1. Κατά τις δειγματοληψίες των υγρών καυσίμων, λαμβάνονται κατά τις διατάξεις του Αγορανομικού Κώδικα δύο δείγματα, ένα για την Α΄ εξέταση και ένα για τη Β΄ εξέταση καθώς επίσης παραλαμβάνεται το δείγμα βυτιοφόρου σύμφωνα με το άρθρο 115 της παρούσας, τα οποία αποστέλλονται μετά των σχετικών πρωτοκόλλων στην αρμόδια Χημική Υπηρεσία.
2. Ο τύπος (π.χ. πλαστική, μεταλλική κ.λ.π.) το χρώμα και τα νούμερα των σφραγίδων των δειγμάτων καθώς και το νούμερο της σφραγίδας του δείγματος βυτιοφόρου σημειώνονται στο πρωτόκολλο δειγματοληψίας. Αντίγραφο του πρωτοκόλλου δειγματοληψίας, στο οποίο πρέπει να αναγράφονται τα παραπάνω στοιχεία, δίδεται στον κάτοχο του δείγματος.
3. Κατά τις δειγματοληψίες των υγρών καυσίμων ο κάτοχος του δείγματος θα δηλώνει εγγράφως στο πρωτόκολλο δειγματοληψίας αν επιθυμεί ή όχι την κατ’ έφεση εξέταση του δεύτερου δείγματος, σε καταφατική δε περίπτωση να αναγράφει το ονοματεπώνυμο, τη διεύθυνση και το τηλέφωνο ή το fax του ιδιώτη χημικού, που επιθυμεί να παρίσταται κατά την επανεξέταση ή ότι δεν επιθυμεί την παρουσία ιδιώτη χημικού.
4. Οι προμηθεύτριες εταιρείες και οι μεταφορείς υγρών καυσίμων μπορούν, εφόσον το επιθυμούν, να αναγραφούν στα τιμολόγια πωλήσεως, ότι σε περίπτωση μη κανονικού δείγματος, επιθυμούν την κατ’ έφεση εξέταση του εν λόγω δείγματος παρουσία ή μη ιδιώτη χημικού εκπροσώπου των, του οποίου θα πρέπει απαραίτητα να αναγράφουν το ονοματεπώνυμο, τη διεύθυνση και το τηλέφωνο ή το fax.
5. Oι δειγματίζουσες Αρχές θα παραδίδουν εντός τριών εργάσιμων ημερών το αργότερο τα λαμβανόμενα υπ’ αυτών δείγματα στις πλησιέστερες Χημικές Υπηρεσίες, σύμφωνα με τις διατάξεις του Αγορανομικού Κώδικα.
6. Αν από την εξέταση προκύψει ότι το δείγμα είναι κανονικό, κοινοποιούνται αμέσως από τη Χημική Υπηρεσία τα αποτελέσματα στη Δειγματίσασα Αρχή. Αν το δείγμα είναι μη κανονικό ειδοποιούνται αμέσως από τη Χημική Υπηρεσία οι ιδιώτες χημικοί των ενδιαφερομένων, ήτοι: του Πρατηριούχου, του μεταφορέως και της Εταιρείας, προκειμένου να ορίζεται ημερομηνία επανεξέτασης εντός εύλογου χρονικού διαστήματος και προβαίνει η Χημική Υπηρεσία παρουσία τους στην αποσφράγιση και την κατ’ έφεση εξέταση του δεύτερου δείγματος, καθώς και του δείγματος του βυτιοφορέα της Εταιρείας.
Αν στο πρωτόκολλο δειγματοληψίας ή στο Τιμολόγιο ζητείται έφεση χωρίς να ορίζεται ιδιώτης χημικός, η επανεξέταση γίνεται αμέσως χωρίς να παρίστανται ιδιώτες χημικοί, ενώ αν οι ενδιαφερόμενοι δηλώνουν ρητά, ότι δεν επιθυμούν την κατ’ έφεση εξέταση ή αν στο πρωτόκολλο δειγματοληψίας ή το τιμολόγιο δε γίνεται κανένας λόγος εκ μέρους των ενδιαφερόμενων για επανεξέταση, η Χημική Υπηρεσίας προβαίνει αυτεπαγγέλτως, στην επανεξέταση του Β΄ δείγματος και του δείγματος του βυτιοφόρου ή της εταιρείας.
7. Απαγορεύεται από οποιονδήποτε η διάθεση πετρελαίου θερμάνσεως ή και πετρελαίου ναυτιλίας (αυτούσιο ή σε ανάμειξη) ως πετρέλαιο κινήσεως.
8. Για τη διαπίστωση της τυχόν νοθείας του πετρελαίου κινήσεως με πετρέλαιο θερμάνσεως ή και πετρέλαιο ναυτιλίας, ή νοθείας βενζίνης υψηλού αριθμού οκτανίων με άλλη χαμηλότερου αριθμού οκτανίων, όταν υπάρχει σοβαρή υπόνοια ότι το καύσιμο είναι νοθευμένο, ακολουθείται από τα ελεγκτικά ή άλλα αρμόδια όργανα η εξής διαδικασία:
i. Λαμβάνεται δείγμα εις απλούν, το οποίο εξετάζεται επί τόπου για τη συμφωνία των φυσικοχημικών χαρακτηριστικών του πετρελαίου κίνησης του δείγματος με αυτά που ορίζονται στις εκάστοτε ισχύουσες αποφάσεις Α.Χ.Σ.
ii. Στην περίπτωση θετικής ενδείξεως νοθείας, η δεξαμενή στην οποία ευρίσκεται το προϊόν σφραγίζεται – ώστε να εξασφαλιστεί η μη διάθεσή του στην κατανάλωση και η επίμαχη ποσότητα δεσμεύεται. Πριν τη σφράγιση, λαμβάνεται δείγμα εις διπλούν από την δεσμευθείσα ποσότητα καυσίμου σύμφωνα με την ανωτέρω α’ παράγραφο, και διαβιβάζεται άμεσα, ταυτόχρονα με το δείγμα βυτιοφόρου, εφόσον η δειγματοληψία πραγματοποιείται σε πρατήριο υγρών καυσίμων, στο Γενικό Χημείο του Κράτους, προς εξέταση με την παρατήρηση στο πρωτόκολλο δειγματοληψίας για την κατεπείγουσα εξέτασή του.
Το καύσιμο, εφόσον βρεθεί μη κανονικό, ύστερα από την εξέταση που πραγματοποιείται από τις αρμόδιες υπηρεσίες του Γενικού Χημείου του Κράτους, προωθείται, με μέριμνα και δαπάνη είτε του κατόχου του είτε της Εταιρείας Εμπορίας από την οποία το προμηθεύτηκε και υπό έλεγχο, για επανεπεξεργασία στο Διυλιστήριο ή για καταστροφή ως επικίνδυνο απόβλητο.