(άρθρα 23 Οδηγίας 2004/17/ΕΚ)
1. Υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου, ο παρών νόμος δεν εφαρμόζεται στις συμβάσεις:
α) τις οποίες συνάπτει αναθέτων φορέας με συνδεδεμένη επιχείρηση, ή
β) τις οποίες συνάπτει κοινοπραξία, η οποία έχει συσταθεί αποκλειστικά από διάφορους αναθέτοντες φορείς με σκοπό την άσκηση δραστηριοτήτων, κατά την έννοια των άρθρων 84 έως 88 του παρόντος νόμου, με επιχείρηση συνδεδεμένη με έναν από αυτούς τους αναθέτοντες φορείς.
2. Για τους σκοπούς του άρθρου αυτού, ως “συνδεδεμένη επιχείρηση” νοείται κάθε επιχείρηση, της οποίας οι ετήσιοι λογαριασμοί έχουν ενοποιηθεί με τους λογαριασμούς του αναθέτοντος φορέα σύμφωνα με τις απαιτήσεις της υπ’ αριθμ. 83/349/ΕΟΚ έβδομης οδηγίας του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 1983, βασιζόμενη στο άρθρο 44 παράγραφος 2 περίπτωση ζ) της Συνθήκης για τους ενοποιημένους λογαριασμούς (L 193) όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 2001/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (L 283), οι οποίες ενσωματώθηκαν στην ελληνική νομοθεσία με τις διατάξεις του άρθρου 42ε του κ.ν.2190/1920 (Α 37) «περί ανωνύμων εταιρειών», όπως αυτό προστέθηκε με το άρθρο 33 του π.δ. 409/1986 (Α 191) και όπως τροποποιήθηκε με τις διατάξεις του ν.3460/2006 (Α 102) ή, στην περίπτωση που οι φορείς δεν εμπίπτουν στον παρόντα νόμο, κάθε επιχείρηση επί της οποίας ο αναθέτων φορέας μπορεί να ασκεί, άμεσα ή έμμεσα, κυρίαρχη επιρροή, κατά την έννοια του άρθρου 6παράγραφος 2 , ή η οποία μπορεί να ασκεί κυρίαρχη επιρροή επί του αναθέτοντος φορέα ή η οποία υπόκειται, από κοινού με τον αναθέτοντα φορέα, στην κυρίαρχη επιρροή μιας άλλης επιχείρησης λόγω της ιδιοκτησίας, χρηματοδοτικής συμμετοχής ή των κανόνων που τη διέπουν.
3. Η παράγραφος 1 εφαρμόζεται:
α) στις συμβάσεις υπηρεσιών, εφόσον το 80% τουλάχιστον του μέσου κύκλου εργασιών που πραγματοποίησε η συνδεδεμένη επιχείρηση κατά την τελευταία τριετία στον τομέα των υπηρεσιών προέρχεται από την παροχή αυτών των υπηρεσιών στις επιχειρήσεις, με τις οποίες συνδέεται•
β) στις συμβάσεις προμηθειών, εφόσον το 80% τουλάχιστον του μέσου κύκλου εργασιών που πραγματοποίησε η συνδεδεμένη επιχείρηση κατά την τελευταία τριετία στον τομέα των προμηθειών προέρχεται από την παροχή αυτών των προμηθειών στις επιχειρήσεις με τις οποίες συνδέεται•
γ) στις συμβάσεις έργων, εφόσον το 80% τουλάχιστον του μέσου κύκλου εργασιών που πραγματοποίησε η συνδεδεμένη επιχείρηση κατά την τελευταία τριετία στον τομέα των έργων προέρχεται από την παροχή αυτών των έργων στις επιχειρήσεις με τις οποίες συνδέεται.
Όταν, σε συνάρτηση με την ημερομηνία δημιουργίας της συνδεδεμένης επιχείρησης ή έναρξης των δραστηριοτήτων της, δεν είναι διαθέσιμος ο κύκλος εργασιών για την τελευταία τριετία, η επιχείρηση αρκεί να αποδεικνύει ότι η πραγματοποίηση του κύκλου εργασιών που αναφέρεται στα στοιχεία α), β) ή γ), είναι πιθανή, ιδίως με προβολή δραστηριοτήτων.
Όταν η ίδια ή παρόμοιες υπηρεσίες, προμήθειες ή έργα παρέχονται από περισσότερες από μία επιχειρήσεις συνδεδεμένες με τον αναθέτοντα φορέα, για τον υπολογισμό των προαναφερόμενων ποσοστών λαμβάνεται υπόψη ο συνολικός κύκλος εργασιών που προκύπτει αντιστοίχως από την παροχή υπηρεσιών, προμηθειών ή έργων εκ μέρους των συνδεδεμένων επιχειρήσεων.
4. Ο παρών νόμος δεν εφαρμόζεται στις συμβάσεις:
α) τις οποίες συνάπτει κοινοπραξία, η οποία έχει συσταθεί αποκλειστικά από διάφορους αναθέτοντες φορείς, με σκοπό την άσκηση δραστηριοτήτων κατά την έννοια των άρθρων 84 έως 87, με έναν από αυτούς τους αναθέτοντες φορείς, ή
β) τις οποίες συνάπτει αναθέτων φορέας με μια τέτοια κοινοπραξία στην οποία συμμετέχει, με την προϋπόθεση ότι η κοινοπραξία έχει συσταθεί με σκοπό την άσκηση της συγκεκριμένης δραστηριότητας επί περίοδο τουλάχιστον τριών (3) ετών και ότι η συστατική πράξη της κοινοπραξίας ορίζει ότι οι αναθέτοντες φορείς, που την συγκροτούν, συμμετέχουν σε αυτήν τουλάχιστον για την εν λόγω περίοδο.
5. Οι αναθέτοντες φορείς κοινοποιούν στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, κατόπιν αιτήσεώς της, τις ακόλουθες πληροφορίες σχετικά με την εφαρμογή των παραγράφων 1, 3 και 4:
α) τις επωνυμίες των επιχειρήσεων ή κοινοπραξιών για τις οποίες πρόκειται
β) τη φύση και την αξία των οριζόμενων συμβάσεων•
γ) τα στοιχεία που η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κρίνει απαραίτητα για να αποδείξει ότι οι σχέσεις μεταξύ του αναθέτοντος φορέα και της επιχείρησης ή της κοινοπραξίας, στην οποία ανατίθενται οι συμβάσεις, ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις του παρόντος άρθρου.