1. Κατά τη διενέργεια των ελέγχων, οι αρμόδιοι υπάλληλοι έχουν καθήκοντα ειδικού ανακριτικού υπαλλήλου, σύμφωνα με τις διατάξεις του κώδικα ποινικής δικονομίας. Οι αρμοδιότητες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 39 του ν. 3959/2011 εφαρμόζονται αναλόγως.
2. Στην περίπτωση που οι υπάλληλοι που διενεργούν τον έλεγχο, διαπιστώσουν ενδείξεις τέλεσης παράβασης, για την οποία δεν έχουν αρμοδιότητα επιβολής κύρωσης, υποχρεούνται να ενημερώσουν προς τούτο αμέσως τις εκάστοτε αρμόδιες αρχές.
3. Οι αρμόδιες αρχές για την άσκηση ελέγχων, δύνανται να επιθεωρούν οποιονδήποτε χώρο όπου παρέχονται υπηρεσίες ή παράγονται, αποθηκεύονται, διακινούνται, διατίθενται στην αγορά ή/ και εκτίθενται προϊόντα που προορίζονται για διάθεση στον καταναλωτή και να προβαίνουν σε σχετικούς ελέγχους.
4. Για την είσοδο στις εγκαταστάσεις παροχής υπηρεσιών ή παραγωγής, αποθήκευσης, διακίνησης και διάθεσης των προϊόντων των ελεγχομένων, τα αρμόδια όργανα ελέγχου, οφείλουν να επιδεικνύουν τα σχετικά διοικητικά και άλλα έγγραφα των αρμόδιων αρχών εποπτείας της αγοράς, που αποδεικνύουν τις σχετικές εντολές ελέγχου.
5. Οι ελεγχόμενοι υποχρεούνται σε κάθε περίπτωση να συνδράμουν τα αρμόδια ελεγκτικά όργανα στο έργο τους.
6. Στο πλαίσιο των ελέγχων, οι αρμόδιοι υπάλληλοι δύνανται να λαμβάνουν άνευ ανταλλάγματος δείγματα από όλα τα ελεγχόμενα προϊόντα, για περαιτέρω διεξαγωγή εργαστηριακών ελέγχων και για τη διαπίστωση της συμμόρφωσής τους προς την κείμενη νομοθεσία. Όλα τα δείγματα, που λαμβάνονται για τους σκοπούς των ελέγχων, παρόντων των ελεγχομένων, επισημαίνονται και σφραγίζονται μονοσήμαντα από τα αρμόδια όργανα προκειμένου να σταλούν για περαιτέρω εργαστηριακό έλεγχο.
7. Κατά τη δειγματοληψία συντάσσεται Πρωτόκολλο Δειγματοληψίας από τους ελεγκτές, το οποίο περιέχει τουλάχιστον:
α) Τα στοιχεία της επιχείρησης όπου ελήφθησαν τα δείγματα.
β) Στοιχεία του προϊόντος/ων και συνολική/κές ποσότητα/τες που δειγματίστηκαν.
γ) Ευρήματα ή παρατηρήσεις που προέκυψαν κατά τον επιτόπιο έλεγχο που διενεργήθηκε.
δ) Υπογραφές από τους ελεγκτές και τον ελεγχθέντα.
8. Για τον τρόπο λήψης του δείγματος, την ποσότητα, τη συσκευή σφράγισης και επισήμανσης, τα σχετικά με τη διασφάλιση της ταυτότητας του δείγματος και κάθε λεπτομέρεια που αφορά τη δειγματοληψία εφαρμόζονται οι ισχύουσες κατά περίπτωση διατάξεις ή τα προβλεπόμενα από τα ισχύοντα για κάθε προϊόν πρότυπα καθώς και από τα προγράμματα ελέγχου που καταρτίζουν οι αρμόδιες αρχές. Σε κάθε περίπτωση ο αριθμός των λαμβανομένων δειγμάτων και η ποσότητα κάθε δείγματος πρέπει να είναι επαρκείς για τη διεξαγωγή των απαιτούμενων εργαστηριακών ελέγχων:
α) για την πρώτη εργαστηριακή εξέταση,
β) για τη δεύτερη, εφόσον ασκηθεί έφεση κατά του αποτελέσματος της πρώτης εργαστηριακής εξέτασης από τους οικονομικούς φορείς και
γ) για την τρίτη εργαστηριακή εξέταση σε περίπτωση ασυμφωνίας των αποτελεσμάτων μεταξύ πρώτης και δεύτερης εργαστηριακής εξέτασης.
9. Οι εργαστηριακοί έλεγχοι προϊόντων διενεργούνται σε διαπιστευμένα ή κοινοποιημένα, ή αναγνωρισμένα ή εγκεκριμένα κατά περίπτωση εργαστήρια, όπως ορίζεται στην κείμενη νομοθεσία.
10. Η πρώτη εργαστηριακή εξέταση των προϊόντων που ελήφθησαν από τα εντεταλμένα ελεγκτικά όργανα, γίνεται με μέριμνα και δαπάνη της αρμόδιας αρχής. Στην περίπτωση όμως που δεν υπάρχει διαθέσιμος ή/και πλήρης Τεχνικός Φάκελος για το δειγματιζόμενο προϊόν, μολονότι αυτό επιβάλλεται από τις ισχύουσες διατάξεις, βαρύνεται με το κόστος της πρώτης εξέτασης ο ελεγχόμενος.
11. Αν από τα αποτελέσματα της πρώτης εργαστηριακής εξέτασης προκύπτει ότι το δειγματισθέν προϊόν δεν διαθέτει αυτά που απαιτεί η σχετική νομοθεσία, ο ελεγχόμενος, αφού ενημερωθεί αρμοδίως, μπορεί να ασκήσει έφεση κατά των αποτελεσμάτων της πρώτης εργαστηριακής εξέτασης, εντός προθεσμίας δύο (2) εργάσιμων ημερών. Το κόστος της δεύτερης (κατ’ έφεση) εργαστηριακής εξέτασης βαρύνει τον ελεγχόμενο.
12. Στις περιπτώσεις που προκύπτουν διαφορές στα αποτελέσματα της πρώτης και δεύτερης (κατ’ έφεση) εξέτασης, διενεργείται υποχρεωτικά από την αρμόδια αρχή, με δαπάνες της και τρίτη εργαστηριακή εξέταση σε διαφορετικό εργαστήριο.
13. Στην περίπτωση που ο εργαστηριακός έλεγχος διενεργείται από Υπηρεσίες του Γενικού Χημείου του Κράτους, εφαρμόζονται οι ειδικότερες διατάξεις περί δειγματοληψίας, χημικών εξετάσεων, γνωματεύσεων και ευαλλοίωτων δειγμάτων που προβλέπονται από τα οικεία άρθρα του Κώδικα Τροφίμων και Ποτών και τις σχετικές Αποφάσεις του Ανωτάτου Χημικού Συμβουλίου.
Προτείνεται η αναδιατύπωση της παραγράφου 11, ως εξής:
«11. Αν από τα αποτελέσματα της πρώτης εργαστηριακής εξέτασης προκύπτει ότι το δειγματισθέν προϊόν δεν διαθέτει αυτά που απαιτεί η σχετική νομοθεσία, ο ελεγχόμενος, αφού ενημερωθεί αρμοδίως, μπορεί να ασκήσει έφεση κατά των αποτελεσμάτων της πρώτης εργαστηριακής εξέτασης, εντός προθεσμίας πέντε (5) εργάσιμων ημερών. Το κόστος της δεύτερης (κατ’ έφεση) εργαστηριακής εξέτασης βαρύνει τον ελεγχόμενο.»
Είναι εγκληματική η κατάργηση της πρόβλεψης που αφορά στην προστασία της ελεγχόμενης επιχείρησης απο επίορκους ελεγκτές (άρθρο 26 παρ.3 του Αγόρ.κώδικα)
Προτείνω:
5)Οι ελεγχόμενοι υποχρεούνται σε κάθε περίπτωση να συνδράμουν τα αρμόδια ελεγκτικα όργανα στο έργο τους.
ΟΙ ΕΛΕΓΚΤΕΣ ΥΠΟΧΡΕΟΥΝΤΑΙ ΝΑ ΠΑΡΑΔΙΔΟΥΝ ΣΤΟΝ ΚΑΤΟΧΟ ΤΟΥ ΕΛΕΓΧΟΜΕΝΟΥ ΕΙΔΟΥΣ ΔΕΛΤΙΟ ΠΑΡΑΛΑΒΗΣ ΕΙΣ ΤΟ ΟΠΟΙΟΝ ΑΝΑΓΡΑΦΕΤΑΙ ΚΑΙ Η ΠΟΣΟΤΗΣ ΤΟΥ ΛΗΦΘΕΝΤΟΣ ΔΕΙΓΜΑΤΟΣ.ΕΠΙΣΗΣ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΙΔΟΥΝ ΚΑΙ ΔΕΙΓΜΑ ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΩΣ ΛΑΜΒΑΝΟΜΕΝΟ ΕΠΙΣΗΜΩΣ ΣΦΡΑΓΙΣΜΕΝΟ ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΔΙΝΑΤΑΙ Ο ΕΛΕΓΧΟΜΕΝΟΣ ΝΑ ΠΡΟΣΚΟΜΙΣΕΙ ΠΡΟΣ ΣΥΝΕΞΕΤΑΣΗ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΤΗΣ ΚΑΤ’ΕΦΕΣΙΝ – 2ης ΕΞΕΤΑΣΗΣ ΤΟΥ ΔΕΙΓΜΑΤΟΣ.