1. Η Αρχή λαμβάνει τις αποφάσεις της μετά τη διεξαγωγή διαδικασίας κατ’ αντιμωλίαν. Η Αρχή ορίζει με πράξη του Προέδρου της την ημέρα και ώρα εκδίκασης της προσφυγής, καθώς και την προθεσμία κλήσης των μερών. Η ημερομηνία εκδίκασης δεν πρέπει να απέχει πέραν των σαράντα (40) ημερών από την κατάθεση της προσφυγής, η δε προθεσμία κλήσης δεν μπορεί να είναι μικρότερη από δέκα πέντε (15) ημέρες. Αντίγραφο της προσφυγής κοινοποιείται με τη φροντίδα του προσφεύγοντος προς την υπηρεσία που είναι αρμόδια για την παραλαβή των προσφορών, η οποία οφείλει να ενημερώνει σχετικά και την αναθέτουσα αρχή / αναθέτοντα φορέα, εάν υπηρεσία και αναθέτουσα αρχή / αναθέτων φορέας δεν συμπίπτουν, και προς κάθε τρίτο ενδιαφερόμενο του οποίου την κλήση θεωρεί αναγκαία η Αρχή. Κάθε ενδιαφερόμενος, του οποίου επηρεάζονται τα συμφέροντα, δικαιούται να ασκήσει παρέμβαση. Τα συμμετέχοντα μέρη οφείλουν να προσκομίσουν όλα τα κρίσιμα έγγραφα και τα λοιπά αποδεικτικά μέσα που έχουν στη διάθεσή τους, εντός προθεσμίας που ορίζεται με το διάταγμα που εκδίδεται κατ’ εξουσιοδότηση της διάταξης της παραγράφου 7 του άρθρου αυτού.
2. Η Αρχή μπορεί, με την κατάθεση της προσφυγής και μετά κλήση της αναθέτουσας αρχής / του αναθέτοντος φορέα, προ τριών (3) ημερών, να εκδώσει αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν αιτήσεως, πράξη που καταχωρίζεται κάτω από την προσφυγή και περιέχει τα προσωρινά μέτρα, τα οποία πρέπει να ληθφούν έως την έκδοση της απόφασης, όπως η αναστολή της προόδου της διαδικασίας. Μπορεί επίσης να διατάσσει την άρση της απαγόρευσης σύναψης της σύμβασης, εφόσον η προσφυγή κρίνεται ως προδήλως απαράδεκτη ή προδήλως αβάσιμη, περί του οποίου αρκεί απλή μνεία. Η πράξη μπορεί να ανακληθεί από την Αρχή ύστερα από αίτηση της αναθέτουσας αρχής / του αναθέτοντος φορέα και αφού κληθεί προς ακρόαση ο αιτών.
3. Οι αποφάσεις της Αρχής αιτιολογούνται γραπτώς, κατά τις ειδικότερες διατάξεις του διατάγματος που εκδίδεται κατ’ εξουσιοδότηση της διάταξης της παραγράφου 7 του άρθρου αυτού.
4. Η Αρχή αποφαίνεται επί της βασιμότητας των πραγματικών και νομικών αιτιάσεων της προσφυγής σε σχέση με τις διατάξεις του παρόντος νόμου και των Ευρωπαϊκών Συνθηκών και είτε την αποδέχεται εν όλω ή εν μέρει είτε την απορρίπτει. Στην περίπτωση αποδοχής της προσφυγής ακυρώνει εν όλω ή εν μέρει την παράνομη πράξη της αναθέτουσας αρχής / του αναθέτοντος φορέα ή επιβάλλει την οφειλόμενη ρητή ενέργεια. Η απόφαση επί της προσφυγής εκδίδεται μέσα σε προθεσμία είκοσι (20) ημερών από την εκδίκαση της προσφυγής. Η προσφυγή όμως μπορεί να απορριφθεί αν, από τη στάθμιση της βλάβης του προσφεύγοντος, των συμφερόντων τρίτων και επιτακτικών λόγων γενικού δημοσίου συμφέροντος, κρίνεται ότι οι αρνητικές συνέπειες από την παραδοχή θα είναι σοβαρότερες από την ωφέλεια του προσφεύγοντος. Η απόρριψη της προσφυγής για οποιονδήποτε λόγο δεν θίγει άλλα δικαιώματα του προσφεύγοντος. Το διατακτικό των αποφάσεων αυτών, υπογραφόμενο από τον Πρόεδρο, τα μέλη και τον Γραμματέα, εκδίδεται υποχρεωτικά σε προθεσμία επτά (7) ημερών από την εκδίκαση της προσφυγής ή, αν έχει χορηγηθεί προθεσμία στα μέρη για τη νομιμοποίηση τους ή για την υποβολή υπομνήματος, από τη λήξη της προθεσμίας αυτής. Η προθεσμία προς τα μέρη δεν μπορεί, πάντως, να υπερβαίνει τις τρεις (3) ημέρες από την εκδίκαση.
5. Οι αναθέτουσες αρχές / αναθέτοντες φορείς συμμορφώνονται με τις αποφάσεις της Αρχής και είτε συνεχίζουν τη διαδικασία είτε ανακαλούν ή τροποποιούν κατάλληλα τη διοικητική πράξη που προκάλεσε τη διαφορά ενώπιον της Αρχής, ή επί παράλειψης, εκδίδουν την οφειλόμενη ρητή πράξη, με την επιφύλαξη της προσβολής των αποφάσεων της Αρχής ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου, σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 164.
6. Οι αποφάσεις της Αρχής δεν ανακαλούνται ούτε τροποποιούνται από τη Διοίκηση και προσβάλλονται μόνο ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 164 και το άρθρο 169.
7. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται μετά από σύμφωνη γνώμη της Αρχής, κατόπιν πρότασης των Υπουργών Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας, Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, εκδίδεται «Κανονισμός Εκδίκασης Προσφυγών» ενώπιον της Αρχής, με τον οποίο ρυθμίζονται ειδικότερα, τεχνικά και λεπτομερειακά θέματα για τον τρόπο λειτουργίας της Αρχής ως αρμόδιου οργάνου εξέτασης προσφυγών, κατά τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 1 του άρθρου 164 και ιδίως
α) η ενώπιόν της διαδικασία, συμπεριλαμβανομένων ειδικότερων προθεσμιών που δεν ρυθμίζονται στον παρόντα νόμο η γλώσσα διεξαγωγής της διαδικασίας, οι ειδικότεροι κανόνες σύγκλησης της Αρχής, ο ορισμός και τα καθήκοντα εισηγητών,
β) ο τρόπος και τα διαδικαστικά και τεχνικά θέματα που αφορούν την κατάθεση των προσφυγών και τις επιδόσεις και κοινοποιήσεις εγγράφων, καθώς και της κλήσης των μερών, η εκπροσώπηση αυτών κατά την ενώπιον της Αρχής διαδικασία, συμπεριλαμβανομένων θεμάτων παροχής πληρεξουσιότητας και διορισμού αντικλήτου, ο τρόπος άσκησης παρέμβασης,
γ) το ελάχιστο περιεχόμενο της προσφυγής, τα προσκομιζόμενα έγγραφα και στοιχεία του φακέλου, ο σχηματισμός φυσικού και ηλεκτρονικού αρχείου ,
δ) η διαδικασία ακρόασης των μερών και οι ειδικότεροι κανόνες διεξαγωγής της ενώπιον της Αρχής συζήτησης της προσφυγής, της διακοπής, επανάληψης και κατάργησης της ενώπιόν της διαδικασίας, η υποβολή υπομνημάτων από τα μέρη,
ε) τα μέσα και οι κανόνες απόδειξης και ιδίως η δυνατότητα και η διαδικασία διορισμού πραγματογνώμονα,
στ) οι ειδικότεροι κανόνες λήψης των αποφάσεων από την Αρχή, συμπεριλαμβανομένης της δυνατότητας συνεδρίασης και λήψης αποφάσεων σε τμήματα ή περιφερειακά παραρτήματα, ο αριθμός και η σύνθεση αυτών, οι κανόνες της διεξαγωγής και του τόπου των συνεδριάσεων,
ζ) οι ειδικότεροι κανόνες έκδοσης και δημοσίευσης των αποφάσεων της Αρχής
η)η εξαίρεση των μελών της Αρχής,
θ) οι ειδικότεροι κανόνες σύνταξης των εισηγήσεων και κατάρτισης των αποφάσεων της Αρχής συμπεριλαμβανομένου του διατακτικού αυτών, καθώς και των πρακτικών των συνεδριάσεων,
ι) οι επιδόσεις των αποφάσεων της Αρχής,
ια) η διόρθωση των αποφάσεων της Αρχής λόγω γραφικών ή αριθμητικών σφαλμάτων,
ιβ) η τύχη της προσφυγής σε περιπτώσεις αποδοχής της προσβαλλόμενης πράξης/απόφασης, παραίτησης από την προσφυγή, θανάτου ή διάλυσης των μερών, ανάκλησης, ακύρωσης ή τροποποίησης της προσβαλλόμενης πράξης/απόφασης
καθώς και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια. Μέχρι την έκδοση του ως άνω διατάγματος εξακολουθούν να ισχύουν οι διατάξεις των π.δ.122/2012 (Α 215) και 123/2012 (Α 216).
Πέραν της γενικότερης σημαντικής τομής που εισάγει η θεσμοθέτηση της Αρχής, ως όργανο επίλυσης διαφορών από δημόσιες συμβάσεις, αξίζει να επισημανθεί η εξής ειδικότερη (τομή) που ανακύπτει από την ανάγνωση της διαδικασίας ενώπιον αυτής: Κατά τον ν. 3886/2010 η αναθέτουσα αρχή, η οποία σήμερα κρίνει το περιεχόμενο της ασκηθείσας προσφυγής, κατά τις διατάξεις του άρθρου 4 του νόμου αυτού, οφείλει να αποφανθεί επ’ αυτής εντός 15 ημερών. Άλλως τεκμαίρεται η σιωπηρή απόρριψη της προσφυγής και ο ενδιαφερόμενος μπορεί να προσφύγει ενώπιον των αρμόδιων δικαστηρίων. Στην διαδικασία που εισάγεται ενώπιον της Αρχής, πέραν των λοιπών νέων ρυθμίσεων (αντιμωλία εκδίκασης προσφυγής εντός 40 ημερών από την κατάθεση κλπ) ορίζεται ότι η Αρχή οφείλει να εκδίδει απόφαση εντός 20 ημερών από την συζήτηση της υπόθεσης. Δεν υφίσταται, όμως, ρύθμιση που να ορίζει ότι μετά την παρέλευση του εν λόγω διαστήματος τεκμαίρεται σιωπηρή απόρριψη της Αρχής και ότι ο ενδιαφερόμενος εν συνεχεία μπορεί να προσφύγει στα αρμόδια δικαστήρια. Άρα, ο ενδιαφερόμενος υποχρεωτικά αναμένει την έκδοση της Αρχής, πριν προβεί σε οποιαδήποτε περαιτέρω ενέργεια. Πλην, όμως, όπως όλοι οι εμπλεκόμενοι στην απονομή της δικαιοσύνης γνωρίζουν, τέτοιες ρυθμίσεις περί έκδοσης αποφάσεων ή πράξεων εντός συγκεκριμένης προθεσμίας υπάρχουν πολλές σε διάφορους δικονομικούς ιδίως κώδικες. Και δεν τηρούνται, αφού εν όψει της ασφυκτικής πίεσης που ασκείται στους κρίνοντες από την σώρευση ενός μεγάλου όγκου δικογράφων, οι προθεσμίες αυτές καταλήγουν να χαρακτηρίζονται ως ενδεικτικές και να μην ακολουθούνται. Είναι επίσης προφανές, ότι με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας, ο ενδιαφερόμενος που θα καταβάλλει το παράβολο ενώπιον της Αρχής θα συνεχίσει την διαδικασία, και ενώπιον του Δικαστηρίου, σε περίπτωση αρνητικής απόφασης. Είναι πολύ δύσκολο να ισχυριστεί κάποιος, ότι επειδή η Αρχή θα εξετάσει ενδελεχώς το ζήτημα, ο ενδιαφερόμενος δεν θα δοκιμάσει να πείσει το δικαστήριο, ενώπιον του οποίου, μάλιστα, δεν προκύπτει ότι καταβάλει κάποιο επί πλέον παράβολο. Και το ερώτημα που προκύπτει είναι το εξής: Η στελέχωση της Αρχής θα είναι τέτοια που να επιτρέπει την επίλυση των διαφορών εντός των χρονικών πλαισίων που τίθενται εκεί; Είναι σίγουρο ότι ο όγκος απασχόλησης θα είναι μεγάλος. Ιδίως μέχρι την εξοικείωση των αρμοδίων στελεχών της αρχής με τις ιδιαιτερότητες που αυτονοήτως φέρει κάθε διαγωνιστική διαδικασία ανά αντικείμενο και ανά αναθέτουσα αρχή. Άλλως υφίσταται σημαντικός κίνδυνος η ήδη μεγάλη καθυστέρηση που εντοπίζεται στην επίλυση των διαφορών ενώπιον των Διοικητικών Εφετείων να επιμηκυνθεί περαιτέρω από μία εξ ίσου σημαντική καθυστέρηση ενώπιον της Αρχής.