α) «καταναλωτής»: κάθε φυσικό πρόσωπο το οποίο, με τις δικαιοπραξίες που καλύπτει η παρούσα απόφαση, επιδιώκει σκοπούς που δεν σχετίζονται με την εμπορική, επιχειρηματική ή επαγγελματική δραστηριότητά του,
β) «πιστωτικός φορέας»: κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που χορηγεί ή υπόσχεται να χορηγήσει πίστωση στο πλαίσιο της εμπορικής, επιχειρηματικής ή επαγγελματικής του δραστηριότητας,
γ) «σύμβαση πίστωσης»: σύμβαση δυνάμει της οποίας πιστωτικός φορέας χορηγεί ή υπόσχεται να χορηγήσει σε καταναλωτή πίστωση με τη μορφή προθεσμιακής καταβολής, δανείου ή οποιασδήποτε άλλης παρόμοιας χρηματοδοτικής διευκόλυνσης, με εξαίρεση τις συμβάσεις που συνάπτονται για τη συνεχή παροχή υπηρεσιών ή για την προμήθεια αγαθών του ίδιου είδους, δυνάμει των οποίων ο καταναλωτής καταβάλλει με δόσεις το τίμημα για τις εν λόγω υπηρεσίες ή αγαθά κατά τη διάρκεια της παροχής τους,
δ) «δυνατότητα υπερανάληψης»: έγγραφη ή επί άλλου σταθερού μέσου σύμβαση πίστωσης με την οποία πιστωτικός φορέας καθιστά διαθέσιμα σε καταναλωτή κεφάλαια που υπερβαίνουν το τρέχον υπόλοιπο του τρεχούμενου λογαριασμού του καταναλωτή,
ε) «υπέρβαση»: σιωπηρή αποδοχή υπερανάληψης στο πλαίσιο της οποίας ο πιστωτικός φορέας καθιστά διαθέσιμα σε καταναλωτή κεφάλαια που υπερβαίνουν το τρέχον υπόλοιπο του τρεχούμενου λογαριασμού του καταναλωτή ή τη συμφωνημένη δυνατότητα υπερανάληψης,
στ) «μεσίτης πιστώσεων»: φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο δεν ενεργεί ως πιστωτικός φορέας και το οποίο, στο πλαίσιο της εμπορικής, επιχειρηματικής ή επαγγελματικής του δραστηριότητας, έναντι αμοιβής, η οποία μπορεί να είναι χρηματική ή να έχει οποιαδήποτε άλλη συμφωνηθείσα μορφή οικονομικού ανταλλάγματος:
i) παρουσιάζει ή προσφέρει συμβάσεις πίστωσης στους καταναλωτές, ή
ii) βοηθά τους καταναλωτές για τη σύναψη συμβάσεων πίστωσης αναλαμβάνοντας προπαρασκευαστικές εργασίες διαφορετικές από αυτές του σημείου i).
ζ)»συνολικό κόστος της πίστωσης για τον καταναλωτή»: το σύνολο των επιβαρύνσεων, συμπεριλαμβανομένων των τόκων, των προμηθειών, των φόρων, των αμοιβών και των κάθε άλλου είδους επιβαρύνσεων, που καλείται να πληρώσει ο καταναλωτής για τη σύμβαση πίστωσης και τα οποία γνωρίζει ο πιστωτικός φορέας, εκτός των συμβολαιογραφικών δαπανών. Tο κόστος που αφορά συμπληρωματικές υπηρεσίες σχετικές με τη σύμβαση πίστωσης, ιδίως τα ασφάλιστρα, περιλαμβάνεται επίσης αν, επιπλέον, η σύναψη της σύμβασης συμπληρωματικής υπηρεσίας είναι υποχρεωτική για τη χορήγηση της πίστωσης ή για τη χορήγησή της υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις που διαφημίζονται,
η) «συνολικό ποσό πληρωτέο από τον καταναλωτή»: το άθροισμα του συνολικού ύψους της πίστωσης και του συνολικού κόστους αυτής για τον καταναλωτή,
θ) «Συνολικό Ετήσιο Πραγματικό Ποσοστό Επιβάρυνσης (ΣΕΠΠΕ)»: το συνολικό κόστος της πίστωσης για τον καταναλωτή, εκφραζόμενο ως ετήσιο ποσοστό του συνολικού ποσού της πίστωσης συμπεριλαμβανομένου, εφόσον συντρέχει περίπτωση, του κόστους σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 2 της παρούσας απόφασης,
ι) «επιτόκιο χορηγήσεων»: το επιτόκιο, εκφραζόμενο ως σταθερό ή μεταβλητό ποσοστό, το οποίο εφαρμόζεται σε ετήσια βάση στο ποσό της πίστωσης που αναλαμβάνεται (drawn down),
ια) «σταθερό επιτόκιο χορηγήσεων»: το επιτόκιο χορηγήσεων το οποίο, στη σύμβαση πίστωσης μεταξύ του πιστωτικού φορέα και του καταναλωτή, συμφωνείται να είναι το ίδιο για όλη τη διάρκεια της σύμβασης πίστωσης ή για συγκεκριμένες χρονικές περιόδους. Αν η σύμβαση πίστωσης δεν ορίζει όλα τα επιτόκια χορηγήσεων, σταθερό επιτόκιο χορηγήσεων τεκμαίρεται ότι ορίζεται μόνο για τις χρονικές περιόδους για τις οποίες ορίζεται αποκλειστικά σταθερό ποσοστό, που συμφωνείται κατά τη σύναψη της σύμβασης πίστωσης,
ιβ) «συνολικό ποσό της πίστωσης»: το ανώτατο όριο ή το σύνολο των ποσών που καθίστανται διαθέσιμα βάσει σύμβασης πίστωσης,
ιγ) «σταθερό μέσο»: κάθε μέσο που επιτρέπει στον καταναλωτή να αποθηκεύει πληροφορίες απευθυνόμενες προσωπικά σε αυτόν, κατά τρόπο προσπελάσιμο για μελλοντική αναδρομή επί χρονικό διάστημα επαρκές για τους σκοπούς που εξυπηρετούν οι παρεχόμενες πληροφορίες και το οποίο επιτρέπει την ακριβή αναπαραγωγή των αποθηκευμένων πληροφοριών,
ιδ) «συνδεδεμένη σύμβαση πίστωσης»: σύμβαση πίστωσης στην οποία:
i) η χορηγούμενη πίστωση εξυπηρετεί αποκλειστικά την εξ ολοκλήρου ή εν μέρει χρηματοδότηση σύμβασης που αφορά την παροχή συγκεκριμένων αγαθών ή συγκεκριμένης υπηρεσίας και
ii) οι δύο αυτές συμβάσεις συνιστούν αντικειμενικά μια οικονομική ενότητα. Θεωρείται ότι υφίσταται οικονομική ενότητα όταν ο προμηθευτής του αγαθού ή ο παρέχων την υπηρεσία χρηματοδοτεί ο ίδιος την πίστωση του καταναλωτή ή, σε περίπτωση χρηματοδότησης της πίστωσης από τρίτο πρόσωπο, εφόσον ο πιστωτικός φορέας χρησιμοποιεί τις υπηρεσίες του προμηθευτή του αγαθού ή του παρέχοντος την υπηρεσία για τη σύναψη ή την προετοιμασία της σύμβασης πίστωσης, ή αν τα συγκεκριμένα αγαθά ή η παροχή της συγκεκριμένης υπηρεσίας προσδιορίζονται ρητά στη σύμβαση πίστωσης.
(Το παρόν σχόλιο υποβάλλεται εκ νέου λόγω επειδή για αδιευκρίνιστους λόγους δεν δημοσιεύθηκε την προηγούμενη φορά που υποβλήθηκε).
Το γεγονός ότι ο κοινοτικός νομοθέτης επέλεξε να υπαναχωρήσει από την ορολογική του επιλογή για το «Συνολικό Ετήσιο Ποσοστό Πραγματικής Επιβάρυνσης» και επανήλθε με τη ρύθμιση της Οδηγίας 2008/48/ΕΚ (εφεξής: η Οδηγία, ή, απλώς, Οδ.) στην αρχική ορολογία της Οδηγίας 87/102/ΕΚ, που έκανε λόγο για «Συνολικό Ετήσιο Πραγματικό Επιτόκιο», σε συνδυασμό με το γεγονός ότι κατά τις αιτιολογικές σκέψεις αριθ. 9 & 10 του Προοιμίου της Οδηγίας 2008/48/ΕΚ, ότι δεν επιτρέπεται απόκλιση από το περιεχόμενο της Οδ. παρά μόνο στα ζητήματα που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής, συνάγεται ότι η επιμονή του νομοθέτη στο άρθ. 3 περ. θ΄ του προσχεδίου Κοινής Υπουργικής Απόφασης (εφεξής: ΠρσχΚΥΑ) στο μέχρι τώρα ισχύοντα όρο δύσκολα συμβιβάζεται, αν συμβιβάζεται, με τις ρυθμίσεις της Οδηγίας. Ανάλογα ισχύουν και για τους υπόλοιπους όρους του άρθ. 3 ΠρσχΚΥΑ που αποκλίνουν από την ορολογία της Οδ., δηλ. της περ. ι΄ «επιτόκιο χορηγήσεων» (Οδ.: «χρεωστικό επιτόκιο») και περ. ια΄ «σταθερό επιτόκιο χορηγήσεων» (Οδ.: «σταθερό χρεωστικό επιτόκιο»).
ΣΙΜΟΣ Ι. ΣΑΜΑΡΑΣ – Δικηγόρος
Υπ. Διδάκτορας Νομικής Πανεπιστημίου Αθηνών
http://www.nomologio.wordpress.com
Το γεγονός ότι ο κοινοτικός νομοθέτης επέλεξε να υπαναχωρήσει από την ορολογική του επιλογή για το «Συνολικό Ετήσιο Ποσοστό Πραγματικής Επιβάρυνσης» και επανήλθε με τη ρύθμιση της Οδηγίας 2008/48/ΕΚ (εφεξής: η Οδηγία, ή, απλώς, Οδ.) στην αρχική ορολογία της Οδηγίας 87/102/ΕΚ, που έκανε λόγο για «Συνολικό Ετήσιο Πραγματικό Επιτόκιο», σε συνδυασμό με το γεγονός ότι κατά τις αιτιολογικές σκέψεις αριθ. 9 & 10 του Προοιμίου της Οδηγίας 2008/48/ΕΚ, ότι δεν επιτρέπεται απόκλιση από το περιεχόμενο της Οδ. παρά μόνο στα ζητήματα που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής, συνάγεται ότι η επιμονή του νομοθέτη στο άρθ. 3 περ. θ΄ του προσχεδίου Κοινής Υπουργικής Απόφασης (εφεξής: ΠρσχΚΥΑ) στο μέχρι τώρα ισχύοντα όρο δύσκολα συμβιβάζεται, αν συμβιβάζεται, με τις ρυθμίσεις της Οδηγίας. Ανάλογα ισχύουν και για τους υπόλοιπους όρους του άρθ. 3 ΠρσχΚΥΑ που αποκλίνουν από την ορολογία της Οδ., δηλ. της περ. ι΄ «επιτόκιο χορηγήσεων» (Οδ.: «χρεωστικό επιτόκιο») και περ. ια΄ «σταθερό επιτόκιο χορηγήσεων» (Οδ.: «σταθερό χρεωστικό επιτόκιο»).
ΣΙΜΟΣ Ι. ΣΑΜΑΡΑΣ – Δικηγόρος
Υπ. Διδάκτορας Νομικής Πανεπιστημίου Αθηνών
http://www.nomologio.wordpress.com