1. Για την ένταξη οφειλών προς το Δημόσιο και τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης στο μηχανισμό ρύθμισης του παρόντος νόμου, εφαρμόζονται επιπλέον οι ειδικότεροι υποχρεωτικοί κανόνες του παρόντος άρθρου.
2. Με την επιφύλαξη των επόμενων παραγράφων, το Δημόσιο και οι Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης δύνανται να προβούν, στο πλαίσιο του παρόντος νόμου, σε αναδιάρθρωση οφειλών προς αυτούς, συμπεριλαμβανομένης και της δυνατότητας διαγραφής μέρους αυτών, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 9 και του παρόντος άρθρου.
3. Δεν επιτρέπεται η διαγραφή βασικής οφειλής προς το Δημόσιο που αφορά περιοριστικά τα κατωτέρω είδη οφειλών:
α) φόρο προστιθέμενης αξίας,
β) παρακρατούμενους φόρους,
γ) ποσά από καταπτώσεις εγγυήσεων που έχουν χορηγηθεί σε δάνεια με την εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου.
4. Δεν είναι έγκυρος όρος σύμβασης αναδιάρθρωσης, ο οποίος προβλέπει:
α) Την αποπληρωμή οφειλών προς το Δημόσιο σε περισσότερες από 120 δόσεις. Κατ’ εξαίρεση, για οφειλές προς το Δημόσιο οι οποίες υπερβαίνουν τα 2.000.000 ευρώ, η αποπληρωμή των οφειλών μπορεί να γίνεται σε περισσότερες δόσεις, εφόσον συναινεί το Δημόσιο και υπό την προϋπόθεση ότι η μεγαλύτερη διάρκεια αποπληρωμής (ι) δικαιολογείται από την συνολική δυνατότητα αποπληρωμής του οφειλέτη, (ιι) έχει ως αποτέλεσμα την αποπληρωμή συνολικά μεγαλύτερου μέρους της οφειλής προς το Δημόσιο, και (ιιι) δεν ξεπερνά τη διάρκεια αποπληρωμής οφειλών προς άλλους πιστωτές με μεγαλύτερη απαίτηση από αυτή του Δημοσίου.
β) Την τμηματική αποπληρωμή οφειλών προς το Δημόσιο ανά χρονικά διαστήματα που υπερβαίνουν το μήνα,
γ) Την καταβολή μηνιαίας δόσης μικρότερης των πενήντα (50) ευρώ,
δ) Την παροχή περιόδου χάριτος για την αποπληρωμή οφειλών προς το Δημόσιο και
ε) Την ικανοποίηση απαιτήσεών του με άλλα ανταλλάγματα αντί χρηματικού ποσού.
5. Τυχόν υφιστάμενες ρυθμίσεις οφειλών προς το Δημόσιο δυνάμει των νόμων 4152/2013 (Α’ 107), 4174/2013 (Α’ 170), 4305/2014 (Α’ 237) και 4321/2015 (Α’ 32), εντάσσονται στο σχέδιο αναδιάρθρωσης οφειλών ως έχουν διαμορφωθεί κατά την ημερομηνία έγκρισης της συμφωνίας. Κατ’ εξαίρεση, επιτρέπεται η τροποποίηση των ως άνω ρυθμίσεων στις περιπτώσεις και στον βαθμό που η εφαρμογή τους καθιστά αδύνατη, βάσει της συνολικής δυνατότητας αποπληρωμής του οφειλέτη, την αναδιάρθρωση των οφειλών προς τους λοιπούς πιστωτές χωρίς αυτοί να περιέρχονται σε χειρότερη οικονομική θέση από αυτήν στην οποία θα βρίσκονταν σε περίπτωση ρευστοποίησης των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη και των βεβαρημένων υπέρ του περιουσιακών στοιχείων τρίτων, στο πλαίσιο διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης. Στις περιπτώσεις του προηγούμενου εδαφίου, η τροποποίηση των υφισταμένων ρυθμίσεων πραγματοποιείται με αύξηση του αριθμού των δόσεων κατά το απολύτως αναγκαίο μέτρο και έως το μέγιστο όριο του πρώτου εδαφίου της περ. α της προηγούμενης παραγράφου.
6. Ο αριθμός και το ύψος των δόσεων καταβολής του ποσού που προσδιορίζεται στη σύμβαση αναδιάρθρωσης για την αποπληρωμή οφειλών προς το Δημόσιο, κατ’ εφαρμογή των υποχρεωτικών κανόνων του άρθρου 9, οι οποίοι εφαρμόζονται με την επιφύλαξη του παρόντος άρθρου, καθορίζονται με κριτήριο α) τη μηνιαία δυνατότητα αποπληρωμής του οφειλέτη, β) τη μέγιστη διάρκεια της ρύθμισης και γ) τον υπολογισμό της καθαρής παρούσας αξίας, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 2 στοιχεία (α) και (β) του άρθρου 9..
7. Στις περιπτώσεις οφειλετών με συνολικό ποσό βασικής οφειλής προς το Δημόσιο μέχρι 20.000 ευρώ, στο οποίο δεν προσμετρώνται τυχόν οφειλές της παραγράφου 5, εφαρμόζονται οι εξής ειδικότεροι κανόνες:
α) για βασικές οφειλές έως του ποσού των 3.000 ευρώ, η αποπληρωμή αυτών και των επ’ αυτών προσαυξήσεων ή τόκων εκπρόθεσμης καταβολής γίνεται τμηματικά σε έως 36 μηνιαίες δόσεις, με ελάχιστη μηνιαία δόση πενήντα (50) ευρώ, χωρίς δυνατότητα διαγραφής κανενός ποσού,
β) για βασικές οφειλές άνω του ποσού των 3.001 ευρώ, η αποπληρωμή αυτών και των επ’ αυτών προσαυξήσεων ή τόκων εκπρόθεσμης καταβολής γίνεται τμηματικά σε έως 120 μηνιαίες δόσεις, με ελάχιστη μηνιαία δόση πενήντα (50) ευρώ, χωρίς δυνατότητα διαγραφής βασικής οφειλής.
Στις περιπτώσεις της παρούσας παραγράφου, το Δημόσιο δεν συμμετέχει στις διαπραγματεύσεις, ούτε υποβάλλει πρόταση αναδιάρθρωσης οφειλών και οι οφειλές προς αυτό προσμετρώνται στις θετικές ψήφους των συμμετεχόντων πιστωτών, εφόσον στο τελικό σχέδιο αναδιάρθρωσης έχουν τηρηθεί οι κανόνες της παρούσας παραγράφου και των λοιπών υποχρεωτικών κανόνων, στο βαθμό που συμβιβάζονται με τους ως άνω ειδικότερους κανόνες.
8. Σε περίπτωση που στη σύμβαση αναδιάρθρωσης προβλέπεται διαγραφή οφειλών προς το Δημόσιο, αυτή γίνεται κατά σειρά παλαιότητας, από την παλαιότερη οφειλή προς τη νεώτερη, με κριτήριο το χρόνο καταχώρησης της οφειλής στα βιβλία εισπρακτέων εσόδων και όχι το χρόνο λήξης της νόμιμης προθεσμίας καταβολής αυτής, εφάπαξ ή σε δόσεις. Η διαγραφή των οφειλών του προηγούμενου εδαφίου τελεί υπό την αναβλητική αίρεση της ολοσχερούς αποπληρωμής των ρυθμιζόμενων οφειλών προς κάθε πιστωτή και της μη ακύρωσης ή ανατροπής της σύμβασης αναδιάρθρωσης κατά τις διατάξεις του άρθρου 14.
9. Επί των οφειλών προς το Δημόσιο που ρυθμίζονται δυνάμει της σύμβασης αναδιάρθρωσης δεν υπολογίζονται περαιτέρω τόκοι ή προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής. Σε περίπτωση ακύρωσης ή ανατροπής της σύμβασης αναδιάρθρωσης, καθίσταται άμεσα ληξιπρόθεσμο και απαιτητό το σύνολο του υπολοίπου της οφειλής που παραμένει ανεξόφλητο, σύμφωνα με τα στοιχεία της αρχικής βεβαίωσης. Από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της σύμβασης αναδιάρθρωσης και κατά τη διάρκεια ισχύος αυτής, δεν υπολογίζονται τα πρόστιμα των διατάξεων του άρθρου 57 του Κ.Φ.Δ. και του άρθρου 6 του Κ.Ε.Δ.Ε.
10. Στις περιπτώσεις που η τυχόν υποβληθείσα πρόταση του Δημοσίου δεν τίθεται σε ψηφοφορία σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 6 του άρθρου 8, το Δημόσιο ψηφίζει υπέρ της συμφερότερης για εκείνο πρότασης, εφόσον διαπιστώνεται η ορθή εφαρμογή των υποχρεωτικών κανόνων του άρθρου 9 και του παρόντος άρθρου. Στις περιπτώσεις που μία μόνο πρόταση τίθεται σε ψηφοφορία, το Δημόσιο ψηφίζει υπέρ αυτής, μόνο στην περίπτωση που διαπιστώνεται η ορθή εφαρμογή των υποχρεωτικών κανόνων.
11. Για τη χορήγηση αποδεικτικού ενημερότητας στον οφειλέτη και τους συνοφειλέτες που δεσμεύονται από τη σύμβαση αναδιάρθρωσης οφειλών εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 12 του ν. 4174/2013 και των κανονιστικών πράξεων που εκδίδονται κατ’ εξουσιοδότηση αυτού. Η ρύθμιση οφειλών στα πλαίσια του παρόντος νόμου θεωρείται ως ρύθμιση τμηματικής καταβολής για την εφαρμογή των διατάξεων του προηγούμενου εδαφίου. Για τη χορήγηση αποδεικτικού ενημερότητας δεν λαμβάνονται υπόψιν τυχόν προς διαγραφή οφειλές, όπως αυτές προσδιορίζονται στην ως άνω σύμβαση.
12. Από την ημερομηνία υπογραφής από το Δημόσιο της εγκριθείσας σύμβασης αναδιάρθρωσης ή, σε περίπτωση δικαστικής επικύρωσης, από την κοινοποίηση στο Δημόσιο της δικαστικής απόφασης με την οποία επικυρώθηκε σύμβαση αναδιάρθρωσης οφειλών, για τις υπαγόμενες στη σύμβαση οφειλές:
α) αναστέλλεται η λήψη αναγκαστικών μέτρων και η συνέχιση της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης επί κινητών και ακινήτων κατά του οφειλέτη. Η αναστολή αυτή δεν ισχύει για τις ληξιπρόθεσμες δόσεις της σύμβασης καθώς και για τις κατασχέσεις που έχουν επιβληθεί στα χέρια τρίτων, τα αποδιδόμενα όμως ποσά από αυτές πιστώνονται στις υπαγόμενες στη σύμβαση οφειλές, με την κατά προτεραιότητα κάλυψη δόσης ή δόσεων της σύμβασης, εφόσον καταβάλλονται εντός της προθεσμίας των δόσεων και δεν πιστώνονται διαφορετικά κατά τις κείμενες διατάξεις.
β) αναστέλλεται η ποινική δίωξη του ποινικού αδικήματος του άρθρου 25 του ν. 1882/1990 (Α΄43) και αναβάλλεται η εκτέλεση της ποινής που επιβλήθηκε κατά τις διατάξεις του άρθρου αυτού ή, εφόσον άρχισε, η εκτέλεσή της διακόπτεται. Κατά το χρονικό διάστημα της αναστολής της ποινικής δίωξης αναστέλλεται η παραγραφή του αδικήματος, χωρίς να ισχύει ο χρονικός περιορισμός της παραγράφου 3 του άρθρου 113 του ΠΚ.
13. Για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου:
α) Ως «βασική οφειλή» νοείται το ποσό της οφειλής που αρχικά βεβαιώθηκε, χωρίς τους τόκους ή τις προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής που την επιβαρύνουν κατά τις διατάξεις του ν. 4174/2013 ή του ν.δ. 356/1974, όπως αυτό έχει διαμορφωθεί, από το χρόνο καταχώρησης της οφειλής στα βιβλία εισπρακτέων εσόδων έως την επικύρωση της σύμβασης αναδιάρθρωσης, μετά από τυχόν καταβολές, αναγκαστική είσπραξη ή διαγραφή βάσει νόμιμου τίτλου.
β) Ως «διαγραφή» νοείται η διαγραφή βασικής οφειλής καθώς και η απαλλαγή από τόκους, προσαυξήσεις ή πρόστιμα εκπρόθεσμης καταβολής.
γ) Ως «προσαυξήσεις» ή «τόκοι εκπρόθεσμης καταβολής» νοούνται οι προσαυξήσεις ή τόκοι εκπρόθεσμης καταβολής κατ’ άρθρο 53 του Κ.Φ.Δ. και άρθρο 6 του Κ.Ε.Δ.Ε., όπως έχουν διαμορφωθεί την ημερομηνία υποβολής της αίτησης για υπαγωγή στη διατάξεις του παρόντος νόμου.
14. Οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων εφαρμόζονται αναλόγως και για οφειλές υπέρ τρίτων οι οποίες βεβαιώνονται και εισπράττονται από τη Φορολογική Διοίκηση.
15. Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών και των κατά περίπτωση αρμόδιων Υπουργών δύναται να καθορίζεται κάθε ειδικότερο θέμα για την εφαρμογή των διατάξεων των ως άνω παραγράφων.
16. Οι Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης εκπροσωπούνται στην εξωδικαστική ρύθμιση οφειλών από το Κέντρο Είσπραξης Ασφαλιστικών Οφειλών (ΚΕΑΟ).
Οι διατάξεις των παραγράφων 4 έως 10 εφαρμόζονται αναλογικά και για τις οφειλές προς τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης.
α) Ως «βασική οφειλή» νοείται το ποσό της οφειλής που αρχικά βεβαιώθηκε, χωρίς τους τόκους ή τις προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής που την επιβαρύνουν, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, όπως αυτό έχει διαμορφωθεί από το χρόνο που η οφειλή κατέστη ληξιπρόθεσμη έως την επικύρωση της σύμβασης αναδιάρθρωσης, μετά από τυχόν καταβολές, αναγκαστική είσπραξη ή διαγραφή βάσει νόμιμου τίτλου.
β) Ως «διαγραφή» νοείται η διαγραφή βασικής οφειλής με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 17, καθώς και η απαλλαγή από τόκους, προσαυξήσεις ή πρόστιμα εκπρόθεσμης καταβολής.
γ) Ως «προσαυξήσεις» ή «τόκοι εκπρόθεσμης καταβολής» νοούνται οι προσαυξήσεις ή τόκοι εκπρόθεσμης καταβολής κατά τις διατάξεις του Ν.4152/2013, (άρθρο πρώτο, παρ. ΙΑ υποπαρ. ΙΑ.2 περ.11), ή του ν.δ. 356/1974, και άρθρο 6 του Κ.Ε.Δ.Ε., όπως έχουν διαμορφωθεί την ημερομηνία υποβολής της αίτησης για υπαγωγή στη διατάξεις του παρόντος νόμου.
17. Δεν επιτρέπεται η διαγραφή βασικής οφειλής παρακρατούμενων εισφορών εργαζομένων προς φορείς κοινωνικής ασφάλισης.
18. Η διαγραφή βασικής οφειλής προς φορείς κοινωνικής ασφάλισης δεν επηρεάζει τα ασφαλιστικά δικαιώματα τρίτων.
19. Για τη χορήγηση αποδεικτικού ασφαλιστικής ενημερότητας στον οφειλέτη και τους συνοφειλέτες που δεσμεύονται από την απόφαση επικύρωσης σύμβασης αναδιάρθρωσης οφειλών εφαρμόζονται οι οικείες διατάξεις των φορέων. Η ρύθμιση οφειλών με δικαστικά επικυρωμένη σύμβαση αναδιάρθρωσης θεωρείται ως ρύθμιση τμηματικής καταβολής για την εφαρμογή των διατάξεων του προηγούμενου εδαφίου. Για τη χορήγηση αποδεικτικού ενημερότητας δεν λαμβάνονται υπ’ όψιν τυχόν προς διαγραφή οφειλές, όπως αυτές προσδιορίζονται στην ως άνω σύμβαση.
20. Από την κοινοποίηση στο ΚΕΑΟ της δικαστικής απόφασης με την οποία επικυρώθηκε σύμβαση αναδιάρθρωσης οφειλών, για τις υπαγόμενες στη σύμβαση οφειλές:
α) αναστέλλεται η λήψη αναγκαστικών μέτρων και η συνέχιση της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης επί κινητών και ακινήτων κατά του οφειλέτη. Η αναστολή αυτή δεν ισχύει για τις ληξιπρόθεσμες δόσεις της σύμβασης. Τα αποδιδόμενα ποσά από κατασχέσεις εις χείρας τρίτων πιστώνονται στις υπαγόμενες στη σύμβαση οφειλές, με την κατά προτεραιότητα κάλυψη δόσης ή δόσεων της σύμβασης, εφόσον καταβάλλονται εντός της προθεσμίας των δόσεων και δεν πιστώνονται διαφορετικά κατά τις κείμενες διατάξεις.
β) αναστέλλεται η ποινική δίωξη για τα αδικήματα του α.ν. 86/1967 (Α΄136) και αναβάλλεται η εκτέλεση της ποινής που επιβλήθηκε κατά τις διατάξεις του άρθρου αυτού ή, εφόσον άρχισε, η εκτέλεσή της διακόπτεται. Κατά το χρονικό διάστημα της αναστολής της ποινικής δίωξης αναστέλλεται η παραγραφή του αδικήματος, χωρίς να ισχύει ο χρονικός περιορισμός της παραγράφου 3 του άρθρου 113 του ΠΚ.
21. Με απόφαση του υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης καθορίζεται κάθε ειδικότερο θέμα για την εφαρμογή των διατάξεων των παραγράφων 16 έως 20.
22. Το Δημόσιο και οι Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης, μετά από αίτηση οφειλετών τους που εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής του παρόντος νόμου με βάση τα οριζόμενα στην περίπτωση (β) της παραγράφου 1 και στην παράγραφο 5 του άρθρου 2, δύνανται να προτείνουν σε αυτούς λύσεις ρύθμισης οφειλών ανάλογες με αυτές που αποδέχονται ή αντιπροτείνουν στο πλαίσιο της διαδικασίας εξωδικαστικής ρύθμισης οφειλών του παρόντος και σύμφωνα με τις εσωτερικές τους διαδικασίες.