1. Όλες οι επιχειρήσεις οι οποίες ασκούν οικονομικές δραστηριότητες σύμφωνα με τον παρόντα νόμο υπόκεινται σε έλεγχο από τις αρμόδιες κατά περίπτωση αρχές σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος.
2. Όταν είναι αναγκαίο για την άσκηση των αρμοδιοτήτων εποπτείας και ελέγχου του παρόντος η κατά περίπτωση αρμόδια αρχή μπορεί να ζητά με έγγραφο πληροφορίες από επιχειρήσεις, ενώσεις επιχειρήσεων ή άλλα φυσικά ή νομικά πρόσωπα ή δημόσιες ή άλλες αρχές. Στο έγγραφο αναφέρονται οι διατάξεις του νόμου, οι οποίες θεμελιώνουν το αίτημα, ο σκοπός της αίτησης, η προθεσμία που τάσσεται για την παροχή των πληροφοριών, η οποία δεν μπορεί να είναι βραχύτερη των δέκα ημερών και μεγαλύτερη των δεκαπέντε, καθώς και οι κυρώσεις, οι οποίες προβλέπονται σε περίπτωση μη συμμόρφωσης προς την υποχρέωση παροχής πληροφοριών. Εκείνοι, στους οποίους απευθύνεται το έγγραφο υποχρεούνται σε άμεση, πλήρη και ακριβή παροχή των πληροφοριών που ζητούνται. Όταν οι πληροφορίες ζητούνται από επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων, υποχρεούνται σε παροχή των πληροφοριών οι νόμιμοι εκπρόσωποι της επιχείρησης και οι αρμόδιοι υπάλληλοι των επιχειρήσεων ή ενώσεων επιχειρήσεων.
3. Με την επιφύλαξη ειδικών νόμων που καθιερώνουν υποχρέωση εχεμύθειας, όλες οι δημόσιες αρχές και τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου υπέχουν υποχρέωση να παρέχουν πληροφορίες και να συνδράμουν την εκάστοτε αρμόδια αρχή και τους εντεταλμένους υπαλλήλους της κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους.
4. Σε περίπτωση άρνησης, δυστροπίας ή καθυστέρησης παροχής των αιτούμενων κατά περίπτωση πληροφοριών ή σε περίπτωση παροχής πληροφοριών ανακριβών ή ελλιπών, με την επιφύλαξη των ποινικών κυρώσεων του άρθρου 32 επ. του παρόντος, ο κατά περίπτωση αρμόδιος Υπουργός:
(α) όταν πρόκειται για επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων, διευθυντές και υπαλλήλους τους, επιβάλλει πρόστιμο δεκαπέντε χιλιάδες (15.000) ευρώ έως πεντακόσιες χιλιάδες (500.000) ευρώ για κάθε παράβαση, όταν πρόκειται για οικονομική δραστηριότητα υπό καθεστώς γενικών όρων λειτουργίας. Το εν λόγω πρόστιμο μπορεί να ανέρχεται μέχρι και το 1% του τζίρου της επιχείρησης ανά παράβαση στην περίπτωση οικονομικής δραστηριότητας, η οποία ασκείται σε καθεστώς προηγούμενης έγκρισης λειτουργίας,
(β) όταν πρόκειται για δημόσιους υπαλλήλους ή υπαλλήλους νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου αναφέρεται αρμοδίως, προκειμένου να κινηθεί πειθαρχική δίωξη για τις πιο πάνω παραβάσεις οι οποίες συνιστούν πειθαρχικό παράπτωμα.
Άρθρο 21, παρ. 4: Προβλέπονται στο Ν/Σ πρόστιμα από 15.000 € έως 500.000 €, που μπορούν να ανέρχονται και μέχρι 1% του τζίρου της επιχείρησης, για περιπτώσεις άρνησης, δυστροπίας ή καθυστέρησης παροχής πληροφοριών ή ανακριβών & ελλιπών πληροφοριών, με την επιφύλαξη των ποινικών κυρώσεων του άρθρου 32. θεωρούμε ότι τα πρόστιμα είναι υπερβολικά για παραβάσεις που μπορεί να «διαπιστωθούν» με μεγάλη δόση υποκειμενικών κριτηρίων (πχ δυστροπία, άρνηση, ελλιπείς πληροφορίες κλπ). Εξ άλλου τα πρόστιμα είναι εξαιρετικά υψηλά για να επιβάλλονται από τις Αρχές με διοικητική διαδικασία, χωρίς δικαστική απόφαση, καθώς, ως γνωστόν, το Σύνταγμα μας και οι Διεθνείς Συμβάσεις σαφώς προβλέπουν ότι «ουδείς αποχωρίζεται του φυσικού τον δικαστή». Προτείνουμε οι όποιες παραβάσεις και ποινές να αποφασίζονται από την τακτική Δικαιοσύνη και πάντως τα διοικητικά πρόστιμα δεν είναι δυνατόν να υπερβαίνουν το 0,1% του κύκλου εργασιών της επιχείρησης.
ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΩΝ ΑΤΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Άρθρο 21, παρ. 4β: Όταν δημόσιοι υπάλληλοι παραβαίνουν τις προβλέψεις του παρόντος Νόμου (εν προκειμένω Ν/Σ) θεωρείται πειθαρχικό παράπτωμα και παραπέμπονται για να κινηθεί πειθαρχική δίωξη. Επειδή από τις εκθέσεις του Επιθεωρητού Δημόσιας Διοίκησης γνωρίζουμε ότι ανεπαρκώς λειτουργούν οι πειθαρχικές διώξεις δημοσίων υπαλλήλων, προτείνουμε οι εν λόγω παραβάτες να ευθύνονται και για κάθε θετική και αποθετική ζημιά που προκάλεσαν εκ της παράβασης τους στην επιχείρηση και πέραν των τυχόν άλλων ποινικών ευθυνών τους.
Σε κάθε περίπτωση δημόσιοι υπάλληλοι, υπάλληλοι νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και υπάλληλοι των Περιφερειών και Δήμων που ασχολούνται με διαδικασίες έγκρισης αδειοδότησης και ελέγχου αδειοδοτημένων επιχειρήσεων θα πρέπει να είναι πιστοποιημένοι για τις εν λόγω υπηρεσίες. Διότι δεν είναι δυνατόν να ελέγχουν έργο πιστοποιημένων φορέων και επιχειρήσεων χωρίς να έχουν τουλάχιστον την ίδια κατάρτιση/πιστοποίηση.
ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΩΝ ΑΤΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΠΕΙΡΑΙΩΣ