1. Με την επιφύλαξη της παρ. 6, η μη καταβολή από τον οφειλέτη προς οποιονδήποτε πιστωτή οποιουδήποτε οφειλόμενου ποσού σύμφωνα με τους όρους της σύμβασης αναδιάρθρωσης οφειλών για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των ενενήντα (90) ημερών, παρέχει σε αυτόν τον πιστωτή το δικαίωμα να ζητήσει την ακύρωση της συμφωνίας ως προς όλους, καταθέτοντας αίτηση στο δικαστήριο που επικύρωσε τη σύμβαση αναδιάρθρωσης οφειλών ή στο Πολυμελές Πρωτοδικείο, στην περιφέρεια του οποίου έχει έδρα ο οφειλέτης, στις περιπτώσεις που η σύμβαση αναδιάρθρωσης οφειλών δεν έχει επικυρωθεί με τη διαδικασία του άρθρου 12. Η αίτηση εκδικάζεται κατά τις διατάξεις της εκούσιας δικαιοδοσίας.
2. Με την ακύρωση της σύμβασης αναδιάρθρωσης οφειλών αναβιώνουν οι απαιτήσεις των πιστωτών κατά του οφειλέτη. Ποσά που καταβλήθηκαν σε εκτέλεση της σύμβασης αναδιάρθρωσης αφαιρούνται από τις απαιτήσεις που αναβίωσαν.
3. Μετά την άσκηση της αίτησης ακύρωσης της συμφωνίας, κάθε πιστωτής δύναται να αιτηθεί από το Μονομελές Πρωτοδικείο της περιφέρειας εντός της οποίας έχει έδρα ο οφειλέτης, να επιτραπεί η λήψη ασφαλιστικών μέτρων, σύμφωνα με την κατάσταση που υπήρχε πριν τη σύναψη της υπό ακύρωση συμφωνίας, εφόσον πιθανολογείται ανεπανόρθωτη βλάβη του αιτούντα πιστωτή. Η αίτηση εκδικάζεται κατά τη διαδικασία των άρθρων 686 επ. του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Σε περίπτωση που η αίτηση υποβάλλεται από την πλειοψηφία των πιστωτών, το αρμόδιο δικαστήριο επιτρέπει υποχρεωτικά τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων.
4. Εξαιρούνται της πτωχευτικής ανάκλησης, κατά την έννοια των άρθρων 41 επ. του Πτωχευτικού Κώδικα, πράξεις που έλαβαν χώρα σε εκπλήρωση όρων της σύμβασης αναδιάρθρωσης οφειλών.
5. Σε περίπτωση ακύρωσης της σύμβασης αναδιάρθρωσης οφειλών τεκμαίρεται μαχητά η παύση πληρωμών του οφειλέτη.
6. Η μη καταβολή δόσεων ή η μερική καταβολή δόσεων από τον οφειλέτη προς τη Φορολογική Διοίκηση ή τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης , όπως αυτές προσδιορίζονται στη σύμβαση αναδιάρθρωσης οφειλών, έως τη συμπλήρωση του ποσού που αντιστοιχεί σε τρεις (3) δόσεις ή η παράλειψη του οφειλέτη να υποβάλλει τις προβλεπόμενες δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος και φόρου προστιθέμενης αξίας, καθώς και την προβλεπόμενη Αναλυτική Περιοδική Δήλωση (Α.Π.Δ.), εντός τριών (3) μηνών από την παρέλευση της προθεσμίας υποβολής τους ή να εξοφλήσει ή να τακτοποιήσει με νόμιμο τρόπο, με αναστολή είσπραξης ή ρύθμιση τμηματικής καταβολής, τις οφειλές του είτε προς το Δημόσιο ή υπέρ τρίτων που εισπράττονται από τη Φορολογική Διοίκηση είτε προς τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης, οι οποίες βεβαιώθηκαν μετά την 31η Δεκεμβρίου 2016, εντός ενενήντα (90) ημερών από την ημερομηνία έναρξης ισχύος ή, σε περίπτωση δικαστικής επικύρωσης, από την ημερομηνία επικύρωσης της σύμβασης αναδιάρθρωσης, ή, προκειμένου για οφειλές που κατέστησαν ληξιπρόθεσμες μετά την έναρξη ισχύος ή την επικύρωση της σύμβασης, εντός εξήντα (60) ημερών από τη λήξη της νόμιμης προθεσμίας καταβολής τους, έχει ως συνέπεια την αυτοδίκαιη ανατροπή της σύμβασης αναδιάρθρωσης έναντι του Δημοσίου ή των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης. Το Δημόσιο και οι Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης υποχρεούνται να γνωστοποιήσουν αμελλητί την επέλευση της ως άνω έννομης συνέπειας σε όλους τους πιστωτές. Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών και του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης καθορίζεται η διαδικασία και οι ειδικότερες λεπτομέρειες για τη γνωστοποίηση του προηγούμενου εδαφίου. Εντός τριάντα (30) ημερών από τη γνωστοποίηση αυτή οποιοσδήποτε πιστωτής μπορεί να ζητήσει την ακύρωση της συμφωνίας ως προς όλους τους πιστωτές.