπτώσεις αυτές όταν ο συμμετέχων υποβάλλει ψευδή ή ανακριβή υπεύθυνη δήλωση της παρ. 1 του άρθρου 6 και της παρ.3 του άρθρου 8α του παρόντος ή ο υπόχρεος προς τούτο προσφέρων δεν προσκομίσει εγκαίρως και προσηκόντως κατά το στάδιο της κατακύρωσης ένα ή περισσότερα από τα έγγραφα και δικαιολογητικά της παρ. 2 του άρθρου 6 και, εφόσον έχουν ζητηθεί από την διακήρυξη, των περιπτώσεων α, β, και ζ της παρ. 2 του άρθρου 8 του παρόντος, ή τα προσκομιζόμενα έγγραφα και δικαιολογητικά δεν πληρούν τις απαιτήσεις που τίθενται στις άνω διατάξεις, καταπίπτει υπέρ του Δημοσίου η εγγύηση συμμετοχής του μειοδότη.
Επίσης καταπίπτει υπέρ του Δημοσίου η εγγύηση συμμετοχής του μειοδότη εφόσον από τα υποβληθέντα δικαιολογητικά προκύπτει ότι δεν πληρούνται τα στη διακήρυξη καθοριζόμενα ελάχιστα αναγκαία όρια των οικονομικών και τεχνικών προϋποθέσεων του άρθρου 8α».
Στην προτεινόμενη διάταξη, όπως γινόταν και στο ισχύον ΠΔ,προβλέπεται η κατάπτωση της εγγυητικής επιστολής και στην περίπτωση μη συμμόρφωσης με οικονομικά και τεχνικά κριτήρια.Τούτο όμως γίνεται κατά παράβαση του ΠΔ 60/2007 και της Οδηγίας 2004/18/ΕΚ, αφού ο έλεγχος πρέπει να γίνεται πριν από το άνοιγμα των τεχνικών – οικονομικών προσφορών.Επιπλέον στην προτεινόμενη διάταξη περιέχεται δυσμενέστερη ρύθμιση, καθώς πλέον αποτελεί λόγο κατάπτωσης της εγγύησης όχι μόνο η μη προσκόμιση των στοιχείων περί τεχνικής / οικονομικής δυνατότητας αλλά και η μη πλήρωση των συναφών προϋποθέσεων.
Προτείνεται η κατάργηση της σχετικής πρόβλεψης.
Επιπλέον, προτείνεται στη διακήρυξη να προβλέπεται υποχρεωτικά ότι τα σχετικά δικαιολογητικά θα πρέπει να υποβάλλονται μόνο κατά την κατάθεση της προσφοράς και όχι κατά το στάδιο της κατακύρωσης.
1. Σε γενικές γραμμές οι αλλαγές που επέρχονται με την τροποποίηση αυτή είναι συνεπείς προς την τροποποίηση του άρθρου 2 παρ. 2 περ. ιζ και κινούνται προς τη σωστή κατεύθυνση. Ορθή επίσης είναι και η προσαρμογή του ανοίγματος της ψαλίδας στις νομολογιακές παραδοχές (ΣτΕ 2573/2009 κ.α.), με τις οποίες είχε γίνει δεκτό ότι η κατ’ ανώτατο όριο βαθμολογία των 110 βαθμών που χορηγείτο με το εν λόγω άρθρο του πδ 118/2007 για την υπερκάλυψη των τεχνικών απαιτήσεων δεν είχε το κατάλληλο εύρος και αντίκειτο προς το άρθρο 53 της Οδηγίας 2004/18/ΕΚ.
2. Τα σημεία που προβληματίζουν είναι ότι με την τροποποίηση αυτή αφενός μεν, σε περίπτωση που υπερκαλύπτονται οι απαράβατες τεχνικές απαιτήσεις, η ψαλίδα ανοίγει, μάλλον υπερβολικά, στους 130 βαθμούς (κατά το πδ 394/1996 το άνοιγμα έφθανε τους 120 βαθμούς), αφετέρου δε στην περίπτωση των μη απαράβατων όρων η διακύμανση δεν είναι αναλογική, αφού εκτείνεται από 75 έως 115 βαθμούς. (Υπενθυμίζεται ότι κατά το πδ 394/1996 στην τελευταία αυτή περίπτωση η βαθμολογία-συντελεστές βαρύτητας- ήταν πιο αναλογική 80 έως 120).
3. Πέραν όμως αυτών των προβληματισμών, σε δύο σημεία η διάταξη αυτή φαίνεται να αστοχεί και χρήζει οπωσδήποτε αλλαγής.
Το πρώτο από αυτά, αφορά τον τρόπο κατανομής των συντελεστών βαρύτητας. Ενώ στην πρώτη και στην δεύτερη ομάδα βαθμολογούνται αυτοτελώς οι τεχνικές προδιαγραφές και αντίστοιχα η τεχνική υποστήριξη, στην τρίτη ομάδα συμπλέκονται, χωρίς διάκριση και επομένως χωρίς επιμερισμό των συντελεστών βαρύτητας, προδιαγραφές υλικών και υποστήριξη (συντήρηση κλπ) με γνώμονα το μη απαράβατο αυτών. Για λόγους λοιπόν ισότιμης κατανομής πρέπει η τρίτη ομάδα των μη απαράβατων όρων να αποτελείται από δύο υποομάδες (υποομάδα Α΄ προδιαγραφών υλικών και υποομάδα Β, προδιαγραφών υποστήριξης) ούτως ώστε και στην περίπτωση αυτή το θεσμικό πλαίσιο να διασφαλίζει την αναλογικότητα κατανομής των συντελεστών βαρύτητας και επί των μη απαράβατων όρων.
Το δεύτερο, και σπουδαιότερο σημείο, είναι ότι τα οριοθετούμενα ποσοστά βαθμολογίας – συντελεστών βαρύτητας στις τρείς ομάδες οδηγούν, και εν πάση περιπτώσει μπορούν να οδηγήσουν ευχερώς, σε υποβάθμιση των (απαράβατων) τεχνικών προδιαγραφών (ομάδα Α), αφού η ψαλίδα, σύμφωνα με την τροποποιούμενη διάταξη, μπορεί να κυμανθεί από 40% έως 80%. Με αυτόν τρόπο σε συνδυασμό και με όσα επισημάνθηκαν σχετικά με την ομάδα Γ, όπου η δυνατότητα συμμετοχής των μη απαράβατων όρων με ποσοστό έως και 30%, παρέχεται στην αναθέτουσα αρχή ανεπιτρέπτως η δυνατότητα, με την ενσωμάτωση στις προδιαγραφές, ακόμη και ενός μόνο μη απαράβατου όρου, τον οποίο διαθέτει ένας μόνο προμηθευτής, να δημιουργηθούν διαφορές βαθμολογίας σε βάρος των λοιπών προμηθευτών της τάξεως έως και 30%.
Κατά συνέπεια πρέπει να μειωθεί η δυνατότητα συμμετοχής στην τελική βαθμολογία των μη απαράβατων όρων σε ποσοστό κατ’ ανώτατο όριο 10% (αντί δηλ. του σχεδιαζόμενου 10% ως 30%), επιμεριζόμενο σε δύο υποομάδες, έτσι ώστε το ελάχιστο ποσοστό των συντελεστών βαρύτητας των απαράβατων τεχνικών προδιαγραφών των υλικών (που αποτελεί και το σπουδαιότερο μέρος της προμήθειας) να εκκινεί από ποσοστό 60% και άνω. Με αυτόν τρόπο περιορίζονται και οι κατά τα πιο πάνω επιπτώσεις τυχόν αυθαίρετων «φωτογραφικών», μη ουσιωδών, όρων.
Το ίδιο όσο αφορά τις παρ 2 ή/και 3 του άρθρου 6 και τηις ψευδείς δηλώσεις. Ακόμα οι περιπτώσεις α, β και ζ να γίνουν «περιπτώσεις α, β και στ». Όμως εδώ θέτουμε το ερώτημα γιατί να ζητάμε το δικαιολογητικό 8§2β όπως εξηγούμε σε προηγούμενη παρατήρηση (είναι δικαιολογητικό χρηματοοικονομικής ικανότητας και καλύπτεται με υπεύθυνη δηλ του άρθρου 8α). Τέλος στο τέλος του άρθρου, στην αναφορά στην εγγύηση συμετοχής , να διαγραφεί ο όρος «μειοδότης», ο διαγωνισμός με κριτήριο την πλέον συμφέρουσα από οικονομική άποψη προσφορά δεν είναι μειοδοτικός, μπορεί να βγει ανάδοχος ο ακριβότερος….