1.Οι διατάξεις της παρούσας απόφασης εφαρμόζονται στις συμβάσεις πίστωσης.
2. Από το πεδίο εφαρμογής της παρούσας απόφασης εξαιρούνται:
α) οι συμβάσεις πίστωσης που εξασφαλίζονται με εμπράγματη ασφάλεια επί ακινήτου,
β) οι συμβάσεις πίστωσης σκοπός των οποίων είναι η απόκτηση ή διατήρηση εμπραγμάτων δικαιωμάτων επί εγγείου ιδιοκτησίας ή επί υπάρχοντος ή υπό κατασκευή κτιρίου,
γ) οι συμβάσεις πίστωσης που αφορούν συνολικό ποσό πίστωσης μικρότερο των 200 ευρώ ή μεγαλύτερο των 75.000 ευρώ,
δ) οι συμβάσεις μίσθωσης ή χρηματοδοτικής μίσθωσης στις οποίες ούτε η ίδια η σύμβαση ούτε τυχόν άλλη αυτοτελής σύμβαση ορίζουν υποχρέωση αγοράς του αντικειμένου της σύμβασης. Η ύπαρξη υποχρέωσης θεωρείται ότι υφίσταται όταν αποφασίζεται μονομερώς από τον πιστωτικό φορέα,
ε) οι συμβάσεις πίστωσης με τη μορφή δυνατότητας υπερανάληψης, σύμφωνα με τους όρους των οποίων η πίστωση πρέπει να εξοφληθεί σε διάστημα ενός μηνός,
στ) οι συμβάσεις πίστωσης με τις οποίες η πίστωση χορηγείται άτοκα και χωρίς άλλες επιβαρύνσεις καθώς και οι συμβάσεις πίστωσης σύμφωνα με τους όρους των οποίων η πίστωση πρέπει να εξοφληθεί σε διάστημα τριών μηνών και η καταβλητέα για την πίστωση επιβάρυνση είναι ασήμαντη,
ζ) οι συμβάσεις πίστωσης, με τις οποίες η πίστωση χορηγείται από εργοδότη στους εργαζομένους του ως δευτερεύουσα δραστηριότητα άτοκα ή με συνολικό ετήσιο πραγματικό ποσοστό επιβάρυνσης χαμηλότερο από εκείνα που επικρατούν στην αγορά, και τα οποία δεν προσφέρονται γενικά στο κοινό,
η) οι συμβάσεις πίστωσης, οι οποίες συνάπτονται με επιχειρήσεις παροχής επενδυτικών υπηρεσιών (ΕΠΕΥ ) ή ανώνυμες εταιρίες παροχής επενδυτικών υπηρεσιών (ΑΕΠΕΥ) όπως ορίζονται στο άρθρο 2, παράγραφος 1 και 2 αντίστοιχα του ν. 3606/2007 «Αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ 195 Α΄/17-8-2007) ή με πιστωτικά ιδρύματα, όπως ορίζονται στο άρθρο 2 παρ.1α του ν. 3601/1007 «Ανάληψη και άσκηση δραστηριοτήτων από τα πιστωτικά ιδρύματα, επάρκεια ιδίων κεφαλαίων των πιστωτικών ιδρυμάτων και των επιχειρήσεων παροχής επενδυτικών υπηρεσιών και λοιπές διατάξεις» (ΦΕΚ 178 Α΄/1-8-2007), με σκοπό την παροχή της δυνατότητας στον επενδυτή να διενεργήσει συναλλαγή σε ένα ή περισσότερα χρηματοπιστωτικά μέσα, όπως ορίζονται στο άρθρο 5 του ν. 3606/2007 εφόσον η ΕΠΕΥ, η ΑΕΠΕΥ ή το πιστωτικό ίδρυμα που χορηγεί την πίστωση συμμετέχουν στην εν λόγω συναλλαγή,
θ) οι συμβάσεις πίστωσης οι οποίες απορρέουν από διακανονισμό που επιτεύχθηκε ενώπιον δικαστηρίου ή άλλης δημόσιας αρχής,
ι) οι συμβάσεις πίστωσης οι οποίες αφορούν την προθεσμιακή εξόφληση υπάρχουσας οφειλής χωρίς επιβαρύνσεις,
ια) οι συμβάσεις πίστωσης κατά τη σύναψη των οποίων ο καταναλωτής καλείται να καταθέσει εμπράγματη ασφάλεια στον πιστωτικό φορέα ως ενέχυρο και στις οποίες η ευθύνη του καταναλωτή περιορίζεται αυστηρά στο εν λόγω ενέχυρο, και
ιβ) οι συμβάσεις πίστωσης που σχετίζονται με δάνεια χορηγούμενα σε περιορισμένο κοινό δυνάμει νομοθετικής διάταξης γενικού συμφέροντος, με επιτόκιο χαμηλότερο από το συνήθως προτεινόμενο στην αγορά, ή άτοκα ή με άλλους όρους οι οποίοι είναι πιο ευνοϊκοί για τον καταναλωτή από αυτούς που επικρατούν στην αγορά και με επιτόκιο όχι υψηλότερο από αυτό που επικρατεί στην αγορά.
3. Στις συμβάσεις πίστωσης με τη μορφή δυνατότητας υπερανάληψης και όταν η πίστωση εξοφλείται όταν ζητηθεί ή εντός τριμήνου, εφαρμόζονται μόνον τα άρθρα 1 έως 3, το άρθρο 4 παράγραφος 1, παράγραφος 2 στοιχεία α) έως γ) και παράγραφος 4, τα άρθρα 6 έως 9, το άρθρο 10 παράγραφοι 1, 4 και 5, τα άρθρα 12, 15, 17 και τα άρθρα 19 έως 23 της παρούσας απόφασης.
4. Στις συμβάσεις πίστωσης με τη μορφή υπέρβασης, εφαρμόζονται μόνο τα άρθρα 1 έως 3, 18 και 20 έως 23 της παρούσας απόφασης.
5. Στις συμβάσεις πίστωσης που προβλέπουν ότι ο πιστωτικός φορέας και ο καταναλωτής μπορούν να συνάψουν συμφωνία για προθεσμιακή καταβολή ή για τις μεθόδους εξόφλησης της πίστωσης, σε περιπτώσεις στις οποίες ο καταναλωτής έχει ήδη καθυστερήσει την εξόφληση βάσει της αρχικής σύμβασης πίστωσης, εφαρμόζονται μόνον τα άρθρα 1 έως 4, 6, 7, 9, το άρθρο 10 παράγραφος 1, παράγραφος 2 στοιχεία α) έως θ), ιβ) και ιη) και παράγραφος 4, τα άρθρα 11, 13, 16 και τα άρθρα 18 έως 23 της παρούσας απόφασης όταν:
α) τέτοιες ρυθμίσεις θα ήταν πιθανόν να αποτρέψουν την ενδεχόμενη κίνηση νομικών διαδικασιών για την καθυστέρηση αυτή, και
β) ο καταναλωτής δεν υπόκειται, με τις ρυθμίσεις αυτές, σε λιγότερο ευνοϊκούς όρους από εκείνους της αρχικής σύμβασης πίστωσης.
Εφόσον η ως άνω σύμβαση πίστωσης υπόκειται στο πεδίο εφαρμογής της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου, εφαρμόζονται μόνον οι διατάξεις της παραγράφου αυτής.