- Σύμβαση Παραχώρησης που ανατίθεται από Αναθέτουσα Αρχή ή Αναθέτοντα Φορέα σύμφωνα με το στοιχείο α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 4 σε άλλο νομικό πρόσωπο ιδιωτικού ή δημοσίου δικαίου δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος νόμου, εφόσον πληρούνται σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) η Αναθέτουσα Αρχή ή ο Αναθέτων Φορέας ασκεί επί του εν λόγω νομικού προσώπου έλεγχο ανάλογο εκείνου που ασκεί επί των δικών της/του υπηρεσιών.
β) πάνω από το 80 % των δραστηριοτήτων του ελεγχόμενου νομικού προσώπου πραγματοποιείται κατά την εκτέλεση καθηκόντων που του έχουν ανατεθεί από την ελέγχουσα Αναθέτουσα Αρχή ή τον ελέγχοντα Αναθέτοντα Φορέα ή από άλλα νομικά πρόσωπα που ελέγχονται από την εν λόγω Αναθέτουσα Αρχή ή τον εν λόγω Αναθέτοντα Φορέα και
γ) δεν υπάρχει άμεση ιδιωτική κεφαλαιακή συμμετοχή στο ελεγχόμενο νομικό πρόσωπο, με εξαίρεση μειοψηφικές και χωρίς δυνατότητα αρνησικυρίας μορφές ιδιωτικής κεφαλαιακής συμμετοχής που απαιτούνται από τις ισχύουσες εθνικές νομοθετικές διατάξεις, σύμφωνα με τις Συνθήκες, οι οποίες δεν ασκούν αποφασιστική επιρροή στο ελεγχόμενο νομικό πρόσωπο.
Η Αναθέτουσα Αρχή ή ο Αναθέτων Φορέας όπως ορίζεται στο στοιχείο α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 4 θεωρείται ότι ασκεί έλεγχο επί ενός νομικού προσώπου παρόμοιο με τον έλεγχο που ασκεί στις υπηρεσίες της/του κατά την έννοια του στοιχείου α΄ της παρούσας παραγράφου, όταν ασκεί αποφασιστική επιρροή τόσο στους στρατηγικούς στόχους όσο και στις σημαντικές αποφάσεις του ελεγχόμενου νομικού προσώπου. Ο έλεγχος μπορεί επίσης να ασκείται από άλλο νομικό πρόσωπο, το οποίο με τη σειρά του ελέγχεται κατά τον ίδιο τρόπο από την Αναθέτουσα Αρχή ή τον Αναθέτοντα Φορέα.
- Η παράγραφος 1 εφαρμόζεται επίσης και όταν ένα ελεγχόμενο νομικό πρόσωπο, το οποίο είναι Αναθέτουσα Αρχή ή Αναθέτων Φορέας όπως ορίζεται στο στοιχείο α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 4, αναθέτει Σύμβαση Παραχώρησης στην Αναθέτουσα Αρχή ή τον Αναθέτοντα Φορέα που το ελέγχει ή σε άλλο νομικό πρόσωπο που τελεί υπό τον έλεγχο της ίδιας Αναθέτουσας Αρχής ή Αναθέτοντος Φορέα, εφόσον δεν υπάρχει άμεση ιδιωτική κεφαλαιακή συμμετοχή στο νομικό πρόσωπο στο οποίο ανατίθεται η Σύμβαση Παραχώρησης, με εξαίρεση μειοψηφικές και χωρίς δυνατότητα αρνησικυρίας μορφές ιδιωτικής κεφαλαιακής συμμετοχής που απαιτούνται από τις εθνικές νομοθετικές διατάξεις, σύμφωνα με τις Συνθήκες, οι οποίες δεν ασκούν αποφασιστική επιρροή στο ελεγχόμενο νομικό πρόσωπο.
- Μια Αναθέτουσα Αρχή ή ένας Αναθέτων Φορέας όπως ορίζεται στο στοιχείο α) της παραγράφου 1 του άρθρου 4 που δεν ασκεί επί νομικού προσώπου ιδιωτικού ή δημοσίου δικαίου έλεγχο υπό την έννοια της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου μπορεί εντούτοις να αναθέσει Σύμβαση Παραχώρησης στο εν λόγω νομικό πρόσωπο χωρίς να εφαρμόσει τον παρόντα νόμο, εφόσον πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) η Αναθέτουσα Αρχή ή ο Αναθέτων Φορέας, όπως ορίζεται στο στοιχείο α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 4, ασκεί από κοινού με άλλες Αναθέτουσες Αρχές ή Αναθέτοντες Φορείς έλεγχο επί του εν λόγω νομικού προσώπου ανάλογο εκείνου που ασκεί στις υπηρεσίες της/του.
β) πάνω από το 80 % των δραστηριοτήτων του εν λόγω νομικού προσώπου πραγματοποιείται κατά την εκτέλεση καθηκόντων που του έχουν ανατεθεί από τις ελέγχουσες Αναθέτουσες Αρχές ή τους ελέγχοντες Αναθέτοντες Φορείς ή από άλλα νομικά πρόσωπα που ελέγχονται από τις ίδιες Αναθέτουσες Αρχές ή Αναθέτοντες Φορείς, και
γ) δεν υπάρχει άμεση ιδιωτική κεφαλαιακή συμμετοχή στο ελεγχόμενο νομικό πρόσωπο, με εξαίρεση μειοψηφικές και χωρίς δυνατότητα αρνησικυρίας μορφές ιδιωτικής κεφαλαιακής συμμετοχής που απαιτούνται από τις εθνικές νομοθετικές διατάξεις, οι οποίες είναι σύμφωνες με τις Συνθήκες και οι οποίες δεν ασκούν αποφασιστική επιρροή στο ελεγχόμενο νομικό πρόσωπο.
Για τους σκοπούς του στοιχείου α΄ της παρούσας παραγράφου, θεωρείται ότι οι Αναθέτουσες Αρχές ή οι Αναθέτοντες Φορείς όπως ορίζονται στο στοιχείο α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 4 ασκούν από κοινού έλεγχο επί νομικού προσώπου εφόσον πληρούνται σωρευτικά οι κατωτέρω προϋποθέσεις:
- i) τα όργανα λήψης αποφάσεων του ελεγχόμενου νομικού προσώπου απαρτίζονται από εκπροσώπους όλων των Αναθετουσών Αρχών ή Αναθετόντων Φορέων που συμμετέχουν. Ο ίδιος εκπρόσωπος μπορεί να εκπροσωπεί πολλές ή όλες τις Αναθέτουσες Αρχές ή τους Αναθέτοντες Φορείς που συμμετέχουν.
- ii) οι εν λόγω Αναθέτουσες Αρχές ή Αναθέτοντες Φορείς είναι σε θέση να ασκούν από κοινού αποφασιστική επιρροή στους στρατηγικούς στόχους και τις σημαντικές αποφάσεις του ελεγχόμενου νομικού προσώπου, και
iii) το ελεγχόμενο νομικό πρόσωπο δεν επιδιώκει συμφέροντα αντίθετα από τα συμφέροντα των ελεγχουσών Αναθετουσών Αρχών ή των ελεγχόντων Αναθετόντων Φορέων.
- Σύμβαση που συνάπτεται αποκλειστικά μεταξύ δύο ή περισσότερων Αναθετουσών Αρχών ή Αναθετόντων Φορέων όπως ορίζονται στο στοιχείο α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 4 δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος, εφόσον πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) η σύμβαση θεσπίζει ή υλοποιεί συνεργασία μεταξύ των συμμετεχουσών Αναθετουσών Αρχών ή των συμμετεχόντων Αναθετόντων Φορέων η οποία αποσκοπεί να διασφαλίσει ότι οι δημόσιες υπηρεσίες που πρέπει να παρέχουν αποβλέπουν στην επίτευξη κοινών στόχων,
β) η υλοποίηση της εν λόγω συνεργασίας λαμβάνει αποκλειστικά υπόψη το δημόσιο συμφέρον και
γ) οι συμμετέχουσες Αναθέτουσες Αρχές ή οι συμμετέχοντες Αναθέτοντες Φορείς εκτελούν στην ελεύθερη αγορά λιγότερο από το 20 % των δραστηριοτήτων που άπτονται της συνεργασίας.
- Για τον προσδιορισμό του ποσοστού των δραστηριοτήτων που αναφέρεται στο στοιχείο β΄ της παραγράφου 1, στο στοιχείο β΄ της παραγράφου 3 και στο στοιχείο γ΄της παραγράφου 4, λαμβάνεται υπόψη ο μέσος συνολικός κύκλος εργασιών ή άλλο ενδεδειγμένο μέτρο που βασίζεται στις δραστηριότητες, όπως το κόστος που βαρύνει το συγκεκριμένο νομικό πρόσωπο, Αναθέτουσα Αρχή ή Αναθέτοντα Φορέα κατά το στοιχείο α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 4, όσον αφορά υπηρεσίες, αγαθά και έργα κατά την τριετία που προηγείται της ανάθεσης της σύμβασης.
Όταν, λόγω της ημερομηνίας σύστασης ή έναρξης λειτουργίας του συγκεκριμένου νομικού προσώπου, Αναθέτουσας Αρχής ή Αναθέτοντος Φορέα, ή λόγω αναδιοργάνωσης των δραστηριοτήτων του, ο κύκλος εργασιών ή άλλο μέτρο που βασίζεται στις δραστηριότητες, όπως το κόστος, είτε δεν είναι διαθέσιμο για την τελευταία τριετία είτε δεν είναι πλέον ενδεδειγμένο, αρκεί να αποδειχθεί η αξιοπιστία της μέτρησης της δραστηριότητας, ιδίως με προβολές επιχειρηματικών δραστηριοτήτων.
- α. Με απόφαση του Υπουργού Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων, που έχει τις αρμοδιότητες της Γενικής Γραμματείας Υποδομών και του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού, που εκδίδεται εντός έξι (6) μηνών από τη δημοσίευση του παρόντος, καθορίζονται η στελέχωση και οι προδιαγραφές επάρκειας όλων εν γένει των τεχνικών υπηρεσιών των αναθετουσών αρχών και φορέων, για την προετοιμασία, τη διεξαγωγή της διαδικασίας ανάθεσης και την εποπτεία ή επίβλεψη σύμβασης παραχώρησης έργου, ανάλογα με τον προϋπολογισμό τους, το είδος και τη κατηγορία τους, το μέγεθος και την πολυπλοκότητα των έργων.
β. Σε περίπτωση που υπηρεσία δεν πληροί τις προδιαγραφές επάρκειας, που προβλέπονται από την ανωτέρω κοινή απόφαση των Υπουργών θεωρείται υπηρεσία που δεν έχει τεχνική επάρκεια και τα έργα και οι μελέτες αρμοδιότητας της ανατίθενται με προγραμματική σύμβαση στην τεχνική υπηρεσία του εποπτεύοντος φορέα ή της περιφέρειας ή σε άλλη τεχνική υπηρεσία του κεντρικού δημόσιου τομέα (εντολοδόχος).
Στην εν λόγω προγραμματική σύμβαση θα ορίζονται τουλάχιστον:
βα) Το αντικείμενο της σύμβασης, το πρόγραμμα εκτέλεσης της μελέτης ή υπηρεσίας και η προεκτιμώμενη συνολική δαπάνη, ββ) τα καθήκοντα της εντολοδόχου, βγ) Ο τρόπος κάλυψης των αναγκαίων για την εκπλήρωση της σύμβασης δαπανών της εντολοδόχου και οι λεπτομέρειες της καταβολής της, βδ) οι ποινικές ρήτρες και άλλες συνέπειες σε βάρος της εντολοδόχου σε περίπτωση υπαίτιας πλημμελούς εκπλήρωσης της εντολής, βε) οι όροι διαπίστωσης της εκπλήρωσης των καθηκόντων της εντολοδόχου και της λήξης της εντολής, βστ) ο τρόπος και οι όροι χρηματοδότησης των συμβάσεων που θα αναθέτει η εντολοδόχος αναθέτουσα Αρχή, βζ)οι όροι άσκησης του τεχνικού, οικονομικού και λογιστικού ελέγχου του κυρίου του έργου κατά τις φάσεις εκπλήρωσης της εντολής και βη) οι πράξεις και ενέργειες της εντολοδόχου πριν από τις οποίες απαιτείται η προηγούμενη έγκριση του κυρίου του έργου.
γ. Η εντολοδόχος ευθύνεται έναντι του κυρίου του Έργου για την καλή εκτέλεση των καθηκόντων της και έναντι των τρίτων ευθύνεται εις ολόκληρον με τον κύριο του Έργου. Αν στην σύμβαση δεν ορίζεται διαφορετικά, εκπροσωπεί δικαστικώς και εξωδίκως τον κύριο του έργου έναντι των τρίτων κατά την ενάσκηση των καθηκόντων της έως την λήξη της εντολής. Αποφαινόμενα όργανα της συγκεκριμένης κάθε φορά σύμβασης είναι τα αρμόδια όργανα της εντολοδόχου.
Η παράγραφος 17.6 αποτελεί προσθήκη του εθνικού νομοθέτη και δεν έχει άμεση συνάφεια με τα θέματα που ρυθμίζει το άρθρο 17 της Οδηγίας 2014/23/ΕΕ. Επιπρόσθετα όπως διατυπώνεται αφορά συμβάσεις παραχώρησης που έχουν αντικείμενο τεχνικό έργο και κατά συνέπεια δεν αφορά το σύνολο του αντικειμένου της οδηγίας και ενδέχεται να οδηγήσει σε προβλήματα κατά την εφαρμογή. Είναι δυνατόν Αναθέτουσα Αρχή που επιθυμεί να συνάψει σύμβαση παραχώρησης κοινωνικών, υγειονομικών και συναφών υπηρεσιών ή διοικητικών, εκπαιδευτικών και πολιτιστικών υπηρεσιών κλπ.κλπ., να μην έχει «επαρκή» τεχνική υπηρεσία και κατά συνέπεια, σύμφωνα με το άρθρο 17.6, θα πρέπει να απευθυνθεί στην εποπτεύουσα αρχή αν και η αρμόδια διοικητική υπηρεσία να είναι επαρκέστατη για την διεξαγωγή της συγκεκριμένης σύμβασης παραχώρησης.
Προτείνεται η συγκεκριμένη παράγραφος να τεθεί εκτός του άρθρου 17 και να γίνεται σαφής αναφορά στα αντικείμενα που καλύπτει η συγκεκριμένη διάταξη.
Επί της ουσίας της προτεινόμενης ρύθμισης επισημαίνεται ότι δεν λαμβάνει υπόψη τις υπάρχουσες συνθήκες και δομές των Αναθετουσών Αρχών και Φορέων κυρίως των ευρισκομένων στην Περιφέρεια αλλά και σε πολλές κεντρικές Αρχές. Εχοντας γνώση των υφισταμένων συνθηκών, θεωρείται ότι για περισσότερες δράσεις των περιφερειακών φορέων, θα ζητείται η σύναψη προγραμματικών συμβάσεων με τους αντιστοίχως «υπέρτερους» ή «εποπτεύοντες» φορείς. Αν και η διαδικασία αυτή παρουσιάζεται να έχει ορθολογική βάση εντούτοις θα προκαλέσει προβλήματα κατά την εφαρμογή καθώς η πιθανολογούμενη «επάρκεια» των υπερτέρων φορέων για τις δικές τους δράσεις θα εξελιχθεί σε «ανεπάρκεια» εφόσον κληθούν να καλύψουν τους υποκείμενους «ανεπαρκείς» φορείς. Είναι αυτονόητο ότι το φαινόμενο θα παρατηρηθεί και στους κεντρικούς φορείς εφόσον θα κληθούν να καλύψουν φορείς από όλη την Επικράτεια.
Προτείνεται να τεθεί ως εναλλάκτική λύση η πρόβλεψη της ανάθεσης με σύμβαση υπηρεσιών Τεχνικού Συμβούλου, η προετοιμασία του φακέλου της διαδικασίας, η υποβοήθηση της ΑΑ/ΑΦ στην διαδικασία διακήρυξης, στην διαδικασία αξιολόγησης καθώς και στην διαδικασία υλοποίησης της σύμβασης. Η ανάθεση της σύμβασης Τεχνικού Συμβούλου, θα γίνεται με τις διατάξεις της εκάστοτε ισχύουσας νομοθεσίας περί δημοσίων συμβάσεων. Ο χαρακτηρισμός του φορέα ως «ανεπαρκή», αποτελεί αιτιολόγηση για την δυνατότητα προσφυγής στην διαδικασία ανάθεσης σύμβασης υπηρειών Τεχνικού Συμβούλου.
Συγκεκριμένα στο εδάφιο β.
«β. Σε περίπτωση που υπηρεσία δεν πληροί τις προδιαγραφές επάρκειας, που προβλέπονται από την ανωτέρω κοινή απόφαση των Υπουργών θεωρείται υπηρεσία που δεν έχει τεχνική επάρκεια και τα έργα και οι μελέτες αρμοδιότητας της ανατίθενται με προγραμματική σύμβαση στην τεχνική υπηρεσία του εποπτεύοντος φορέα ή της περιφέρειας ή σε άλλη τεχνική υπηρεσία του κεντρικού δημόσιου τομέα (εντολοδόχος).»
προτείνεται να τεθεί στο τέλος του εδαφίου η προσθήκη
«..ή να επιλέξει την ανάθεση των ανωτέρω υπηρεσιών σε Τεχνικό Σύμβουλο, με τις εκάστοτε διαδικασίες περί δημοσιών συμβάσεων».