1. Ο διαχειριστής έχει υποχρέωση πίστεως απέναντι στην εταιρία. Οφείλει ιδίως (α) να μην επιδιώκει ίδια συμφέροντα που αντιβαίνουν στα συμφέροντα της εταιρίας (β) να αποκαλύπτει έγκαιρα στους εταίρους τα ίδια συμφέροντά του, που ενδέχεται να ανακύψουν από συναλλαγές της εταιρίας, οι οποίες εμπίπτουν στα καθήκοντά του, καθώς και κάθε άλλη σύγκρουση ιδίων συμφερόντων με αυτά της εταιρίας ή συνδεδεμένων με αυτήν επιχειρήσεων κατά την έννοια της παρ. 5 του άρθρου 42ε του νόμου 2190/1920, που ανακύπτει κατά την άσκηση των καθηκόντων τους (γ) να μη διενεργεί πράξεις για λογαριασμό του ίδιου ή τρίτων, που ανάγονται στο σκοπό της εταιρίας ή να είναι εταίρος προσωπικής εταιρίας, ε.π.ε. ή ιδιωτικής κεφαλαιουχικής εταιρίας, που επιδιώκει τον ίδιο σκοπό, εκτός αν οι εταίροι αποφασίσουν ότι επιτρέπονται τέτοιες πράξεις (δ) να τηρεί εχεμύθεια για τις εταιρικές υποθέσεις.
2. Το καταστατικό μπορεί να εξειδικεύει τις υποχρεώσεις της παραγράφου 1, καθώς και να επιβάλλει τις υποχρεώσεις αυτές, ολικά ή μερικά, σε μερικούς ή και όλους τους εταίρους.
3. Σε περίπτωση παράβασης της απαγόρευσης της περίπτωσης γ’ της παραγράφου 1, η εταιρία δικαιούται αντί αποζημίωσης να απαιτήσει, προκειμένου μεν για πράξεις που έγιναν για λογαριασμό του ίδιου του διαχειριστή ή ενδεχομένως του εταίρου, να θεωρηθεί ότι οι πράξεις αυτές διενεργήθηκαν για λογαριασμό της εταιρίας, προκειμένου δε για πράξεις που έγιναν για λογαριασμό άλλου, να δοθεί στην εταιρία η αμοιβή για τη μεσολάβηση ή να εκχωρηθεί σ’ αυτήν η σχετική απαίτηση. Οι απαιτήσεις αυτές παραγράφονται μετά από έξη μήνες από τότε που οι παραπάνω πράξεις ανακοινώθηκαν στους εταίρους και σε κάθε περίπτωση μετά από τριετία.