1. Ο καταναλωτής δικαιούται ανά πάσα στιγμή να εκπληρώσει το σύνολο ή μέρος των υποχρεώσεών του που απορρέουν από τη σύμβαση πίστωσης. Στις περιπτώσεις αυτές, δικαιούται μείωση του συνολικού κόστους της πίστωσης που συνίσταται στους τόκους και τις επιβαρύνσεις για το εναπομένον διάστημα της σύμβασης.
2. Σε περίπτωση πρόωρης εξόφλησης της πίστωσης, ο πιστωτικός φορέας δικαιούται εύλογης και αντικειμενικά αιτιολογημένης αποζημίωσης για ενδεχόμενα έξοδα που έχουν άμεση σχέση με την πρόωρη εξόφληση της πίστωσης, υπό την προϋπόθεση ότι η πρόωρη εξόφληση πραγματοποιείται εντός χρονικού διαστήματος για το οποίο έχει συμφωνηθεί σταθερό επιτόκιο χορηγήσεων.
Η εν λόγω αποζημίωση δεν δύναται να υπερβαίνει τα ακόλουθα ποσά:
α) το 1 % του ποσού της πίστωσης που εξοφλείται πρόωρα, εφόσον το χρονικό διάστημα μεταξύ της πρόωρης εξόφλησης και της συμφωνηθείσας λήξης της σύμβασης πίστωσης υπερβαίνει το ένα έτος. Εάν το χρονικό αυτό διάστημα δεν υπερβαίνει το ένα έτος, η αποζημίωση δεν μπορεί να υπερβαίνει το 0,5 % του ποσού της πίστωσης που εξοφλείται πρόωρα,
β) το ποσό των τόκων που θα είχε καταβάλει ο καταναλωτής κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ της πρόωρης εξόφλησης και της συμφωνηθείσας ημερομηνίας λήξης της σύμβασης πίστωσης.
3. Δεν χωρεί αξίωση αποζημίωσης για πρόωρη εξόφληση:
α) εφόσον η εξόφληση πραγματοποιείται δυνάμει ασφαλιστικού συμβολαίου, το οποίο προβλέπει παροχή εγγύησης για την εξόφληση της πίστωσης,
β) σε περιπτώσεις διευκολύνσεων υπερανάληψης,
γ) εφόσον η εξόφληση πραγματοποιείται εντός χρονικού διαστήματος για το οποίο δεν έχει συμφωνηθεί σταθερό επιτόκιο χορηγήσεων, ή
δ) εφόσον οι περιλαμβανόμενες στη σύμβαση πίστωσης πληροφορίες σχετικά με τη διάρκεια της σύμβασης κατά το στοιχείο γ) της παραγράφου 2 του άρθρου 10 και το στοιχείο γ) της παραγράφου 5 του άρθρου 10, το δικαίωμα καταγγελίας του καταναλωτή κατά το στοιχείο ιθ) της παραγράφου 2 του άρθρου 10 ή το δικαίωμα πρόωρης εξόφλησης κατά το στοιχείο ιη) της παραγράφου 2 του άρθρου 10 δεν είναι πλήρεις.
4. Ο πιστωτικός φορέας μπορεί να αξιώνει την εν λόγω αποζημίωση μόνον ως προς το ποσό της πρόωρης εξόφλησης που υπερβαίνει το ποσό των 10.000 ευρώ σε οποιοδήποτε διάστημα 12 μηνών.
Δεν είναι ξεκάθαρο αν στην παράγραφο 2 τα σημεία α και β λειτουργούν αθροιστικά ή λαμβάνεται υπόψιν το μικρότερο από τα δύο. Ας υποθέσουμε λοιπόν ότι το ποσό της πίστωσης που εξωφλείται πρόωρα είναι 10.000 ευρώ, ο χρόνος που απομένει μέχρι τη λήξη του δανείου είναι 20 μήνες και οι τόκοι που θα πλήρωνε ο καταναλωτής μέχρι τη λήξη είναι 1.000 ευρώ. Η αποζημίωση θα είναι 1.100 ευρώ (1%*10.000=100 συν τα 1.000 ευρώ των τόκων)ή μόνο 100 ευρώ καθώς είναι το μικρότερο από τα 2 ποσά;Αν ισχύει η δεύτερη περίπτωση τότε η συγκεκριμένη φράση θα έπρεπε να είναι » εν λόγω αποζημίωση δεν δύναται να υπερβαίνει οποιοδήποτε από τα ακόλουθα ποσά»
Δεν είναι ξεκάθαρο αν στην παράγραφο 2 τα σημεία α και β λειτουργούν αθροιστικά ή λαμβάνεται υπόψιν το μικρότερο από τα δύο. Πχ, αν το ποσό της πίστωσης που εξωφλείται πρόωρα είναι 10.000 ευρώ, ο χρόνος που απομένει είναιμέχρι τη λήξη του δανείου είναι 20 μήνες και οι τόκοι είναι που θα πλήρωνε ο καταναλωτής μέχρι τη λήξη είναι 1.000 ευρώ. Η αποζημίωση θα είναι 1.100 ευρώ (1%*10.000=100 συν τα 1.000 ευρώ των τόκων)ή μόνο 100 ευρώ καθώς είναι το μικρότερο από τα 2 ποσά;Αν ισχύει η δεύτερη περίπτωση τότε η συγκεκριμένη φράση θα έπρεπε να είναι » εν λόγω αποζημίωση δεν δύναται να υπερβαίνει οποιοδήποτε από τα ακόλουθα ποσά»
Το πρόβλημα στην Ελλάδα είναι ηθικής τάξης και οχι οικονομικό.Οποιος είναι ισχυρός προσπαθεί να εκμεταλλευτεί αυτούς πού είναι ανίσχυροι για να κερδίσει χρήματα και να ζήσει αυτός και η οικογένεια του πλουσιοπάροχα.Αυτό δεν ισχύει μόνο για τις τράπεζες,αλλά για όλη την κοινωνία μας.Ο Γιατρός θέλει περισσότερα χρήματα γιατί θεωρεί πως η δουλειά που προσφέρει δεν αμείβεται όσο θά έπρεπε.Ζητά λοιπόν χρήματα απο τον ασθενή τον ανίσχυρο για να τον περιθάλψει ή για να τον εγχειρήσει.Ο Μηχανικός που πουλά ένα διαμέρισμα ζητά απο τον αγοραστή τον ανίσχυρο υπεραυξημένες τιμές γιατί θεωρεί ότι δεν αμείβεται όσο θα έπρεπε.Ο Δικηγόρος ζητά υπέρογκα ποσά για την υπεράσπιση του κατηγορουμένου του ανίσχυρου και τις περισσότερες φορές επιδιώκει και επιπλέον χρήματα μετά την αθώωση του γιατί θεωρεί πως προσέφερε περισσότερα απο όσο αμείβεται.
Ο Συμβολαιογράφος που είναι δημόσιος λειτουργός ζητά κατά την σύνταξη ενός συμβολαίου διπλάσια και τριπλάσια χρήματα απο τον αγοραστή τον ανίσχυρο γιατί θεωρεί ότι η αντικειμενική αξία του ακινήτου πού αναγράφεται στο συμβόλαιο είναι χαμηλή με τα σημερινά δεδομένα.Θεωρεί πως ο μηχανικός κέρδισε πολύ περισσότερα απο τον ίδιο και τον αγοραστή
και απειλεί και τους δύο -στην πραγματικότητα τον αγοραστή-πως εαν δεν πάρει τα χρήματα που θέλει θα «βγάλει» το συμβόλαιο άκυρο.Όταν ο αγοραστής πληρώσει τα ζητούμενα, στο συμβόλαιο αναγράφεται ένα ποσό υπολογιζόμενο φυσικά σύμφωνα με την αντικειμενική αξία και είναι δύο με τρείς φορές λιγότερο απο αυτό που εισέπραξε.Ο πολεοδόμος, ο εφοριακός, ο έμπορος, ο βιομήχανος,ο τραπεζίτης ….
Είναι τόσο μεγάλη και μακριά η λίστα που ξεφεύγει «της διαβούλευσης» για αυτό θα αναφερθούμε μόνο στον τραπεζίτη.
Ο τραπεζίτης λοιπόν που δίνει το μέσον, τα χρήματα για να κινηθεί όλο αυτό το σύστημα -η οικονομία όπως λέγεται-είναι δυνατόν να χάσει?.Αυτός λοιπόν, όχι μόνο δεν θα πρέπει να χάσει αλλά θα πρέπει να κερδίζει περισσότερα απ’ολους.Γι αυτό σκαρφίστηκε τα έξοδα φακέλου,την ποινή προεξόφλησης,το ΣΕΠΠΕ,το euribor,την πιστωτική κάρτα με επιτόκιο 16-20%, το καταναλωτικό δάνειο με 10-16%,την μηνιαία καταβολή τόκων που υπολογίζεται σύμφωνα με αλχημείες του ιδίου.Η ληστρικότητα που μίλησε ο πρωθυπουργός για τα επιτόκια που δανείζεται η Ελλάδα είναι πρώτα μέσα μας ζει και κατατρώει τα σωθικά μας…
Η περίπτωση της παραγράφου 2 περίπτωση β (καταβολή ως αποζημίωσης του ποσού των τόκων που θα είχαν καταβληθεί από το διάστημα της πρόωρης εξόφλησης μέχρι τη λήξη της σύμβασης)θα πρέπει να απαλειφθεί καθώς δεν προστατεύει τους απλούς καταναλωτές αφού η τράπεζα θα επιλέγει την περίπτωση β αντί της α (1% ή 0,5% επί του ποσού του δανείου που εξοφλείται) και επομένως οι καταναλωτές δεν θα έχουν κίνητρο να προβούν στην πρόωρη εξόφληση, εκτός αν το δικαίωμα επιλογής ανήκει στους καταναλωτές.