Άρθρο 167 – Δικαστική προστασία κατά αποφάσεων της Αρχής

1. Ο ενδιαφερόμενος δικαιούται να αιτηθεί ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου, τη λήψη προσωρινών μέτρων για την επανόρθωση της εικαζόμενης παράβασης ή για την αποτροπή περαιτέρω ζημίας από τις αποφάσεις της Αρχής, που εκδίδονται σύμφωνα με τα άρθρα 165 και 166, καθώς και την ακύρωση των αποφάσεων αυτών, εφόσον παραβιάζουν κανόνα του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή της εσωτερικής νομοθεσίας, σχετικού με τη διαδικασία που προηγείται της σύναψης της σύμβασης.
2. Με την επιφύλαξη των ειδικότερων ρυθμίσεων του άρθρου αυτού, για την εκδίκαση των διαφορών αυτών εφαρμόζονται οι διατάξεις του π.δ.18/1989 (Α 8).
3. Κατ’ εξαίρεση από τις διατάξεις του π.δ.18/1989, η άσκηση αίτησης αναστολής δεν εξαρτάται από την προηγούμενη άσκηση της αίτησης ακύρωσης και κατατίθεται μέσα σε προθεσμία δέκα (10) ημερών από την κοινοποίηση στα μέρη της απόφασης της Αρχής. Η προθεσμία άσκησης της αίτησης αναστολής κωλύει τη σύναψη της σύμβασης, εκτός αν, με προσωρινή διαταγή που εκδίδεται κατά την παράγραφο 5 του άρθρου 52 του π.δ.18/1989, ο αρμόδιος Δικαστής ή το αρμόδιο Δικαστήριο αποφανθεί διαφορετικά. Στο διάστημα αυτό αναστέλλεται και η εκτέλεση της προσβαλλόμενης απόφασης της Αρχής εφόσον αυτή επιτρέπει τη σύναψη της σύμβασης. Κατά τα λοιπά, η άσκηση των προβλεπόμενων στο π.δ. 18/1989 ενδίκων βοηθημάτων δεν κωλύει την πρόοδο της διαγωνιστικής διαδικασίας, εκτός αν ορίζεται άλλως με την προσωρινή διαταγή που εκδίδεται κατά τα ανωτέρω.
4. Τα προβλεπόμενα στο π.δ.18/1989 ένδικα βοηθήματα δεν επιτρέπεται να περιέχουν αιτιάσεις διαφορετικές από τις αιτιάσεις της προσφυγής που ασκήθηκε ενώπιον της Αρχής.
5. Εφόσον ασκηθούν τα προβλεπόμενα στο π.δ.18/1989 ένδικα βοηθήματα ο αιτών ειδοποιεί αμελλητί σχετικά τα λοιπά μέρη και την Αρχή με κάθε πρόσφορο μέσο, όπως τα ηλεκτρονικά και η τηλεομοιοτυπία, σύμφωνα με το άρθρο 24. Σε κάθε περίπτωση, εντός δεκαπέντε (15) ημερών η Αρχή οφείλει, εφόσον έχει ειδοποιηθεί κατά τα ανωτέρω, να αποστείλει στο δικαστήριο, με κάθε πρόσφορο μέσο, τον πλήρη φάκελο με τα υποβληθέντα έγγραφα και στοιχεία.
6. Αντίγραφο των σχετικών δικογράφων κοινοποιείται µε τη φροντίδα του αιτούντος και προς την Αρχή, προκειμένου να ασκήσει τις αρμοδιότητές της, σύμφωνα με την περίπτωση θ της παραγράφου 1 του άρθρου 178
7. Εφόσον η αίτηση αναστολής γίνει δεκτή, η αναθέτουσα αρχή / αναθέτων φορέας μπορεί να συμμορφωθεί προς το διατακτικό ή και το εν γένει περιεχόμενο της απόφασης και να ανακαλέσει ή να τροποποιήσει κατάλληλα τη διοικητική πράξη που προκάλεσε τη διαφορά ή, επί παράλειψης, να εκδώσει την οφειλόμενη ρητή πράξη. Στην περίπτωση αυτή, για το κύριο ένδικο βοήθημα που ασκήθηκε, εφαρμόζεται αναλόγως η παράγραφος 2 του άρθρου 32 του π.δ.18/1989.
8. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 3 του άρθρου 165, της παραγράφου 3 του άρθρου αυτού, και του άρθρου 173, αν το δικαστήριο ακυρώσει απόφαση της Αρχής δυνάμει της οποίας επιτρεπόταν η σύναψη σύμβασης, μετά τη σύναψη της σχετικής σύμβασης, η τελευταία δεν θίγεται, εκτός αν πριν από τη σύναψη αυτής είχε ανασταλεί η διαδικασία κατακύρωσης του διαγωνισμού με απόφαση επί αιτήσεως αναστολής ή προσωρινή διαταγή. Στην περίπτωση αυτή, ο ενδιαφερόµενος δικαιούται να αξιώσει αποζημίωση σύµφωνα με τα αναφερόμενα στο άρθρο 174.
9. Αν ο ενδιαφερόμενος δεν άσκησε ή άσκησε ανεπιτυχώς την αίτηση αναστολής και η σύμβαση υπογράφηκε και ολοκληρώθηκε η εκτέλεσή της πριν από τη συζήτηση του κύριου ένδικου βοηθήματος, εφαρµόζεται αναλόγως η παράγραφος 2 του άρθρου 32 του π.δ.18/1989.

  • 30 Ιανουαρίου 2014, 14:00 | ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΣ ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΤΕΧΝΙΚΩΝ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ – ΣΑΤΕ

    Λόγω της μείζονος σπουδαιότητας των σχετικών υποθέσεων, το κατώφλι δικανικού ελέγχου των αποφάσεων της ΕΑΑΔΗΣΥ πρέπει να παραμείνει στο επίπεδο της σοβαρής πιθανολόγησης (όπως ισχύει και με τον καταργούμενο νόμο 3886/2010) και να μην επανέλθει στην πρόδηλη βασιμότητα των γενικών περί αναστολής διατάξεων του άρθρου 52 του Π.Δ. 18/1989.

  • 30 Ιανουαρίου 2014, 14:06 | Αλέξανδρος Κορτέσης – Ευαγγελία Κουνενού

    Η διακριτική ευχέρεια της αναθέτουσας αρχής / αναθέτοντα φορέα κατά την παρ. 7 να συμμορφωθεί με το διατακτικό ή και το εν γένει περιεχόμενο της απόφασης δημιουργεί ανασφάλεια δικαίου και εγείρει ερωτηματικά («….μπορεί να συμμορφωθεί…»)