1. Παρά τη διάταξη του άρθρου 40, ο εταίρος έχει δικαίωμα να εξαγοράσει τις υποχρεώσεις που έχει αναλάβει από εξωκεφαλαιακή ή εγγυητική εισφορά, μετατρέποντας τα μερίδιά του σε μερίδια κεφαλαιακής εισφοράς και καταβάλλοντας στην εταιρία υπό μορφή αύξησης κεφαλαίου για μεν την εξωκεφαλαιακή εισφορά ποσό ίσο με την αξία της εισφοράς του, όπως ορίσθηκε στο καταστατικό, για δε την εγγυητική εισφορά το πλήρες ποσό της ευθύνης του. Σε περίπτωση που οι υποχρεώσεις αυτές έχουν εν μέρει εκπληρωθεί, το καταβλητέο ποσό ορίζεται από την εταιρία αναλογικά. Σε περίπτωση αμφισβήτησης του καταβλητέου ποσού ή αν η εταιρία δεν προβαίνει σε προσδιορισμό του ποσού, το δικαστήριο κρίνει μετά από αίτημα του εταίρου, σύμφωνα με το άρθρο 371 ΑΚ. Στην περίπτωση αυτή η αύξηση κεφαλαίου διενεργείται από το διαχειριστή, χωρίς να υπάρχει δικαίωμα προτίμησης των λοιπών εταίρων.
2. Από την καταχώριση στο Γ.Ε.ΜΗ. της αύξησης κεφαλαίου, ο εταίρος έχει τα μερίδια που αντιστοιχούν στην αύξηση.
3. Αν ο εταίρος που είχε μερίδια εξωκεφαλαιακής εισφοράς άσκησε το δικαίωμα εξαγοράς άκαιρα και χωρίς σπουδαίο λόγο, που να δικαιολογεί την άκαιρη εξαγορά, ενέχεται για τη ζημία που προκάλεσε η εξαγορά στην εταιρία.
4. Δικαίωμα εξαγοράς υποχρεώσεων από εγγυητική εισφορά δεν μπορεί να ασκηθεί, αν δανειστής έχει εναγάγει τον πιστωτή για καταβολή χρέους της εταιρίας. Το καταστατικό μπορεί να απαγορεύσει την εξαγορά των υποχρεώσεων από εγγυητικές εισφορές για κάποιο χρονικό διάστημα από την ανάληψή τους, που δεν μπορεί να είναι βραχύτερο της διετίας.