1. Παρά τη διάταξη του άρθρου 40, ο εταίρος έχει δικαίωμα να εξαγοράσει τις υποχρεώσεις που έχει αναλάβει από εξωκεφαλαιακή ή εγγυητική εισφορά, μετατρέποντας τα μερίδιά του σε μερίδια κεφαλαιακής εισφοράς και καταβάλλοντας στην εταιρία υπό μορφή αύξησης κεφαλαίου για μεν την εξωκεφαλαιακή εισφορά ποσό ίσο με την αξία της εισφοράς του, όπως ορίσθηκε στο καταστατικό, για δε την εγγυητική εισφορά το πλήρες ποσό της ευθύνης του. Σε περίπτωση που οι υποχρεώσεις αυτές έχουν εν μέρει εκπληρωθεί, το καταβλητέο ποσό ορίζεται από την εταιρία αναλογικά. Σε περίπτωση αμφισβήτησης του καταβλητέου ποσού ή αν η εταιρία δεν προβαίνει σε προσδιορισμό του ποσού, το δικαστήριο κρίνει μετά από αίτημα του εταίρου, σύμφωνα με το άρθρο 371 ΑΚ. Στην περίπτωση αυτή η αύξηση κεφαλαίου διενεργείται από το διαχειριστή, χωρίς να υπάρχει δικαίωμα προτίμησης των λοιπών εταίρων.
2. Από την καταχώριση στο Γ.Ε.ΜΗ. της αύξησης κεφαλαίου, ο εταίρος έχει τα μερίδια που αντιστοιχούν στην αύξηση.
3. Αν ο εταίρος που είχε μερίδια εξωκεφαλαιακής εισφοράς άσκησε το δικαίωμα εξαγοράς άκαιρα και χωρίς σπουδαίο λόγο, που να δικαιολογεί την άκαιρη εξαγορά, ενέχεται για τη ζημία που προκάλεσε η εξαγορά στην εταιρία.
4. Δικαίωμα εξαγοράς υποχρεώσεων από εγγυητική εισφορά δεν μπορεί να ασκηθεί, αν δανειστής έχει εναγάγει τον πιστωτή για καταβολή χρέους της εταιρίας. Το καταστατικό μπορεί να απαγορεύσει την εξαγορά των υποχρεώσεων από εγγυητικές εισφορές για κάποιο χρονικό διάστημα από την ανάληψή τους, που δεν μπορεί να είναι βραχύτερο της διετίας.
παραγρ. 3
Έχω τη γνώμη ότι η διατύπωση είναι ασαφής : «άκαιρα και χωρίς σπουδαίο λόγο». Από ποιόν θα κρίνεται αυτό, και κυρίως με ποιά κριτήρια?
Επίσης δεν μπορώ να σκεφτώ τί είδους ζημιά θα μπορεί δυνητικά να προκληθεί στην εταιρεία από την εξαγορά αυτή, δεδομένου ότι η πράξη αυτή ίσα-ίσα θα ενισχύσει κεφαλαιακά την εταιρεία.
παραγρ. 4
«αν δανειστής έχει αναγάγει τον πιστωτή» : εδώ ως πιστωτής νοείται ο εταίρος που έχει δώσει εξωκεφαλαιακές ή εγγυητικές εισφορές? Καλό είναι η διατύπωση να είναι σαφέστερη
Η εξαγορά των μη κεφαλαιουχικών μεριδίων μέσω καταβολής μετρητών, μπορεί να είναι η πιο απλή (μεταβάλει ευρώ προς ευρώ άυλα πάγια και υποχρεώσεις σε κεφαλαιακά), αλλά θα λειτουργήσει αποτρεπτικά στη συγκέντρωση ικανοποιητικών παγίων για τις εν λόγω εταιρείες – 2 από τα 3 είδη μεριδιούχων θα έχουν απαίτηση μόνο στις ταμειακές ροές και όχι στα πάγια της εταιρείας.
Αυτό σημαίνει ότι ο πάροχος υπηρεσίας (κομπιουτεράς, δικηγόρος, λογιστής, σύμβουλος επιχειρήσεων) που θα δεχτεί να αμοιφθεί με μερίδια, θα περιμένει να λάβει την αμοιβή του μέσα στην 12ετία μέσω διανεμόμενων κερδών και μόνο. Πιθανή αύξηση στην αξία του μεριδίου του (υπεραξία) δεν θα είναι προσβάσιμη, αφού στη λύση δεν θα παίρνει τίποτα. Σε πιθανή δευτερογενή αγορά μη κεφαλαιουχικών μεριδίων (πριν τη λύση), αυτά θα έχουν μεγάλη έκπτωση στη τιμή τους σε σχέση με (α) τα κεφαλαιουχικά, (β) με την «ονομαστική» αξία (αρχικό κόστος προσφερόμενης υπηρεσίας). Άρα τα συμφέροντα των μεριδιούχων θα διαφέρουν και αυτό μπορεί να δημιουργήσει στρεβλώσεις στις αποφάσεις που θα λαμβάνονται για τη στρατηγική της εταιρείας.
Προτείνω, αντί της καταβολής μετρητών, να δίνεται η δυνατότητα μετατροπής βάσει κανόνων ή μηχανισμών που θα έχουν προαποφασίσει στο καταστατικό οι μεριδιούχοι από τις μη κεφαλαιουχικές μορφές στη κεφαλαιουχική μορφή, ώστε όλοι οι μεριδιούχοι να είναι πραγματικά ίσοι στη λύση, ανάλογα με τα κεφαλαιουχικά τους μερίδια (ή την αντιστοιχία σε αυτά, έστω και αν είναι κάτοχοι μη κεφαλαιουχικών).