1. Απαλλάσσονται από την υποχρέωση εφοδιασμού με άδεια εγκατάστασης και άδεια λειτουργίας το σύνολο των Κέντρων Αποθήκευσης και Διανομής ανεξαρτήτως της ύπαρξης ή μη μηχανολογικού εξοπλισμού, που δεν κατατάσσονται στην κατηγορία Α΄ του ν. 4014/2011 και των κατ’ εξουσιοδότηση αυτού κανονιστικών πράξεων. Για την έναρξη λειτουργίας των Κέντρων Αποθήκευσης και Διανομής που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας παραγράφου υποβάλλεται στην Αδειοδοτούσα Αρχή υπεύθυνη δήλωση, με την οποία δηλώνεται η έναρξη της λειτουργίας και βεβαιώνεται από τον νόμιμο εκπρόσωπο του φορέα του Κέντρου Αποθήκευσης και Διανομής η συμμόρφωσή του με τις πάσης φύσεως απαιτήσεις της νομοθεσίας για τη νόμιμη λειτουργία του Κέντρου Αποθήκευσης και Διανομής και η οποία συνοδεύεται από τις απαραίτητες εγκρίσεις και δικαιολογητικά. Η κατάθεση της υπεύθυνης δήλωσης βεβαιώνεται σε αντίγραφο από την Αδειοδοτούσα Αρχή, το οποίο υποχρεούται να τηρεί ο Φορέας του Κέντρου Αποθήκευσης και Διανομής.
2. Για την εγκατάσταση ή επέκταση ή τον εκσυγχρονισμό Κέντρων Αποθήκευσης και Διανομής που, ανεξαρτήτως της ύπαρξης ή μη μηχανολογικού εξοπλισμού, κατατάσσονται στην υποκατηγορία Α2 του ν. 4014/2011 και των κατ’ εξουσιοδότηση αυτού κανονιστικών πράξεων, η Αδειοδοτούσα Αρχή εκδίδει άδεια εγκατάστασης με την προσκόμιση των απαραίτητων δικαιολογητικών και εγκρίσεων. Για τη λειτουργία Κέντρων Αποθήκευσης και Διανομής που εμπίπτουν στην παρούσα παράγραφο υποβάλλεται υπεύθυνη δήλωση, συνοδευόμενη από τα νόμιμα δικαιολογητικά, με την οποία δηλώνεται η έναρξη της λειτουργίας και βεβαιώνεται η συμμόρφωση του Φορέα με τους όρους της άδειας εγκατάστασης. Η υπεύθυνη δήλωση που αφορά τη λειτουργία του Κέντρου Αποθήκευσης και Διανομής συνοδεύεται από εγγυητική επιστολή, η οποία επιστρέφεται με την ολοκλήρωση επιθεώρησης που λαμβάνει χώρα εντός δύο (2) μηνών από την υποβολή της υπεύθυνης δήλωσης. Αν ο Φορέας δεν επιθυμεί την κατάθεση εγγυητικής επιστολής, υποβάλλει αντ’ αυτής στην Αδειοδοτούσα Αρχή αίτηση έκδοσης άδειας λειτουργίας, συνοδευόμενη από τα νόμιμα δικαιολογητικά. Η Αδειοδοτούσα Αρχή διενεργεί επιθεώρηση εντός δύο (2) μηνών από την υποβολή της αίτησης με πλήρη φάκελο και χορηγεί άδεια λειτουργίας, εφόσον διαπιστώνει ότι έχουν τηρηθεί οι όροι και οι περιορισμοί που έχουν τεθεί με την άδεια εγκατάστασης.
3. Για την εγκατάσταση ή επέκταση ή τον εκσυγχρονισμό Κέντρων Αποθήκευσης και Διανομής που, ανεξαρτήτως της ύπαρξης ή μη μηχανολογικού εξοπλισμού, κατατάσσονται στην υποκατηγορία Α1του ν. 4014/2011 και των κατ’ εξουσιοδότηση αυτού κανονιστικών πράξεων, η Αδειοδοτούσα Αρχή εκδίδει άδεια εγκατάστασης με την προσκόμιση των απαραίτητων δικαιολογητικών και εγκρίσεων και μετά από τη διενέργεια επιθεωρήσεως. Για τη λειτουργία Κέντρου Αποθήκευσης και Διανομής που εμπίπτει στην παρούσα παράγραφο, εκδίδεται άδεια λειτουργίας κατόπιν υποβολής σχετικής αίτησης από τον Φορέα στην Αδειοδοτούσα Αρχή, συνοδευόμενης από τα νόμιμα δικαιολογητικά και διενέργειας επιθεωρήσεως, η οποία λαμβάνει χώρα εντός τριών (3) μηνών από την υποβολή της αίτησης. Εφόσον κατά τη διενέργεια επιθεωρήσεως διαπιστώνεται συμμόρφωση με τους όρους και περιορισμούς της άδειας εγκατάστασης, η Αδειοδοτούσα Αρχή εκδίδει άδεια λειτουργίας.
4. Δεν απαιτείται άδεια εγκατάστασης για επέκταση ή εκσυγχρονισμό Κέντρου Αποθήκευσης και Διανομής που έχει εφοδιασθεί με άδεια λειτουργίας ή για τα οποία έχει υποβληθεί η υπεύθυνη δήλωση της παραγράφου 3 του παρόντος, εφόσον δεν μεταβάλλεται από την επέκταση ή τον εκσυγχρονισμό η κατάταξη του Κέντρου Αποθήκευσης και Διανομής στην υποκατηγορία Α2 του ν. 4014/2011 και των κατ’ εξουσιοδότηση αυτού κανονιστικών πράξεων. Η παρούσα παράγραφος δεν εφαρμόζεται για τις περιπτώσεις της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου.
5. Απαλλάσσονται από την υποχρέωση εφοδιασμού με άδεια εγκατάστασης τα Κέντρα Αποθήκευσης και Διανομής που εγκαθίστανται σε ΒΙΠΕ που έχουν οργανωθεί σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 4458/1965, σε Βιομηχανικές και Επιχειρηματικές Περιοχές που έχουν οργανωθεί σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2545/1997 και σε Επιχειρηματικά Πάρκα που οργανώνονται σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3982/2011.
6. Η άδεια εγκατάστασης των παραγράφων 3 και 4εκδίδεται για χρονικό διάστημα τριών ετών, δυνάμενο να παραταθεί κατόπιν αιτήματος του Φορέα μέχρι τη συμπλήρωση εξαετίας. Το αίτημα εξετάζεται με βάση τα ίδια δεδομένα που ίσχυαν κατά την αρχική χορήγηση της άδειας και γίνεται δεκτό, εφόσον
(α) υποβάλλεται κατά τη διάρκεια ισχύος της άδειας και
(β) έχει γίνει έναρξη της υλοποίησης της εγκατάστασης.
7. Η χορηγούμενη κατά τις διατάξεις του παρόντος Κεφαλαίου άδεια λειτουργίας εκδίδεται με αόριστη χρονική διάρκεια.
8. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας και Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων καθορίζεται ο τύπος και το ελάχιστο περιεχόμενο των υπεύθυνων δηλώσεων για την εφαρμογή των προηγούμενων παραγράφων, ο τύπος και το περιεχόμενο της άδειας εγκατάστασης, της άδειας λειτουργίας, καθώς και ο τύπος και το περιεχόμενο των τροποποιήσεων και ανανεώσεων των αποφάσεων αυτών, καθώς και τα δικαιολογητικά που συνοδεύουν τις ως άνω υπεύθυνες δηλώσεις και αιτήσεις για την έκδοση αδειών. Με την ίδια απόφαση καθορίζεται το ύψος και το περιεχόμενο της εγγυητικής επιστολής, οι προϋποθέσεις κατάπτωσής της, καθώς και η διαδικασία διενέργειας επιθεωρήσεων σύμφωνα με τις προηγούμενες παραγράφους και ο τύπος των συντασσόμενων εκθέσεων επιθεώρησης.
Η συμμόρφωση με τις πάσης φύσεως απαιτήσεις της νομοθεσίας, σημαίνει ότι θα διατηρηθούν ως συνυποβαλλόμενα με την υπεύθυνη δήλωση, οι βεβαιώσεις χρήσης γης, η άδεια οικοδομής κτιρίου και η περιβαλλοντική μελέτη. Με τα ίδια προαπαιτούμενα δεν αδειοδοτήθηκαν στην περιοχή της Αττικής, παρά ελάχιστες εγκαταστάσεις. Για του λόγου το αληθές ανατρέξτε στην Περιφέρεια Αττικής, στις Τεχνικές Υπηρεσίες Μεταφορών για να μάθετε πόσες άδειες έχουν εκδοθεί.
Συνεπώς, η απαλλαγή εφοδιασμού με άδεια εγκατάστασης μειώνει το χρόνο έκδοσης της αδείας καθώς δεν απαιτείται διοικητική πράξη για την έκδοσή της, αλλά δε θα οδηγήσει σε αδειοδότηση επιχειρήσεων, διότι γνωρίζουμε εξ’ αρχής ότι στην πλειονότητά τους χτίστηκαν σε πχ αγροτικές περιοχές, ως αγροτικές αποθήκες.
Η εγγυητική επιστολή διατηρεί μια μόνιμη επισφάλεια για την έκπτωσή της καθώς μικρές παρεκκλίσεις είναι πιθανό να θεωρηθούν ως
Επίσης, η εγγυητική επιστολή δεσμεύει ρευστό κεφάλαιο ενεργητικού, γεγονός που αντιτίθεται στην τάση ανάπτυξης της επιχειρηματικότητας.
Για την Πανελλήνια Ένωση Επιχειρήσεων Διαμεταφοράς (ΠΕΕΔ)
Ο Πρόεδρος της ΠΕΕΔ
Γιώργος Μπαμπαλής
Ο Γενικός Γραμματέας της ΠΕΕΔ
Παναγιώτης Βλαχογιώργης
Το μέλος της Μόνιμης Επιτροπής Logistics
Ιωάννης Σιαμάς
Αποθήκη…
Ένας χώρος αποκτά την ιδιότητα της «αποθήκης», από την στιγμή που θα εναποτεθεί ένα αγαθό σε αυτόν! Άρα πρώτα υπάρχει το αγαθό και στην συνέχεια υπάρχει η αποθήκη. Αυτό σημαίνει ότι πρώτα καταχωρείται στο λογιστήριο η απόκτηση – προμήθεια του αγαθού και αμέσως μετά αποκτά ο φυσικός χώρος που ταξινομήθηκε την ιδιότητα της αποθήκης. Εκτός αυτού αποτελεί το θεμέλιο της βιομηχανικής λογιστικής, να απογραφεί η παρτίδα αμέσως μετά την ολοκλήρωση της παραγωγής. Αυτό σημαίνει ότι το παραχθέν προϊόν μεταφέρθηκε με λογιστική εγγραφή από την παραγωγή, δηλαδή την βιομηχανική λογιστική, στην λογιστική της αποθήκης. Εκεί όπου θα βρεθεί με βάση τον σχεδιασμό και τον προγραμματισμό της παραγωγής και θα τεθεί στην διάθεση της διοίκησης της επιχείρησης και του τμήματος πωλήσεων.
Επομένως η αποθήκη είναι πρωτίστως λογιστική έννοια και δευτερευόντως τεχνική – κατασκευαστική. Απόδειξη αυτού οι τελωνειακές και οι φορολογικές αρχές διενεργούν τους ελέγχους στα λογιστήρια των επιχειρήσεων και όχι περιφερόμενοι τους διάσπαρτους χώρους που στοιβάζονται τα αγαθά. Υπάρχει μάλιστα ρητή εντολή του τελωνείου της ΕΕ να υπάρχει λογιστική διάκριση, για να διαχωρίζονται τα υποκείμενα από τα ελεύθερα αγαθά στους χώρους που βρίσκονται. Συμπερασματικά θα πρέπει επομένως να συμφωνήσουμε ότι η αποθήκη δεν κρίνεται διαχειριστικά από την άδεια οικοδομής της Πολεοδομίας, αλλά από την λειτουργία της.
Με βάση τα παραπάνω, που δεν επιδέχονται αμφισβήτηση, γιατί είναι θεσμοθετημένες ρυθμίσεις, θα πρέπει στον νόμο να οριστεί η αποθήκη με βάση τον τρόπο λειτουργίας της και όχι με βάση τις κατασκευαστικές προδιαγραφές, πχ υπαίθρια, ψυγείο, με παλετοθέσεις, προδιαγραφές ασφαλείας, υγιεινής, μεγέθους, κλπ. Η αναφορά επομένως στον νόμο περιγραφών διαφόρων χώρων που θεωρούνται αποθήκες δεν είναι λειτουργική και ενδεχόμενα να οδηγήσει σε παρανοήσεις. Αυτά όλα είναι θέματα κατασκευαστικά και γίνονται μία φορά με βάση τις προδιαγραφές όλων των αρμοδίων φορέων, πχ υγιεινής, πυρασφαλείας, ασφαλείας εργαζομένων, κλπ.
Άρα στο νομοσχέδιο πρέπει να γίνει η παρακάτω διάκριση της «αποθήκης» για να είναι λειτουργική η λογιστική διαχείριση των αγαθών και να καταρτίζονται εντός αυτών με σαφήνεια οι συμβάσεις έργου (μεταφοράς, βοηθητικές υπηρεσίες μεταφοράς, προστιθέμενης αξίας στα αγαθά, κλπ) και πώλησης, κατά τα γνωστά με βάση τις αρχές της λογιστικής.
Ορισμοι:
«αποθήκη είναι η διαρκής απογραφή στον κάθε χώρο που βρίσκεται ένα προϊόν ή εμπόρευμα, κλπ, από την στιγμή της παραγωγής του, μέχρι την βιομηχανοποίηση, την ανάλωση ή την πώληση του στην κατανάλωση.»
Ως είναι αυτονόητο ο χώρος αυτός είναι το λογιστήριο. Εκεί θα καταχωρηθεί λογιστικά, σε ένα λογαριασμό που θα ανοίξει για την ειδική αυτή περίπτωση, ακόμα και η θέση της παρτίδας, που είναι στοιβαγμένη στην άκρη του δρόμου, ύστερα από ένα συμβάν στο μέσο μεταφοράς.
Η λογιστική καταχώρηση δίνει ένα πλήθος συμπληρωματικών διαχειριστικών πληροφοριών, πχ ποιος έχει το αγαθό στην κατοχή του, ποιος έχει το αγαθό στην διαχείριση του, την συμβατική σχέση κυρίου της αποθήκης και του κυρίου του αγαθού, τις συμβατικές σχέσεις μεταξύ των εμπλεκομένων προσώπων που δρουν προσφέροντας πλείστες υπηρεσίες εντός των χώρων αποθέσεως των αγαθών, κλπ.
Σε ότι αφορά στις περιγραφές των χώρων που θα δράσουν οι εμπλεκόμενοι στην μεταφορά, δεν θα ασχοληθώ γιατί είναι τεχνικά θέματα. Την λειτουργία της αποθήκης δεν την αφορά αν τα ράφια έχουν 10 ή 16 μέτρα ύψος. Το νομοσχέδιο δεν σκοπεύει να κατεδαφίσει τις υφιστάμενες υποδομές για να κατασκευάσει νέες. Το νομοσχέδιο πρέπει να στοχεύσει στην ορθολογική λειτουργία των παλιών και των νέων υποδομών με ενιαίους κανόνες. Άρα λοιπόν οι λειτουργία των χώρων αυτών είναι από την μια πλευρά εσωτερική υπόθεση της κάθε επιχείρησης, δηλαδή τεχνική, πχ ρομποτικές εφαρμογές, ράφια, βοηθητικά μηχανήματα, κλπ. Από την άλλη όμως και διαχειριστική και εμπορική και λειτουργεί στα πλαίσια των συναλλαγών, δηλαδή των συμβάσεων έργου και πώλησης που καταρτίζονται:
α) μεταξύ των κυρίων των εμπορευμάτων και των πελατών – αγοραστών,
β) μεταξύ των μεταφορέων, των διαμεταφορέων, των αποθηκευτικών επιχειρήσεων και των κυρίων των εμπορευμάτων μεταξύ τους.
Για να γίνει κατανοητή αυτή η συναλλαγή θα πρέπει να γίνουν οι συναλλαγές αυτές αντικείμενα συμβάσεων, για να υπάρξει σαφής καθορισμός της παροχής και της αντιπαροχής εκάστου συμβαλλομένου. Ο τόπος παροχής στην περίπτωση μας είναι η «αποθήκη» και πρέπει να την περιγράψουμε όπως λειτουργεί στην πράξη, άρα να διακρίνουμε τις περιπτώσεις.
Εκτός από την «λογιστική αποθήκη» πρέπει να περιγραφεί και ο φυσικός χώρος που βρίσκονται τα προϊόντα. Για να αποφύγουμε την συνωνυμία θα πρέπει να αναζητήσουμε άλλη περιγραφή. Αυτό είναι επιπλέον και βασική φορολογική υποχρέωση όλων των εμπλεκομένων στην μεταφορά, γιατί όλοι οι φυσικοί χώροι που βρίσκονται εμπορεύματα δηλώνονται υποχρεωτικά στην Δ.Ο.Υ. με κωδικό και περιγραφή. Άρα καλούμε «χώρο φύλαξης» τον κάθε φυσικό χώρο που βρίσκονται αγαθά, προϊόντα, εμπορεύματα κλπ. Το κοινό χαρακτηριστικό όλων των χώρων φύλαξης είναι ότι διαβιβάζεται στον διαχειριστή τους η εντολή να εκτελεστεί έναντι αμοιβής εξαρτημένης εργασίας, ή ανεξαρτήτων υπηρεσιών μια οποιαδήποτε εργασία στο ίδιο το εμπόρευμα ή μια βοηθητική υπηρεσία σε μία φάση της μεταφοράς.
Αν μια μικρού μεγέθους επιχείρηση τηρεί στον ίδιο χώρο το λογιστήριο και το αγαθό τότε οφείλουμε να τον ονομάσουμε «αποθηκευτικό χώρο» και όχι απλά αποθήκη, που είναι κατά τα γνωστά το λογιστήριο.
Κύριο χαρακτηριστικό των φυσικών χώρων που στοιβάζονται τα αγαθά είναι η δυνατότητα να μπορεί να εκδοθεί τιμολόγιο πώλησης, δηλαδή να συναφθεί σύμβαση πώλησης από το λογιστήριο της εταιρείας, ανεξάρτητα από την απόσταση λογιστηρίου – εμπορεύματος. Για να είναι δυνατή η έκδοση τιμολογίου πρέπει τον αποθηκευτικό χώρο να τον διακρίνουμε σε «οργανωμένο» και «ανοργάνωτο»
«οργανωμένο αποθηκευτικό χώρο» ονομάζουμε τον χώρο, αν στηρίζουμε την ανεύρεση του είδους στην ίδια θέση που την έχουμε καταχωρήσει στην καρτέλα – λογαριασμό στο λογιστήριο με τα απαραίτητα στοιχεία, τιμή, καθεστώς ΦΠΑ, κωδικό είδους, θέση, ράφι, κλπ έτσι ώστε να είναι δυνατή η έκδοση τιμολογίου πώλησης.
«ανοργάνωτο αποθηκευτικό χώρο» ονομάζουμε αυτόν που γνωρίζουμε μόνο την ύπαρξη του είδους σε αυτόν, αλλά είμαστε υποχρεωμένοι να το αναζητήσουμε περιφερόμενοι στους χώρους του. Ως είναι φυσικό το αγαθό αυτό δεν μπορεί να πουληθεί με χρήση ΗΥ από την στιγμή που δεν υπάρχει η απαραίτητη συμφωνία κωδικού κίνησης καρτέλας – είδους – χώρου.
Έγινε πιστεύω αντιληπτό ότι δεν είναι αρκετή η ξενόγλωσση ορολογία των προγραμμάτων των ΗΥ για να γίνει άρτια διαχείριση μιας «αποθήκης», γιατί η διαχείριση αποθήκης είναι πάνω από όλα λογιστική απεικόνιση όλων των δράσεων, που εκτελούνται μέσα σε αυτήν. Η ορολογία των ΗΥ είναι απλά κωδικοί κίνησης λογιστικής. Στα μεγάλα εμπορικά πάρκα που οραματιζόμαστε και τα αξίζει πραγματικά η χώρα μας, πρέπει πάνω από όλα να υπάρξει νομικό πλαίσιο που θα καθορίζει πόσες επιχειρήσεις και με ποιόν ΑΦΜ λειτουργούν. Στην συνέχεια θα καθοριστούν συμβατικές σχέσεις όλων των εμπλεκομένων. Τότε θα γίνει η κρίσιμη διαπίστωση, πόσα λογιστήρια, ποιών επιχειρήσεων, από ποιους χώρους και με ποια τεχνική συνεργάζονται μεταξύ τους. Το νομοσχέδιο πρέπει να διευκολύνει όλες αυτές τις δράσεις εντός των χώρων, καθώς και στην διάρκεια που τα αγαθά θα μετακομίζουν.
Εγώ πάντως έχω υποδείξει το ΔΕΠ (διαδίκτυο εμπορευμάτων και προϊόντων). Με βάση αυτό οι συνεργαζόμενες επιχειρήσεις δίνουν κωδικό πρόσβασης η μία στο λογιστήριο της άλλης για την είσοδο σε επιλεγμένες σελίδες – τόπους των λογιστηρίων. Με τον τρόπο αυτό διαβιβάζονται αστραπιαία οι πληροφορίες, οι τιμολογήσεις, οι εντολές κλπ. Η αγορά προσφέρει πλήθος τέτοιων λογιστικών προγραμμάτων για την γενική λογιστική, το εμπορικό δηλαδή έκδοση τιμολογίων, την διαχείριση της αποθήκης με δυνατότητα απεριόριστου αριθμού αποθηκευτικών χώρων και ειδών, κλπ.
Πιστεύω ότι θα έγινε αντιληπτό ότι τα ΠΔ που θα ακολουθήσουν πρέπει να λάβουν υπόψη τις διακρίσεις «αποθήκης» που ανάφερα. Αν δεν συμβεί αυτό και μένετε προσηλωμένοι στα Logistics, στα Picking, στα cross docking και στους λοιπούς ξενόγλωσσους κωδικούς κίνησης, χωρίς προσδιορισμό των σχέσεων των εμπλεκομένων προσώπων θα επακολουθήσει ένα χάος.
Ειδικά για τα «3PL», θα σας παρακαλέσω να μου περιγράψετε επίσης το «1,5 PL» που είναι η αυτοπαράδοση αγαθών. Πως θα την καταχωρήσετε λογιστικά με βάση την ξενόγλωσση ορολογία; Πως οργανώνεται λογιστικά το «2PL» δηλαδή η παραλαβή από το εργοστάσιο ή αποθήκη με ΦΔΧ του αγοραστή; Γίνεται αντιληπτό ότι δεν μπορείτε να λειτουργήσετε διαχείριση αγαθών με ξενόφερτες ορολογίες και θεσμοθέτηση περιγραφών a la carte του τρόπου λειτουργίας με προγράμματα ΗΥ συγκεκριμένων επιχειρήσεων. Αυτά είναι επιλογή της κάθε επιχείρησης να τα προμηθευτεί στην ελεύθερη αγορά.
Το νομοσχέδιο πρέπει να οργανώσει την ορθολογική λειτουργία της αγοράς της μεταφοράς αξιών και φορτίων στο σύνολο της, και όχι να φωτογραφίσει συγκεκριμένες επιλογές και επιχειρηματικές δυνατότητες ορισμένων επιχειρηματικών συμφερόντων. Η διαχωριστική γραμμή είναι δυσδιάκριτη, γιατί η μεταφορά είναι δύσκολη υπόθεση και υπάρχει κίνδυνος να γίνει ένα λάθος σε μια διατύπωση ενός όρου, που ίσως θα φέρει δυσλειτουργία και γκρίνια στην αγορά.
Το ασφαλές είναι να καταργήσετε τον ορισμό «Εφοδιαστική (logistics)» και να δεχθείτε σαν βάση τον δικό μου ορισμό, τον οποίο και σας θυμίζω:
«Μεταφορά αξιών (TRANSACTION) και μεταφορά φορτίων (TRANSPORT) ονομάζουμε τις αυτοτελείς δράσεις και τις συναλλαγές μεταξύ των στελεχών των επιχειρήσεων, που αναλαμβάνουν οι εργαζόμενοι για να εκτελεστούν οι καταρτισμένες συμβάσεις των διοικήσεων των επιχειρήσεων τους, που έχουν σαν τελικό σκοπό την βάσει σχεδίου παραγωγή και διάθεση προϊόντων στην κατανάλωση προς επίτευξη κέρδους, ενδεικτικά αναφέρουμε, την πώληση, την μεταφορά, την διαμεταφορά, αποθήκευση, την προσωρινή εισαγωγή, την διαμετακόμιση*, τον εφοδιασμό πλοίων, κλπ…»
Προσέξτε παρακαλώ τις κρίσιμες διαφορές:
Στον δικό μου ορισμό υπάρχει σύμβαση μεταξύ δύο επιχειρήσεων.
Στον δικό σας ορισμό υπάρχει η ασάφεια, αν πρόκειται για εκτέλεση σύμβασης πώλησης ή αν ο «εφοδιασμός» ή η «εφοδιαστική» είναι μια εσωτερική υπόθεση μιας επιχείρησης, πχ: ένα σουπερ μάρκετ στέλνει με ΦΙΧ ή ΦΔΧ, διάφορα προϊόντα από την κεντρική αποθήκη, στα καταστήματα πωλήσεως. Εδώ είναι εσωτερική υπόθεση της επιχείρησης αυτής και έχει δικαίωμα να την ονομάσει όπως θέλει, επιπλέον πχ: «εφοδιασμό καταστημάτων», «τροφοδοσία αγοράς», «διανομή», «παράδοση», «προμηθευτική», «συμπλήρωμα ορίου», «εφοδιαστική διαδικασία», κλπ.
Η ορολογία επομένως του νόμου πρέπει να αναφέρει όρους που γίνονται αντικείμενα συμβάσεων, για να έχει η αγορά σαφή και υγιή βάση να εδραιώσει την λειτουργία της. Οι ξενόφερτοι όροι δεν φέρνουν θετικά αποτελέσματα στην οργάνωση της οικονομίας. Οι ξένοι όροι αφορούν στους ξένους και σίγουρα οι όροι στις χώρες τους θεμελιώνονται με διευκρινήσεις, βάσει των θεσμοθετημένων ρυθμίσεων στις δικές τους επιχειρήσεις. Κάτι αντίστοιχο που προσπαθώ και εγώ να επιτύχω με κούραση, με σπουδή και με συναίσθηση της ευθύνης αυτών που να σας προτείνω:
Να θεσμοθετήσετε δηλαδή με βάση τα κρατούντα στην χώρα μας και όχι με βάση την διαφημιστική προβολή των Logistician και των Logistics Manager. Ας μεταφράσουν πρώτα την ειδικότητα και τις γνώσεις τους, για να καταλάβουμε τι δουλειά κάνουν και ύστερα να μας μάθουν τι γίνεται στις ΗΠΑ ή την Μ. Βρετανία. Στην χώρα μας κάνουμε τις ίδιες εργασίες με τους ξένους και σαν τεχνοκράτες είμαστε καλύτεροι από τους ξένους.
* Διαμετακόμιση λέγεται η μεταφορά ενός υποκείμενου εμπορεύματος από ένα κοινοτικό τελωνείο προς ένα άλλο. Στον Πειραιά πρέπει να συσταθεί ένας ΕΟΦ ο οποίος θα αναλάβει τις μεταφορικές καταχωρήσεις στο λιμάνι, δηλαδή να χρεώνεται με τα container που θα φθάνουν πχ από την Κίνα για την Ευρώπη ή από την Ευρώπη προς το εξωτερικό της ΕΕ. Αντίστοιχα να εξοφλεί με μεταφορικές καταχωρήσεις στο τελωνείο τα container που παραδίδει στις ναυτιλιακές επιχειρήσεις για να εξέλθουν της ΕΕ ή αυτά που παραδίδει σε ένα άλλο ΕΟΦ πχ την ΤΡΑΙΝΟΣΕ για να διαμετακομιστούν στο εσωτερικό της ΕΕ. Η δουλειά είναι εύκολη μέσω του ΔΕΠ που σας έχω υποδείξει. Με βάση αυτό θα συνδεθεί ο κρίκος της αλληλουχίας των συμβάσεων της σχηματικής παράστασης του κοινοτικού τελωνείου και θα καταστήσει τον Πειραιά το μεγαλύτερο Λιμάνι της Μεσογείου. Το όλο εγχείρημα χρειάζεται ένα δυνατό ΗΥ, γερανούς, χώρο προσωρινής εναπόθεσης και μία αξιόπιστη σιδηροδρομική επιχείρηση. Εύχομαι να είναι η ΤΡΑΙΝΟΣΕ, για να καταστεί με το έργο αυτό, ίσως μέσα στις 2 – 3 πρώτες κερδοφόρες σιδηροδρομικές επιχειρήσεις της Ευρώπης.
Ευχαριστώ για την προσοχή σας. Στυλ. Κακατσάκης