1. Τυχόν ουσιώδης τροποποίηση των διατάξεων δημόσιας σύμβασης ή συμφωνίας-πλαισίου κατά τη διάρκειά της θεωρείται νέα ανάθεση για τους σκοπούς του παρόντος νόμου, οπότε απαιτείται νέα διαδικασία ανάθεσης σύμφωνα με τις διατάξεις αυτού.
2. Τυχόν τροποποίηση σύμβασης ή συμφωνίας-πλαισίου κατά τη διάρκειά της θεωρείται ουσιώδης κατά την έννοια της παραγράφου 1 εάν διαφοροποιεί ουσιωδώς τον χαρακτήρα της σύμβασης ή της συμφωνίας-πλαισίου που συνήφθη αρχικώς. Σε κάθε περίπτωση, με την επιφύλαξη της παραγράφου 3, μια τροποποίηση θεωρείται ουσιώδης εάν πληρούται μία από τις κατωτέρω προϋποθέσεις:
α) η τροποποίηση εισάγει όρους οι οποίοι, εάν αποτελούσαν μέρος της αρχικής διαδικασίας ανάθεσης, θα είχαν οδηγήσει στη συμμετοχή διαφορετικών υποψηφίων από αυτούς που επιλέχθηκαν αρχικώς ή στην αποδοχή άλλης προσφοράς από εκείνη που επελέγη αρχικώς ή θα προσέλκυαν επιπλέον συμμετέχοντες στη διαδικασία ανάθεσης,
β) η τροποποίηση αλλάζει την οικονομική ισορροπία της σύμβασης ή της συμφωνίας-πλαισίου υπέρ του αναδόχου κατά τρόπο που δεν προβλεπόταν στην αρχική σύμβαση ή συμφωνία-πλαίσιο,
γ) η τροποποίηση επεκτείνει σημαντικά το αντικείμενο της σύμβασης ή της συμφωνίας-πλαισίου.
3. Οι τροποποιήσεις δεν θεωρούνται ουσιώδεις κατά την έννοια της παραγράφου 1 εάν συμπεριλαμβάνονταν στα αρχικά έγγραφα της προμήθειας με τη μορφή σαφών, ακριβών και ρητών ρητρών ή δυνατοτήτων αναθεώρησης. Οι εν λόγω ρήτρες ορίζουν το πεδίο και τη φύση των ενδεχόμενων τροποποιήσεων ή δυνατοτήτων αναθεώρησης, καθώς και τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες μπορούν να χρησιμοποιηθούν. Δεν προβλέπουν τροποποιήσεις ή δυνατότητες αναθεώρησης που θα μπορούσαν να μεταβάλουν τη συνολική φύση της σύμβασης ή της συμφωνίας-πλαισίου.
4. Παράβαση της υποχρεώσης της παραγράφου 1 συνεπάγεται την αυτοδίκαια ακυρότητα της τροποποιητικής σύμβασης.