Άρθρο 170 – Αίτηση ασφαλιστικών μέτρων

1. Ο ενδιαφερόμενος δικαιούται να ζητήσει ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων προσωρινά μέτρα για την επανόρθωση της εικαζόμενης παράβασης ή για την αποτροπή περαιτέρω ζημίας. Η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων στρέφεται κατά των αποφάσεων της αναθέτουσας αρχής / αναθέτοντος φορέα ή της Αρχής της παραγράφου 20 του άρθρου 2, και κατατίθεται στο αρμόδιο δικαστήριο μέσα σε προθεσμία δέκα (10) ημερών αφότου ο ενδιαφερόμενος έλαβε πλήρη γνώση της παράνομης πράξης ή παράλειψης της αναθέτουσας αρχής / αναθέτοντος φορέα. Για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου, ως πλήρης νοείται η γνώση της πράξης που βλάπτει τα συμφέροντα του ενδιαφερόμενου καθώς και της αιτιολογίας της.
2. Η προθεσμία των δέκα (10) ημερών της προηγούμενης παραγράφου και η άσκηση της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων, κωλύουν τη σύναψη της σύμβασης, εκτός εάν με προσωρινή διαταγή ο αρμόδιος δικαστής αποφανθεί διαφορετικά. Κατά τα λοιπά, η άσκηση αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων δεν κωλύει την πρόοδο της διαγωνιστικής διαδικασίας, εκτός αν ορίζεται άλλως με την προσωρινή διαταγή που εκδίδεται κατά την παράγραφο 5. Ειδικά για τις δημόσιες συμβάσεις με εκτιμώμενη αξία ίση ή κατώτερη του ποσού των 80.000 ευρώ, χωρίς ΦΠΑ, η προθεσμία της προηγούμενης παραγράφου κωλύει τη σύναψη της σύμβασης, εκτός αν με την προσωρινή διαταγή ο δικαστής αποφανθεί διαφορετικά.
3. Για το παραδεκτό της άσκησης της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων της παραγράφου 1 κατατίθεται παράβολο, το ύψος του οποίου ορίζεται αναλογικά προς την, εκτός ΦΠΑ, εκτιμώμενη αξία της υπό ανάθεση σύμβασης με κλιμακωτό τρόπο και με ορισμό ανώτατου και κατώτατου ορίου ως προς το καταβαλλόμενο ποσό. Το κατώτατο όριο δεν είναι μικρότερο των 200 ευρώ και το ανώτατο όριο δεν υπερβαίνει τις 15.000 ευρώ. Σε περίπτωση ποσοστιαίου υπολογισμού του παραβόλου, το ποσοστό δεν υπερβαίνει το 1% επί της εκτιμώμενης αξίας της σύμβασης. Το παράβολο δύναται να υπολογίζεται με διαφορετικό τρόπο και σε διαφορετικό ύψος ανάλογα με το αν πρόκειται για σύμβαση υψηλής ή χαμηλής αξίας κατά την έννοια των παραγράφων 2 και 4 του άρθρου 10 αντίστοιχα. Σε περίπτωση που στα έγγραφα της σύμβασης παρέχεται η δυνατότητα υποβολής προσφοράς για τμήμα μόνον της υπό ανάθεση σύμβασης, το ύψος του παραβόλου υπολογίζεται επί της, εκτός ΦΠΑ, εκτιμώμενης αξίας του τμήματος της σύμβασης για το οποίο συμμετέχει ο προσφεύγων.Το ύψος του παραβόλου της παρούσας παραγράφου είναι ίσο με το ύψος του παραβόλου της παραγράφου 2 του άρθρου 165 για συμβάσεις ίσης εκτιμώμενης αξίας. Με το προεδρικό διάταγμα της παραγράφου 2 του άρθρου 165 ορίζεται κλιμακωτά το ύψος του παραβόλου, ο τρόπος υπολογισμού του, το ανώτατο και κατώτατο όριο αυτού, ο τρόπος και χρόνος κατάθεσης και είσπραξης του παραβόλου, ο τρόπος απόδειξης της είσπραξής του, η τυχόν απόδοσή του, σε περίπτωση ολικής ή μερικής αποδοχής της προσφυγής, ή σε περίπτωση παραίτησης του πρσφεύγοντος από την προσφυγή του πριν τη συζήτησή της. Με το ίδιο διάταγμα προβλέπεται επίσης συγκεκριμένο ποσό παραβόλου σε περίπτωση που η εκτιμώμενη αξία της υπό ανάθεση σύμβασης δεν είναι γνωστή κατά το χρόνο άσκησης της προσφυγής, καθώς και η δυνατότητα να ζητηθεί η καταβολή της διαφοράς σε περίπτωση που κατά τη διαδικασία εκδίκασης της προσφυγής διαπιστωθεί ότι το ποσό του παραβόλου που κατεβλήθη ήταν πολύ χαμηλό.
4. Εφόσον ασκηθεί αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, ο αιτών ειδοποιεί αμελλητί την αναθέτουσα αρχή / αναθέτοντα φορέα ή την Αρχή της παραγράφου 20 του άρθρου 2 με κάθε πρόσφορο μέσο, όπως τα ηλεκτρονικά και η τηλεομοιοτυπία. Σε κάθε περίπτωση εντός δέκα (10) ημερών η αναθέτουσα αρχή / αναθέτων φορέας ή ηΑρχή της παραγράφου 20 του άρθρου 2, οφείλει, εφόσον έχει ειδοποιηθεί κατά τα ανωτέρω, να αποστείλει στο δικαστήριο με κάθε πρόσφορο μέσο τον πλήρη διοικητικό φάκελο και τις τυχόν απόψεις της μαζί με τα υποβληθέντα έγγραφα και στοιχεία.
5. Ο αρμόδιος δικαστής ορίζει με πράξη του την ημέρα και ώρα εκδίκασης της αιτήσεως, καθώς και την προθεσμία κλήτευσης. Η ημερομηνία εκδίκασης δεν πρέπει να απέχει πέραν των τριάντα (30) ημερών από την κατάθεση της αιτήσεως, η δε προθεσμία κλήτευσης δεν μπορεί να είναι μικρότερη από δεκαπέντε (15) ημέρες. Αντίγραφο της αιτήσεως με κλήση κοινοποιείται µε τη φροντίδα του αιτούντος προς την υπηρεσία που είναι αρμόδια για την παραλαβή των προσφορών, η οποία οφείλει να ενημερώνει σχετικά και την αναθέτουσα αρχή/αναθέτοντα φορέα ή την Αρχή της παραγράφου 20 του άρθρου 2, εάν υπηρεσία και αρχή δεν συμπίπτουν και προς κάθε τρίτο ενδιαφερόμενο του οποίου την κλήτευση θεωρεί αναγκαία ο δικαστής. Κάθε ενδιαφερόμενος, του οποίου επηρεάζονται τα συμφέροντα, δικαιούται να ασκήσει παρέμβαση. Οι διάδικοι οφείλουν να προσκοµίσουν κατά την εκδίκαση της υπόθεσης όλα τα κρίσιμα έγγραφα και τα λοιπά αποδεικτικά μέσα που έχουν στη διάθεσή τους.
5. Ο αρμόδιος δικαστής μπορεί, με την κατάθεση της αιτήσεως και μετά κλήση της αναθέτουσας αρχής/αναθέτοντος φορέα προ τριών (3) ημερών, να εκδώσει, αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν αιτήσεως, προσωρινή διαταγή, που καταχωρίζεται κάτω από την αίτηση και περιέχει τα μέτρα, τα οποία πρέπει να ληφθούν ως την έκδοση της απόφασης. Στα μέτρα αυτά περιλαμβάνεται α) η άρση της απαγόρευσης σύναψης της σύμβασης και β) για τις περιπτώσεις συμβάσεων με εκτιμώμενη αξία ίση ή κατώτερη του ποσού των 80.000 ευρώ, χωρίς ΦΠΑ, και η απαγόρευση σύναψης της σύμβασης. Η προσωρινή διαταγή μπορεί να ανακληθεί είτε από το δικαστή που την χορήγησε, ύστερα από αίτηση της αναθέτουσας αρχής / αναθέτοντος φορέα και αφού κληθεί προς ακρόαση ο αιτών προ τριών (3) ημερών, είτε από το δικαστήριο που θα δικάσει την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων.
6. Η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων γίνεται δεκτή, εφόσον πιθανολογείται σοβαρά η παράβαση κανόνα του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή της εσωτερικής νομοθεσίας και η λήψη του μέτρου είναι αναγκαία για να αρθούν τα δυσμενή από την παράβαση αποτελέσµατα ή να αποτραπεί η ζημία των συμφερόντων του αιτούντος. Η αίτηση όμως μπορεί να απορριφθεί αν, από τη στάθμιση της βλάβης του αιτούντος, των συμφερόντων τρίτων και επιτακτικών λόγων γενικού δημοσίου συμφέροντος, κρίνεται ότι οι αρνητικές συνέπειες από την παραδοχή θα είναι σοβαρότερες από την ωφέλεια του αιτούντος. Η απόρριψη της αίτησης για οποιονδήποτε λόγο δεν θίγει άλλα δικαιώματα του αιτούντος.
7. Το δικαστήριο διατάζει τα κατάλληλα ασφαλιστικά μέτρα, χωρίς να δεσμεύεται από τις προτάσεις των διαδίκων. Διατάζει ιδίως την αναστολή ισχύος όρων της διακήρυξης, των τευχών δημοπράτησης και οποιουδήποτε άλλου εγγράφου σχετικού µε τη διεξαγωγή του διαγωνισμού, την αναστολή εκτέλεσης οποιασδήποτε πράξης της αναθέτουσας αρχής, την απαγόρευση νοµικών ή υλικών ενεργειών, την εκτέλεση των απαραίτητων θετικών πράξεων, όπως η διατήρηση εγγράφων και άλλων στοιχείων, καθώς και την αναστολή σύναψης της σύμβασης. Η απόφαση επί της αιτήσεως ασφαλιστικών µέτρων εκδίδεται µέσα σε προθεσµία είκοσι (20) ημερών από την εκδίκαση της αίτησης. Το διατακτικό των αποφάσεων αυτών, υπογραφόμενο από τον Πρόεδρο, τα μέλη και τον Γραμματέα, εκδίδεται υποχρεωτικά σε προθεσμία επτά (7) ημερών από την εκδίκαση της αίτησης ή, αν έχει χορηγηθεί προθεσμία στους διαδίκους για τη νομιμοποίηση τους ή για την υποβολή υπομνήματος, από τη λήξη της προθεσμίας αυτής. Η προθεσμία προς τους διαδίκους δεν μπορεί, πάντως, να υπερβαίνει τις τρεις (3) ημέρες από την εκδίκαση.
8. Η άσκηση της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων δεν εξαρτάται από την προηγούμενη άσκηση του κύριου ένδικου βοηθήματος. Η προθεσμία άσκησης των ένδικων βοηθημάτων διακόπτεται µε την κατάθεση της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων και αρχίζει από την επίδοση της σχετικής απόφασης. Ο διάδικος που πέτυχε υπέρ αυτού τη λήψη ενός ασφαλιστικού μέτρου, οφείλει μέσα σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την επίδοση της απόφασης αυτής, να ασκήσει το κύριο ένδικο βοήθηµα, διαφορετικά αίρεται αυτοδικαίως η ισχύς του ασφαλιστικού μέτρου. Η δικάσιµος για την εκδίκασή του δεν πρέπει να απέχει πέραν του τριμήνου από την κατάθεση του δικογράφου.
9. Εφόσον η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων γίνει δεκτή, η αναθέτουσα αρχή/ αναθέτων φορέας ή η Αρχή της παραγράφου 20 του άρθρου 2, μπορεί να συμμορφωθεί προς το διατακτικό ή και το εν γένει περιεχόμενο της απόφασης και να ανακαλέσει ή να τροποποιήσει κατάλληλα τη διοικητική πράξη που προκάλεσε τη διαφορά ή, επί παράλειψης, να εκδώσει την οφειλόμενη ρητή πράξη. Στην περίπτωση αυτή, για το κύριο ένδικο βοήθημα που ασκήθηκε, εφαρμόζεται αναλόγως η παράγραφος 2 του άρθρου 32 του π.δ.18/1989.

  • 30 Ιανουαρίου 2014, 14:45 | Αλέξανδρος Κορτέσης – Ευαγγελία Κουνενού

    Δεν είναι σαφές πως προκύπτει το ανώτατο όριο των €15.000, αφού σε περίπτωση ποσοστιαίου υπολογισμού του παραβόλου με βάση την αξία της σύμβασης και το ανώτατο επιτρεπόμενο όριο του 1%, τότε το παράβολο δεν μπορεί να υπερβεί τα €800. Τούτο δε διότι στην εν λόγω διαδικασία που εξαιρούνται της αρμοδιότητας της αρχής, άρα είναι αξίας έως € 80.000.

  • 10 Ιανουαρίου 2014, 17:03 | Βασιλική Ζαροκανέλλου

    Στην παρ. 3 ορίζεται ότι για το παραδεκτό της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων απαιτείται η καταβολή παραβόλου. Στο εδάφιο στ ορίζεται ότι το ύψος του παραβόλου της παρούσας παραγράφου είναι ίσο με το ύψος του παραβόλου της παρ. 2 του άρθ. 165 για συμβάσεις ίσης εκτιμώμενης αξίας. Για να γίνεται λόγος για συμβάσεις ίσης αξίας υποχρεωτικά μιλούμε για συμβάσεις αφενός άνω των 80.000 ευρώ με αναθέτουσα αρχή διαφορετική της Αρχής που υπάγονται στο πρώτο τμήμα, αφετέρου άνω των 80.000 με την Αρχή ως αναθέτουσα που υπάγονται στο δεύτερο τμήμα?

    Στο εδάφιο που ακολουθεί και αφορά στο προεδρικό διάταγμα της παρ. 2 του άρθ. 165 γίνεται λόγος για προσφυγή, ενώ το σχολιαζόμενο άρθρο αφορά στην αίτηση ασφαλιστικών.

  • 4 Ιανουαρίου 2014, 20:21 | Διονύσιος ΣΤΑΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ

    Η Αίτηση των Ασφαλιστικών Μέτρων δεν πρέπει να κωλύει τη συνέχιση του διαγωνισμού όταν έχουμε διαγωνιστική διαδικάσια με κριτήριο τη χαμηλότερη τιμή. Αν η εταιρεία που άσκησε ασφαλιστικά μέτρα δικαιωθεί τότε μπορεί να γίνει διορθωση διοικητικής πράξης και να ενταχθεί η προσφορά της ανάμεσα στις λοιπές.

    Πρέπει να κωλύει όμως τις διαγωνιστικές διαδικασίες με κριτήριο κατακύρωσης της πλεον συμφεροτερης οικονομικης προσφοράς δεδομένου ότι εφόσον ανοιχθουν οι οικονομικές και με γνωστές τις τεχνικές προσφορές δεν μπορεί με σωστή κρίση η επιτροπή να βαθμολογήσει την τεχνική προσφορά και την οικονομική προσφορά μιας εταιρείας που κέρδισε τα ασφαλιστικά μέτρα. Στην περίπτωση αυτή πρέπει να κωλύεται μέχρι το άνοιγμα των οικονομικών προσφορών. Άλλως κινδυνεύει ο διαγωνισμός για ματαίωση.

    Με εκτίμηση,

    Διονύσης ΣΤΑΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ
    Αναπληρωτής Διοικητής ΓΝ Αργολίδος-Ν.Μ Ναυπλίου