Περιεχόμενο Άρθρου1. Ο ενδιαφερόμενος μπορεί να ζητήσει την κήρυξη της ακυρότητας της σύμβασης που υπογράφηκε, εφόσον είτε ανατέθηκε χωρίς προηγούμενη δηµοσίευση προκήρυξης α) στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις περιπτώσεις σύμβασης υψηλής αξίας κατά την έννοια της παραγράφου 2 του άρθρου 10 ή β) στο ΚΗΜΔΗΣ στις περιπτώσεις σύμβασης χαμηλής αξίας κατά την έννοια της παραγράφου 4 του άρθρου 10, είτε δεν τηρήθηκαν οι υποχρεώσεις των παραγράφων 3 και 4 του άρθρου 130 είτε δεν τηρήθηκε η υποχρέωση αναστολής της σύναψης της σύμβασης, κατ` εφαρμογή της παραγράφου 3 του άρθρου 165, της παραγράφου 3 του άρθρου 167 και της παραγράφου 2 του άρθρου 170, ή, σε περίπτωση σύναψης συμφωνίας-πλαισίου και εφαρμογής δυναμικού συστήματος αγορών, όταν παραβιάζονται οι υποχρεώσεις που προκύπτουν από τη δεύτερη περίπτωση του δευτέρου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 42 και τις παραγράφους 5 και 6 του άρθρου 119.
2. Η κήρυξη της σύμβασης ως άκυρης έχει ως αποτέλεσμα την αναδρομική ακυρότητά της.
3. Οι αξιώσεις των συμβαλλομένων μερών διέπονται από τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού και οι σχετικές διαφορές εκδικάζονται από το κατά τις γενικές διατάξεις αρμόδιο δικαστήριο. Αν ο ανάδοχος γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει την ακυρότητα της σύμβασης, δεν γεννάται έναντι της Διοίκησης αξίωσή του, κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, ή η εν λόγω αξίωσή του ικανοποιείται μόνο εν μέρει.
4. Το δικαστήριο εκτιμώντας τις περιστάσεις και, ιδίως, το στάδιο εκτέλεσης της σύμβασης, τη σοβαρότητα της παράβασης και τη συμπεριφορά της αναθέτουσας αρχής/ αναθέτοντα φορέα, μπορεί να κηρύξει την ακυρότητα μόνο του ανεκτέλεστου μέρους της σύμβασης ή να συντάμει τη διάρκειά της.
5. Εφόσον επιτακτικοί λόγοι δημοσίου συμφέροντος επιβάλλουν τη διατήρηση των αποτελεσμάτων της σύμβασης, παρόλο που αυτή είχε συναφθεί κατά παράβαση της παραγράφου 1, μπορεί το δικαστήριο να μην την κηρύξει άκυρη. Δεν θεωρείται επιτακτικός λόγος δημοσίου συμφέροντος η ύπαρξη οικονοµικών συμφερόντων για τη διατήρηση των αποτελεσμάτων της σύμβασης, παρά μόνον αν η ακύρωσή της θα επέφερε δυσανάλογες συνέπειες. Σε κάθε περίπτωση, δεν αποτελεί τέτοιο λόγο η επιβάρυνση της αναθέτουσας αρχής/αναθέτοντα φορέα με έξοδα λόγω καθυστέρησης στην εκτέλεση της σύμβασης, για τη διεξαγωγή νέας διαδικασίας ανάθεσης, για την αλλαγή του οικονοικού φορέα που εκτελεί τη σύμβαση ή για τις νομικές υποχρεώσεις που συνεπάγεται η ακύρωση της σύμβασης.
6. Στις περιπτώσεις των δύο προηγουμένων παραγράφων το δικαστήριο, με την ίδια απόφαση, επιβάλει στην αναθέτουσα αρχή/τον αναθέτοντα φορέα πρόστιμο, το ύψος του οποίου δεν μπορεί να υπερβαίνει το 10% του χρηματικού αντικειμένου της σύμβασης. Το πρόστιµο περιέρχεται στον αιτούντα. Το δικαστήριο στις περιπτώσεις αυτές δεν δεσμεύεται από τα αιτήµατα των διαδίκων, αλλά εκτιμά ελευθέρως τις συνθήκες.
7. Η αίτηση κήρυξης ως άκυρης της σύμβασης που υπάγεται στις διατάξεις του Δεύτερου Μέρους ασκείται μέσα σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών,από την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης α) για τις συμβάσεις υψηλής αξίας στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 44 και τα άρθρα 45 και 46 και β) για τις συμβάσεις χαμηλής αξίας στο ΚΗΜΔΗΣ, σύμφωνα με το άρθρο 137, εφόσον στη δημοσίευση περιλαµβάνεται αιτιολογία για τη σύναψη της σύμβασης χωρίς δημοσίευση προκήρυξης ή από την επομένη της ενημέρωσης των ενδιαφερομένων µε άλλον τρόπο. Στην ενημέρωση αυτή πρέπει να εκτίθενται οι πληροφορίες που περιλαµβάνονται στην παράγραφο 2 του άρθρου 103 και της παραγράφου 2 του άρθρου 50. Η αίτηση δεν µπορεί σε καμιά περίπτωση να ασκηθεί μετά την πάροδο έξι (6) μηνών από την επομένη της σύναψης της σύμβασης. Εφόσον η σύμβαση υπάγεται στις διατάξεις του Τρίτου Μέρους, οι προθεσμίες του πρώτου εδαφίου της παραγράφου αυτής αρχίζουν από την επομένη της δηµοσίευσης της απόφασης α) για τις συμβάσεις υψηλής αξίας στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κατά την παράγραφο 5 του άρθρου 119 και τα άρθρα 97 και 99 και β) για τις συμβάσεις χαμηλής αξίας στο ΚΗΜΔΗΣ, σύμφωνα με το άρθρο 137. Στην ενημέρωση του δευτέρου εδαφίου της παραγράφου πρέπει, στην περίπτωση αυτή, να εκτίθενται οι πληροφορίες που περιλαμβάνονται στην παράγραφο 2 του άρθρου 103. Αντίγραφο της αίτησης ακύρωσης κοινοποιείται αμελλητί και στην Αρχή της παραγράφου 20 του άρθρου 2.
8. Η διαδικασία αίτησης κήρυξης ως άκυρης της σύμβασης δεν εφαρμόζεται, αν η αναθέτουσα αρχή/ο αναθέτων φορέας δημοσίευσε στην Επίσηµη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα µε το άρθρο 46 ή την παρ. 8 του άρθρου 97 και στο ΚΗΜΔΗΣ σύμφωνα με το άρθρο 137, προκήρυξη με την οποία γνωστοποιεί την πρόθεσή της να αναθέσει τη σύμβαση και εφάρμοσε δεκαήμερη τουλάχιστον προθεσμία αναστολής της σύναψης, από την επομένη της δημοσίευσης της προκήρυξης, εφόσον η προκήρυξη αυτή συντάχθηκε σύμφωνα µε το παράρτηµα XIV του Κανονισμού 1564/2005/ΕΚ, όπως τροποποιήθηκε με τον Κανονισμό 1251/2011/ΕΚ, όπως εκάστοτε ισχύει. Επίσης, δεν επιτρέπεται αίτηση σε περίπτωση σύναψης συμφωνίας-πλαισίου και εφαρμογής δυναμικού συστήματος αγορών, όταν παραβιάζονται οι υποχρεώσεις που προκύπτουν από τη δεύτερη περίπτωση του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 42 και τις παραγράφους 5 και 6 του άρθρου 119 αν η αναθέτουσα αρχή έχει αποστείλει την απόφαση ανάθεσης μαζί με συνοπτική έκθεση των λόγων της παραγράφου 2 του άρθρου 24 στους ενδιαφερόμενους προσφέροντες, αναφέροντας τις προθεσμίες αναστολής σύναψης της σύμβασης και εφαρμόσει δεκαήµερη τουλάχιστον προθεσμία αναστολής της σύναψης, από την επομένη της αποδεδειγμένης παραλαβής της απόφασης από τους ενδιαφερόμενους προσφέροντες.
9. Στις υποθέσεις του άρθρου αυτού εφαρμόζονται αναλογικά οι ρυθμίσεις του άρθρου 170. Η προθεσμία και η κατάθεση της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα. Η διαδικασία προσωρινής διαταγής εφαρμόζεται και στην περίπτωση αυτή. Αν η αίτηση γίνει δεκτή, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την αναστολή της περαιτέρω εκτέλεσης της σύμβασης.