1. Όπου αυτό είναι αντικειμενικά δικαιολογημένο για την προστασία συγκεκριμένου δημόσιου συμφέροντος κατά την άσκηση συγκεκριμένης οικονομικής δραστηριότητας, μέρος των όρων λειτουργίας μπορεί να είναι και η τήρηση συγκεκριμένων προτύπων.
2. Τα πρότυπα που μπορεί να ισχύουν για συγκεκριμένες οικονομικές δραστηριότητες προσδιορίζονται με βάση τις αρχές του άρθρου 1 του παρόντος και πρέπει να είναι τα ελάχιστα αναγκαία για την εξυπηρέτηση του συγκεκριμένου δημοσίου συμφέροντος.
3. Ο προσδιορισμός των προτύπων για την άσκηση συγκεκριμένης οικονομικής δραστηριότητας υπό καθεστώς γενικών όρων λειτουργίας γίνεται με την διαδικασία, η οποία προβλέπεται στον παρόντα νόμο για συγκεκριμένη οικονομική δραστηριότητα ή για δέσμη ομοειδών οικονομικών δραστηριοτήτων.
4. Η πιστοποίηση και ο έλεγχος της συμμόρφωσης με συγκεκριμένα πρότυπα για την παροχή συγκεκριμένης οικονομικής δραστηριότητας γίνεται από οργανισμούς, οι οποίοι διαπιστεύονται προς τούτο σύμφωνα με την κείμενη ελληνική νομοθεσία.
5. Η δήλωση ενός προσώπου στην αρμόδια κατά τόπο δημοτική αρχή ότι έχει πιστοποιηθεί από διαπιστευμένο προς τούτο οργανισμό για την άσκηση συγκεκριμένης οικονομικής δραστηριότητας σύμφωνα με τους γενικούς όρους λειτουργίας που ισχύουν για την συγκεκριμένη οικονομική δραστηριότητα, αρκεί για την άσκηση της συγκεκριμένης οικονομικής δραστηριότητας σύμφωνα με το παρόν άρθρο 6. Κάθε πρόσωπο μπορεί, εφόσον το επιθυμεί, να ζητεί και να λαμβάνει από την κατά τόπο αρμόδια δημοτική αρχή βεβαίωση ότι έχει προβεί στην υποβολή της σχετικής δήλωσης άσκησης της συγκεκριμένης οικονομικής δραστηριότητας και τήρησης των γενικών κανόνων άσκησης συγκεκριμένης οικονομικής δραστηριότητας περιλαμβανομένης, όπου αυτό απαιτείται και δήλωσης ότι έχει πιστοποιηθεί. Η βεβαίωση αποτελεί βεβαιωτική ατομική διοικητική πράξη και δεν αποτελεί προϋπόθεση για την άσκηση της συγκεκριμένης οικονομικής δραστηριότητας από την συγκεκριμένη επιχείρηση.
6. Μετά την αρχική αξιολόγηση συμμόρφωσης με συγκεκριμένο πρότυπο, κάθε πρόσωπο, που ασκεί οικονομική δραστηριότητα σύμφωνα με τον παρόντα νόμο επαναξιολογείται σε χρόνους και υπό τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στο κατά περίπτωση εφαρμοστέο πρότυπο. Η επαναξιολόγηση περιλαμβάνει υποχρεωτικά και διαδικασία υποβολής ενστάσεων από τα αξιολογούμενα πρόσωπα προς τον οργανισμό αξιολόγησης. Μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας αξιολόγησης και ενστάσεων και εφόσον από αυτή προκύπτει ότι το συγκεκριμένο πρόσωπο δεν τηρεί το συγκεκριμένο πρότυπο, ο οργανισμός αξιολόγησης συμμόρφωσης που ενεργεί την επαναξιολόγηση υποχρεούται εντός πέντε ημερών από την ολοκλήρωση της επαναξιολόγησης, να ανακαλέσει το πιστοποιητικό, το οποίο έχει εκδώσει και μέσα στην ίδια προθεσμία να ενημερώσει κάθε αρμόδια για την εποπτεία του παρόντος νόμου αρχή, παρέχοντας κάθε σχετική πληροφορία και έγγραφο περιλαμβανομένων και τυχόν ενστάσεων του αξιολογούμενου προσώπου και των απαντήσεών του επί αυτών.
7. Κάθε πρόσωπο που πιστοποιείται για συγκεκριμένη οικονομική δραστηριότητα οφείλει με την υπεύθυνη δήλωση της παραγράφου 5 να δημοσιοποιεί την επωνυμία του οργανισμού αξιολόγησης συμμόρφωσης με συγκεκριμένο πρότυπο που το πιστοποίησε για την έναρξη άσκησης της δραστηριότητάς του που απετέλεσε αντικείμενο πιστοποίησης σύμφωνα με το παρόν άρθρο. Με υπεύθυνη δήλωση του κάθε προσώπου που έχει πιστοποιηθεί σύμφωνα με την παρούσα, η οποία γίνεται στις αρμόδιες κατά τόπο δημοτικές αρχές εντός πέντε ημερών από την ολοκλήρωση κάθε επαναξιολόγησης, ανακοινώνεται η επωνυμία των οργανισμών αξιολόγησης συμμόρφωσης που έκαναν την αξιολόγηση ως προς την συμμόρφωση με τα συγκεκριμένα πρότυπα μετά την έναρξη άσκησης συγκεκριμένης οικονομικής δραστηριότητας και η ημερομηνία κατά την οποία έγινε η αξιολόγηση.
8. Το παράβολο το οποίο θεσπίζεται με την ΚΥΑ του άρθρου 5, περιλαμβάνει και το κόστος εποπτείας που απαιτείται σύμφωνα με το παρόν άρθρο.