5.1 Διεθνές Περιβάλλον
Η Διακήρυξη της Χιλιετίας του ΟΗΕ (UNRIC, 2000), που υιοθετήθηκε κατά τη Σύνοδο Κορυφής της Χιλιετίας το Σεπτέμβριο του 2000 στη Νέα Υόρκη, είναι ένα κείμενο-ορόσημο για τον 21ο αιώνα. Η Διακήρυξη αντικατοπτρίζει τις ανησυχίες 147 αρχηγών Κρατών και Κυβερνήσεων και συνολικά 191 Εθνών που συμμετείχαν στη μεγαλύτερη συγκέντρωση ηγετών του κόσμου που έγινε ποτέ. Στη Διακήρυξη αποτυπώνονται οι απαντήσεις στις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η ανθρωπότητα στο κατώφλι της χιλιετίας και καθιερώνονται συγκεκριμένα μέτρα αξιολόγησης δράσεων μέσω ενός πλέγματος αλληλοσχετιζόμενων δεσμεύσεων, στόχων και επιδιώξεων σχετικά με την ανάπτυξη, τη διακυβέρνηση, την ειρήνη, την ασφάλεια και τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Μέσω της Διακήρυξης, οι αρχηγοί των κρατών μελών συμφωνούν και θέτουν συγκεκριμένους στόχους για την καταπολέμηση της φτώχειας, της πείνας, των ασθενειών, του αναλφαβητισμού, της υποβάθμισης του περιβάλλοντος, της καταπάτησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των διακρίσεων εις βάρος των γυναικών. Η Διακήρυξη της Χιλιετίας κατοχυρώνει ένα ευρύ φάσμα δεσμεύσεων στους πιο πάνω τομείς με έμφαση στη χρηστή διακυβέρνηση και δημοκρατία και υιοθετήθηκε από όλα τα μέλη της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ. Οι σκοποί αυτοί, που τέθηκαν ως προτεραιότητα στην παγκόσμια ατζέντα, ονομάστηκαν Αναπτυξιακοί Στόχοι της Χιλιετίας και ως χρονικό πλαίσιο επίτευξής τους ορίστηκε το 2015.
Επιπλέον, η Διακήρυξη της Χιλιετίας αποσαφηνίζει το ρόλο και την ευθύνη των μερών, συλλογικά και ατομικά:
– των κυβερνήσεων να επιτύχουν ή να διευκολύνουν την επίτευξη των στόχων και επιδιώξεων,
– του δικτύου των διεθνών οργανισμών να διαθέσουν τους πόρους τους και να εξειδικευτούν με τον κατά το δυνατό αποτελεσματικότερο τρόπο προκειμένου να υποστηρίξουν και να διατηρήσουν τις προσπάθειες των εταίρων τους σε παγκόσμιο και διεθνές επίπεδο,
– των πολιτών, των οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών και του ιδιωτικού τομέα να δραστηριοποιηθούν στο μέγιστο βαθμό σε αυτήν την προσπάθεια.
Ωστόσο, η αξιολόγηση της προόδου αναφορικά με τους Στόχους της Χιλιετίας κατά την πρώτη δεκαετία ανέδειξε τις πραγματικές επιπτώσεις της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, η οποία συνετέλεσε καταλυτικά στην επιδείνωση της κατάστασης. Η διαμορφούμενη νέα κατάσταση παγκοσμίως οδήγησε στον επαναπροσδιορισμό και επικαιροποίηση των στόχων για την περίοδο 2015-2020, στη Διάσκεψη του ΟΗΕ που πραγματοποιήθηκε τον Ιούνιο του 2012 στο Ρίο ντε Τζανέιρο. Μέσω της νέας Διακήρυξης με τίτλο “Το μέλλον που θέλουμε – The future we want” αναδεικνύεται η ανάγκη για ευθυγράμμιση των προτεραιοτήτων που είχαν τεθεί για τις αναπτυσσόμενες χώρες του πλανήτη με αυτές των ανεπτυγμένων χωρών, οι οποίες βίωσαν πιο έντονα τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης.
Έτσι, σήμερα οι προτεραιότητες σε επίπεδο ΟΗΕ, ΕΕ και άλλων διεθνών οργανισμών συγκλίνουν και αφορούν κατά κύριο λόγο την αντιμετώπιση της ανεργίας ως μέσο για την αντιμετώπιση της φτώχειας, την αντιμετώπιση των κοινωνικών ανισοτήτων, την κλιματική αλλαγή σε συνδυασμό με την συνεχιζόμενη υποβάθμιση του περιβάλλοντος, με στόχο μια συνειδητή μακροπρόθεσμη προσέγγιση για την αειφόρο ανάπτυξη και την κοινωνική συνοχή και αλληλεγγύη.
Επιπλέον, σε ολόκληρο τον κόσμο προκύπτει ολοένα και πιο έντονα η ανάγκη για επενδύσεις σε μια σειρά από κρίσιμους τομείς όπως οι υποδομές, οι υπηρεσίες υγείας, η εκπαίδευση, η πρόσβαση σε πόσιμο νερό, η αγροτική παραγωγή, και η διαχείριση των απορριμμάτων, κ.ά. Ταυτόχρονα θα πρέπει να ενισχυθεί η προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου και η καταπολέμηση των νέων μορφών παραβίασής τους, συμπεριλαμβανομένης και της ανθρώπινης εκμετάλλευσης.
Η παρατεταμένη οικονομική κρίση, η οποία επηρεάζει σχεδόν όλες τις χώρες του κόσμου, αντικατοπτρίζει αλλά και ανατροφοδοτεί τα ιδιαίτερα σημαντικά προβλήματα της πλεονάζουσας παραγωγικής δυναμικότητας σε συνάρτηση με την περιορισμένη ζήτηση και κατανάλωση, την υψηλή ανεργία, τη δημοσιονομική λιτότητα και τη συνεχιζόμενη καθοδικά οικονομική προσαρμογή των μεγάλων ανεπτυγμένων οικονομιών. Η προβλεπόμενη αύξηση του πληθυσμού που δημιουργεί μεγαλύτερες ανάγκες κατανάλωσης σε συνδυασμό με τον περιορισμό των διαθέσιμων φυσικών πόρων και άρα χρήσης πρώτων υλών αναμένεται να δυσχεράνει επιπλέον την προσπάθεια επίτευξης των στόχων.
Το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ κατατάσσει για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά το θέμα του νερού στην πρώτη πεντάδα των κινδύνων που απειλούν την παγκόσμια σταθερότητα. Σήμερα, η λειψυδρία είναι μια πραγματικότητα της καθημερινής ζωής για περισσότερους από 1,2 δισεκατομμύρια ανθρώπους. Σε πολλά μέρη του κόσμου, η ζήτηση για νερό ξεπερνά την προσφορά, κάτι που αναμένεται να αυξηθεί εκθετικά, παράλληλα με την αύξηση του πληθυσμού και την αύξηση των ενεργειακών αναγκών.
Μέσα σε αυτό το διαρκώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον, κυβερνήσεις και επιχειρήσεις καλούνται από κοινού με την κοινωνία των πολιτών να συνεργαστούν, με βάση ένα κοινό όραμα που θα εξασφαλίζει βελτίωση του βιοτικού επιπέδου σε όλο τον πλανήτη. Συνεπώς, είναι αναγκαία η στήριξη των επιχειρήσεων ανεξαρτήτως μεγέθους, μέσω της ίσης πρόσβασης σε εργαλεία γνώσης και σε χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες, αλλά και η προώθηση των πράσινων τεχνολογιών που είναι αναγκαίες για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, τόσο στις αναπτυγμένες, όσο και στις αναπτυσσόμενες χώρες, δεδομένου, ότι μέχρι σήμερα, η διεθνής κοινότητα και το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα δεν έχουν καταφέρει να διαθέσουν επαρκή μέσα και πόρους προς αυτό το σκοπό.
Η συνεχιζόμενη οικονομική κρίση έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση της παγκόσμιας οικονομικής ανάπτυξης, η οποία κινείται υποτονικά με ρυθμούς αύξησης της τάξεως του 2,1% και για το 2013. Ωστόσο, αναμένονται σημάδια μικρής βελτίωσης για το 2014 και 2015. Ταυτόχρονα, οι περισσότερες ανεπτυγμένες οικονομίες συνεχίζουν τις προσπάθειες λήψης των κατάλληλων δημοσιονομικών μέτρων, προκειμένου να εξέλθουν, όσο το δυνατό λιγότερο επηρεασμένες από την παρατεταμένη χρηματοπιστωτική κρίση. Σύμφωνα με προβλέψεις του ΟΗΕ, το Ακαθάριστο Παγκόσμιο Προϊόν προβλέπεται να αυξηθεί με ρυθμό 3,0% και 3,3% για το 2014 και το 2015, αντίστοιχα. Συγκεκριμένα, από τις αρχές του 2014, εμφανίστηκαν μερικά σημάδια βελτίωσης, τα οποία συνηγορούν πως η ζώνη του ευρώ αρχίζει με αργό βηματισμό να βγαίνει από μια παρατεταμένη ύφεση, με το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕγΠ) να αρχίζει να αυξάνεται και πάλι. Παράλληλα, η οικονομία των ΗΠΑ παρουσιάζει τάσεις ανάκαμψης, εικόνα που εμφανίζεται και σε άλλες μεγάλες αναδυόμενες οικονομίες, όπως η Κίνα και η Ινδία, με περισσότερο σαφή δείγματα επιτάχυνσης της ανάπτυξης.
Η παγκόσμια κατάσταση της απασχόλησης παραμένει και αυτή δυσχερής, καθώς οι παρατεταμένες επιπτώσεις της χρηματοπιστωτικής κρίσης εξακολουθούν να επηρεάζουν αρνητικά την αγορά εργασίας σε πολλές χώρες και περιοχές, μεταξύ των ανεπτυγμένων οικονομιών. Η πιο δύσκολη κατάσταση παρουσιάζεται στη ζώνη του ευρώ, στην οποία τα ποσοστά ανεργίας έχουν φθάσει σε πολύ υψηλά επίπεδα, ιδιαίτερα για τις χώρες του Νότου, στις οποίες επιπροσθέτως, τα ποσοστά ανεργίας για τη νεολαία εμφανίζονται σε επίπεδα ρεκόρ, ξεπερνώντας σε ορισμένες περιπτώσεις το 50%. Στον αντίποδα, το ποσοστό ανεργίας στις ΗΠΑ δείχνει τάσεις μείωσης, ωστόσο παραμένει σε υψηλά επίπεδα. Στις αναπτυσσόμενες χώρες και τις οικονομίες σε μεταβατικό στάδιο, η κατάσταση της ανεργίας είναι μικτή, με εξαιρετικά υψηλή διαρθρωτική ανεργία στη Βόρεια Αφρική και τη Δυτική Ασία, ιδιαίτερα μεταξύ των νέων. Τα υψηλά ποσοστά άτυπης και ανασφάλιστης απασχόλησης, καθώς και οι έντονες διαφορές μεταξύ των φύλων στην απασχόληση, εξακολουθούν να χαρακτηρίζουν την αγορά εργασίας σε πολλές αναπτυσσόμενες αλλά και ανεπτυγμένες χώρες.
Η παγκόσμια οικονομική κρίση κατέδειξε τους σημαντικούς κινδύνους του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος, καθώς και τις άμεσες επιπτώσεις που μπορούν να επέλθουν στην πραγματική οικονομία, στην παγκόσμια ανάπτυξη και στην ίδια την κοινωνική συνοχή. Είναι πλέον κοινά αποδεκτό από πολίτες και κυβερνήσεις, πως παρά τις προσπάθειες της διεθνούς κοινότητας για εφαρμογή μεταρρυθμίσεων, παραμένουν σημαντικοί κίνδυνοι που μπορούν να λειτουργήσουν σα βόμβα στα θεμέλια του ανθρώπινου οικοδομήματος. Για το λόγο αυτό χρειάζονται πολιτικές, πρωτοβουλίες και συνεργασίες, οι οποίες θα αμβλύνουν τις παγκόσμιες ανισότητες, θα μειώσουν τα φαινόμενα διαφθοράς, θα δημιουργήσουν θέσεις εργασίας, θα δώσουν ώθηση για παγκόσμια ανάπτυξη και τέλος θα ενθαρρύνουν την υιοθέτηση ενός νέου μοντέλου υπεύθυνης λειτουργίας από πλευράς επιχειρήσεων, αλλά και υπεύθυνης συμπεριφοράς από πλευράς πολιτών/καταναλωτών.
5.2 Εθνικό Περιβάλλον
Η πρωτοφανής σε βάθος και διάρκεια κρίση στην ελληνική οικονομία είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος (ΑΕθΠ) για έκτο συνεχόμενο έτος (κατά 3,9%, σύμφωνα με τις προκαταρκτικές εκτιμήσεις της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ) (Eurostat, 2014α) με αποτέλεσμα η σωρευτική μείωση της εξαετίας 2008-2013 να ανέλθει στο 24%. Τα πρόσφατα δεδομένα που αφορούν άμεσα τη φτώχεια και την κοινωνική συνοχή συνοψίζονται ως εξής:
– Μείωση της απασχόλησης και αύξηση της ανεργίας (μέσο ποσοστό ανεργίας από 7,7% το 2008 σε 27,3% το 2013) (Eurostat, 2014β).
– Συρρίκνωση διαθέσιμου εισοδήματος μέσω α) μείωσης μισθών και β) αύξησης της άμεσης/έμμεσης φορολογικής επιβάρυνσης (ποσοστό πληθυσμού σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού από 28,1% το 2008 σε 34,6% το 2012) (Eurostat, 2014γ).
– Η πολιτική δημοσιονομικών προσαρμογών, σε συνδυασμό με τα ελλείμματα στην ορθή στόχευση των κοινωνικών παροχών, οδηγεί σε συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους, σε αντίθετη πορεία από την παρατηρούμενη αύξηση του πληθυσμού ευάλωτων ομάδων όπως οι άστεγοι.
– Επέκταση των αποκαλούμενων ευέλικτων μορφών εργασίας – ατομικές συμβάσεις εργασίας.
– Έλλειψη ρευστότητας στην αγορά, σημαντική μείωση της χρηματοδότησης επιχειρήσεων και νοικοκυριών από τις τράπεζες, μείωση του τζίρου και αποφυγή εμπορικών συναλλαγών με πίστωση, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό, με αποτέλεσμα τη δημιουργία ασφυκτικών συνθηκών στις επιχειρήσεις.
Η δομή της ελληνικής αγοράς, από την άποψη του μεγέθους της απασχόλησης στις επιχειρήσεις, περιγράφεται ως μια αγορά κατακερματισμένη σε πολύ μικρές και μικρές επιχειρήσεις (97% του συνόλου των επιχειρήσεων), οι οποίες απασχολούν το μισό εργατικό δυναμικό της χώρας (48%). Συγκεκριμένα:
– Πολύ μικρές επιχειρήσεις (απασχολούμενοι ≤10): 88% του αριθμού των επιχειρήσεων, απασχολούν το 28% των εργαζομένων (το 69% των οποίων με πλήρη απασχόληση).
– Μικρές επιχειρήσεις (απασχολούμενοι 11-49): 9% του αριθμού των επιχειρήσεων, απασχολούν το 20% των εργαζομένων (το 81% των οποίων με πλήρη απασχόληση).
– Μεσαίες επιχειρήσεις (απασχολούμενοι 50-249): 2% του αριθμού των επιχειρήσεων, απασχολούν το 20% των εργαζομένων (το 87% των οποίων με πλήρη απασχόληση).
– Μεγάλες Επιχειρήσεις (απασχολούμενοι ≥250): 1% του αριθμού των επιχειρήσεων, απασχολούν το 32% των εργαζομένων (το 86% των οποίων με πλήρη απασχόληση).
Η ελληνική αγορά χαρακτηρίζεται από μεγάλη εσωστρέφεια. Σύμφωνα με δεδομένα της Eurostat, σε ένα σύνολο 42 χωρών του ανεπτυγμένου κόσμου, η Ελλάδα κατατάσσεται μόλις 38η στις συναλλαγές αγαθών και 35η στις συναλλαγές αγαθών και υπηρεσιών. Σε ό, τι αφορά τους τομείς με τη μεγαλύτερη προστιθέμενη αξία στο εθνικό προϊόν (2012 σε σχέση με το 2005), ο πρωτογενής τομέας της οικονομίας σημείωσε σημαντική συρρίκνωση σε ποσοστό 30% σε σχέση με το 2005, παραμένοντας ωστόσο ακόμα διπλάσιος σε σχέση με τα ευρωπαϊκά δεδομένα, ενώ ο δευτερογενής τομέας διατηρεί τη θέση του, η οποία όμως σαφώς υπολείπεται σε ποσοστό 40% του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Αξιοσημείωτη είναι η κατά 70% υποχώρηση του κατασκευαστικού κλάδου, παραδοσιακού πυλώνα και δείκτη ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας.